Του κυρ Γιάννη
Κάποιες φορές οι πικρές στιγμές της ζωής γίνονται εφαλτήριο για τη βίωση ευχάριστων γεγονότων όπως είναι η απόκτηση του πρώτου του όπλου, γεγονός καθοριστικό στη ζωή κάθε κυνηγού.
Όταν φτάνεις σε μια ηλικία και είσαι στη σειρά “απόσυρσης”, θυμάσαι με νοσταλγία όλους αυτούς που γνώρισες από μικρό παιδί κι έφυγαν από αυτόν τον κόσμο. Αν σου έχουν κάνει και κάτι, τους συγχωρείς. Λες τώρα πέθανε, έγινε χώμα, είναι συγχωρεμένος. Είναι, όμως, και μερικές περιπτώσεις που σε έχουν πειράξει τόσο πολύ και δεν τους συγχωρείς με τίποτα. Στον μακαρίτη τον πατέρα μου, δύο λάθη δεν του συγχωρώ, τα οποία τα έκανε την ίδια ημέρα και με πίκραναν σε μεγάλο βαθμό. Ήταν ένας άγιος άνθρωπος που ντρεπόταν να μαλώσει ακόμα και ένα μικρό παιδί. Μπορούσε ο οποιοσδήποτε να τον επηρεάσει και να τον τραβάει από τη μύτη, που λέει ο λαός. Για το λόγο αυτό, το κουμάντο στο σπίτι ήταν η μάνα μου. Αυτή το ταμείο, το κουμάντο, τα πάντα.
Ραδιόφωνο με δόσεις
Άρχισε η μεγάλη μετανάστευση από τα χωριά προς τις πόλεις. Όλοι με ταγάρια στις πλάτες, γιατί δεν υπήρχαν οι βαλίτσες, και 3-4 παιδιά, άλλα στην αγκαλιά, άλλα να τα σέρνουν, ήρθαν στην Αθήνα μουντζώνοντας τα χωριά τους. Ήταν ο Εμφύλιος που τους έκανε να μισήσουν τον τόπο τους. Ήταν η μεγάλη γενιά, των μεγάλων δημιουργών. Αυτοί έφτιαξαν τις πολυκατοικίες, τα μαγαζιά, τα εργοστάσια. Αυτοί μόχθησαν και σπούδασαν τα παιδιά τους. Σήμερα, όλες οι πόλεις της Ελλάδας έχουν πανεπιστήμια και τα ελληνόπουλα μιλούν δύο-τρεις γλώσσες. Άρχισε να έρχεται και ο πολιτισμός. Έτσι, το 1960, αγοράσαμε ραδιόφωνο με δόσεις 20 δραχμές το μήνα. Είχε πάει μέσα Δεκεμβρίου και είχαν μείνει όλα τα χωράφια άσπαρτα. Άκουγε ο πατέρας μου τον καιρό, στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Βροχές, καταιγίδες, ισχυροί άνεμοι. Ζόρικα τα πράγματα, έλεγε. “Πού να πάω στο χωράφι, ρε Μαρία. Είναι και εύκολο πράγμα, ζέψε, ξέζεψε το άλογο, να ρίξω το σπόρο… Και άμα πιάσει η βροχή να πάει χαμένος;”. Αντί βροχές και καταιγίδες έκανε κάτι λιακάδες φοβερές. Επιβλήθηκε, όμως, η μάνα μου. “Άντε να σπείρεις και άσε αυτά που ξέρεις. Δεν το βλέπεις ότι δεν το βρίσκουν με τίποτα τον καιρό;”.
Την εποχή της οικοδόμησης
Άρχισαν να έρχονται εσωτερικοί μετανάστες και στο χωριό μου, κυρίως Θεσσαλοί. Έτσι δημιουργήθηκε μια μεγάλη ζήτηση σε μικρά σπιτάκια. Έπρεπε οι άνθρωποι κάπου να στεγαστούν. Αρχίσαμε να χτίζουμε μικρά σπιτάκια για νοίκιασμα. Την εποχή αυτή, δεν υπήρχε το φορτηγό, η μπετονιέρα, για να σου φέρει έτοιμο το μπετό στην οικοδομή. Ούτε το αυτοκίνητο, η πρέσα, για να σου το ανεβάσει επάνω στην ταράτσα. Υπήρχαν όμως οι μικρές μπετονιέρες. Εκεί κοντά τους αδειάζαμε το χαλίκι, την άμμο, τα τσιμέντα και το νερό σε βαρέλια. Εργάτες με καρότσια έριχναν τα υλικά στη μηχανή και με αναβατόριο, ανέβαινε το μπετό στην ταράτσα. Εκεί, άλλοι εργάτες με καρότσια, το μοίραζαν όπου ήθελε ο αρχιμάστορας που έστρωνε το μπετό και χτύπαγε την τάβλα για να το στρώσει.
