Στον οπλουργό καταφεύγουμε για τρεις διαφορετικές ομάδες «επεμβάσεων». Η πρώτη ομάδα αφορά την πρόληψη, την επίσκεψή μας δηλαδή χωρίς κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα στο όπλο, προκειμένου να γίνει ο καθαρισμός και ο έλεγχος του όπλου, μια φορά στα δύο χρόνια για όπλα που χρησιμοποιούνται συστηματικά. Η δεύτερη ομάδα είναι η επισκευή, η επανάταξη κάποιας βλάβης που δημιουργεί λειτουργικό πρόβλημα στο όπλο και συχνά το καθιστά επικίνδυνο για χρήση, αν βέβαια δεν το έχει θέσει πρόσκαιρα εκτός λειτουργίας. Τέλος, η τρίτη ομάδα αφορά την οποιαδήποτε «επένδυση» αποφασίζει κανείς σε ένα όπλο, προκειμένου να το προσαρμόσει στις δικές του επιλογές ή να του προσθέσει αξία, αναβαθμίζοντάς το ως αντικείμενο επένδυσης. Για παράδειγμα, τέτοιου είδους επεμβάσεις είναι οι αλλαγές στις κλίσεις του κοντακίου, η αλλαγή του φινιρίσματος με την εφαρμογή μιας βαφής λινελαίου, η τροποποίηση του τσοκ.
Σε πολλούς κυνηγούς υπάρχει μια εσφαλμένη αντίληψη ότι τον οπλουργό τον επισκέπτονται κυρίως οι κάτοχοι ενός πολύ ακριβού όπλου, το οποίο προκειμένου να μην απολέσει σημαντικό μέρος της αξίας του απαιτεί συντήρηση και φροντίδα από κάποιον ειδικό. Ωστόσο, οι επισκέψεις στους οπλουργούς είναι συχνότερες από κατόχους φτηνών όπλων, αφού εκείνα παρουσιάζουν περισσότερα προβλήματα και συχνότερες βλάβες. Επιπλέον, συχνά οι καλομελετημένες επεμβάσεις ενός οπλουργού μπορεί να αυξήσουν σημαντικά την ποιότητα αλλά και την αξία ενός όπλου, ακόμα και αν αυτό είναι μη επώνυμης προέλευσης ή φτηνής κατασκευής. Όλες αυτές οι επεμβάσεις έχουν κοινό παρονομαστή τους την προϋπόθεση να διαθέτει ο συγκεκριμένος οπλουργός γνώση, εμπειρία, υλικοτεχνική υποδομή και πάνω απ’ όλα να αγαπάει τα όπλα ως αντικείμενα. Ένας άνθρωπος που έχει εμπειρία στις οπλοεπισκευές και σέβεται τον εαυτό του, δύσκολα θα επιχειρήσει κάποια επέμβαση που δεν θα είναι πραγματικά προς όφελος του όπλου. Συχνά, έντιμοι οπλουργοί συνιστούν την αντικατάσταση ενός όπλου, αποφεύγοντας δαπανηρές επεμβάσεις.
Ασφαλώς εξαίρεση στον κανόνα αποτελούν οι πελάτες που καταφεύγουν στο οπλουργείο λόγω του συναισθηματικού δεσίματος με κάποιο όπλο που ανήκε παλιότερα σε κάποιο μέλος της οικογένειας και θέλουν να το διατηρήσουν ως κειμήλιο. Στο σημερινό άρθρο αυτής της σειράς, θα ασχοληθούμε με τις επεμβάσεις που μπορούν να γίνουν στις κάννες των όπλων. Οι αιτίες που μας αναγκάζουν να επισκεφτούμε τον οπλουργό για κάποια επέμβαση στην κάννη είναι οι εξής δώδεκα. Ας τις εξετάσουμε κάθε μία ξεχωριστά.
1. Η ΒΑΦΗ ΤΩΝ ΚΑΝΝΩΝ
Το πρόβλημα
Οι κάννες βάφονται κυρίως για λόγους προστασίας από την οξείδωση. Ασφαλώς η βαφή στα κυνηγετικά όπλα είναι απαραίτητη και για λειτουργικούς λόγους, γιατί σε διαφορετική περίπτωση οι κάννες γυαλίζουν έντονα, με αποτέλεσμα να αποτρέπουν την προσέγγιση του θηράματος.