Μια μαύρη μέρα…
Σε ένα σπιτάκι που χτίζαμε το ’64, ήλθε με την μπετονιέρα, τραβώντας την με ένα παλιό τζιπ, ένας Αποστόλης από το Κορωπί. Ήλθε για να ρίξουμε τα μπετά. Ήταν νόμος του πατέρα μου, όσοι δουλεύουν σε εμάς, να έχουν κολατσιό και στο τέλος φαΐ. Έτσι βρεθήκαμε το απόγευμα μέσα στο σπίτι όλοι μαζί να τρώμε. Ήταν και ο παππούς μου, ο Τάσος, ο πεθερός του πατέρα μου. Βλέπει ο Αποστόλης ο μάστορας, δυο τουφέκια να κρέμονται στο παλούκι, πίσω από την πόρτα. “Τι όπλα είναι αυτά, για να τα δω…”. “Δώσε μου το αυτό, ρε Τάκη”, λέει στον πατέρα. Ένα ωραίο κοκοροντούφεκο, σαρμάς. “Δώσ’ το λέει ο παππούς για να μην έχει ντουφέκι το παιδί και του πέσει εκεί το μεράκι. Θα αφήσει τα γράμματα”. Ο πατέρας μου από ντροπή τού λέει ναι και το δίνει για 800 δραχμές. Τρελάθηκα. Θα πέθαινα. Φεύγοντας, ο Αποστόλης λέει στον πατέρα μου. “Το άλογο το θέλεις;”. Ο πατέρας μου από ντροπή τού λέει πάρ’ το δώρο. Έτσι φεύγει η μπετονιέρα, με τον Αποστόλη και το τουφέκι, και ένας εργάτης με το άλογο, τον Γιώργη. Ένα φιλότιμο ψαρί, που τιμής ένεκεν έπρεπε να πεθάνει στην αυλή. Είχε προσφέρει πολλά στην οικογένεια. Έσκασα από το κλάμα, ενώ δακρύζω και τώρα. Ήταν μια μαύρη μέρα της ζωής μου. Λύσσαξα, λάτρεψα τα όπλα, αγόρασα καμιά 20αριά μετά τον στρατό που έκανα δικό μου νοικοκυριό, και αν δεν σιχαινόμουν τη νομοθεσία, θα αγόραζα κάθε χρόνο από ένα.
Σημαδεμένο και στο κοντάκι και στην ψυχή
Έπεσε γκρίνια φοβερή στο σπίτι. Μεγάλη φαγωμάρα. Έτσι μόλις κλείνω τα 18, βρεθήκαμε με τον πατέρα μου στην Αθήνα, σε ένα οπλοπωλείο στην Αριστείδου, σε ένα γεροντάκι τον Βράιλα. Αγοράσαμε μία Berretta A 300, 8.500 δρχ. Της γράφει επάνω “επωλήθει”, και μας δίνει ένα χαρτί να φέρω στην Αστυνομία του χωριού και μετά να πάρω την άδεια από την Ασφάλεια να πάω να την πάρω. Δύο χρόνια με παίδευαν να μου δώσουν το χαρτί. Φοβήθηκα μην το χάσω το όπλο και μια μέρα πάω στο Μοναστηράκι και αγοράζω ένα σκαρπέλο και ένα σφυρί. Παρά τις φωνές του Βράιλα, έγραψα στο κοντάκι τρία μεγάλα άσχημα γράμματα. Ι.Δ.Δ., Ιωάννης Δημητρίου Δήμας. Τα αρχικά. Μετά από δύο χρόνια πήρα το χαρτί και την καραμπίνα. Η βλακεία στο αποκορύφωμά της. Τη φέρνω σπίτι και πάω να βρω τον πατέρα μου στην ταβέρνα του Σιδέρη. Πιάσαμε τα ποτήρια, όποιος συγχωριανός πέρναγε τον φωνάζαμε. Έλα να κεράσουμε ένα ποτήρι. Μαζευτήκαμε καμιά 30αριά. Γέλια πολλά, καλαμπούρια και όλο καλορίζικα. Οι διπλανές παρέες των Αθηναίων τα είχαν χάσει. Τόσο μεγάλο τραπέζι, τόσο χαρά, όλο καλορίζικο, καράβι θα έχουν πάρει οι άνθρωποι. Ένα γεροντάκι από διπλανή παρέα, με ρωτά. “Συγνώμη, παιδί μου, τι αγόρασες;”. “Τουφέκι!”, του λέω. Γουρλώνει τα μάτια, σηκώνει τα φρύδια. “Τι, μου λέει, τουφέκι;”. “Ναι κύριε, τουφέκι”. Έμεινε άγαλμα ο μπάρμπας. Πραγματικό άγαλμα. “Τουφέκι;”, ξαναρωτά. “Ναι κύριε, τουφέκι”. Σημαδεμένο και στο κοντάκι και στην ψυχή μου…