Συχνά οι κάννες χάνουν τμήμα της βαφής και της προστασίας που αυτή τους παρέχει, είτε λόγω ηλικίας του όπλου, είτε από την επίδραση πολλών οξειδωτικών παραγόντων. Το αίμα των θηραμάτων, οι χυμοί των εσπεριδοειδών, το υφάλμυρο νερό πολλών υδροβιοτόπων, το ρετσίνι πολλών φυτών και κυρίως του αλμυρικιού, ο ιδρώτας των χεριών, μοιραία κάποια στιγμή έρχονται σε επαφή με τις κάννες και αποτελούν τους πιο επικίνδυνους παράγοντες για την έναρξη οξειδώσεων. Η λύσεις είναι δύο: είτε συντηρητικά μέσω της σωστής συντήρησης και λίπανσής τους, είτε δραστικά μέσω της πλήρους επανάταξης της βλάβης με την εκ νέου βαφή των καννών. Έτσι, δεν πρόκειται μόνο για αισθητική επέμβαση αλλά προστατευτική εφαρμογή στο όπλο προκειμένου να προληφθούν περαιτέρω οξειδώσεις, ικανές ακόμη και να καταστρέψουν τις κάννες του.
Υπάρχουν δύο διαφορετικές ομάδες βαφής με πολλές «συνταγές» και υποκατηγορίες. Στην πρώτη ομάδα ανήκουν οι «γρήγορες βαφές» ή «χημικές». Οι κάννες υφίστανται την επίδραση υπερκορεσμένων αλκαλικών διαλυμάτων τα οποία βράζουν και αποκτούν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα την αρχική τους απόχρωση και στιλπνότητα. Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν οι «αργές βαφές», σαφώς καλύτερες ποιοτικά, ως προς τη θωράκιση που προσφέρουν στις κάννες από οξειδωτικούς παράγοντες, συχνά όμως και ως προς και το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα. Το πρόβλημά τους είναι ότι η πολυήμερη διαδικασία που απαιτούν (συνήθως διαρκεί 5 ως 8 ημέρες) κάνουν το κόστος τους ψηλότερο από εκείνο των χημικών βαφών. Παρ’ όλ’ αυτά, οι αργές βαφές αποτελούν μονόδρομο στην επιλογή του οπλουργού όταν καλείται να βάψει κάννες που η ρίγα τους είναι κολλημένη με καλάι το οποίο σαν βάσεις του έχει τον κασσίτερο και το μόλυβδο. Δεν εξαρτάται, λοιπόν, μόνον από την οικονομική διαθεσιμότητα το αν θα επιλέξουμε την αργή ή τη γρήγορη βαφή για ένα όπλο αλλά από τους περιορισμούς που μας βάζει η ίδια η φύση των καννών του, πιο συγκεκριμένα η φύση της κόλλησης ανάμεσα στη ρίγα και την κάννη. Πολλοί κυνηγοί καμαρώνουν αντικρίζοντας τις οξειδωμένες εξωτερικά κάννες του όπλου τους, θεωρώντας ότι η μακροζωία του πλήττεται μόνον από τις πιθανές εσωτερικές οξειδώσεις. Αγνοούν ότι η λίπανση των καννών δεν είναι ικανή σε καμία περίπτωση να τις επαναφέρει στην αρχική τους κατάσταση ούτε, όμως, και να τις «θωρακίσει» αποτελεσματικά απέναντι στην περαιτέρω οξείδωσή τους.
Η λύση
Η γρήγορη βαφή, η λεγόμενη χημική βαφή, προσφέρει μικρότερη θωράκιση στο όπλο μας από την καθεαυτού βαφή, την «αργή». Ωστόσο προτιμάται στα φτηνά όπλα. Όσον αφορά την αργή βαφή, αυτή τεχνικά συντελείται με την εξωτερική λείανση της κάννης, όπως άλλωστε συμβαίνει και στη χημική βαφή, με την αφαίρεση της προηγούμενης βαφής στο σύνολό της μέσω της λείανσης, την απολίπανση μέσω κάποιου απολιπαντικού υγρού, την επάλειψη με το οξειδωτικό μείγμα της βαφής που περιέχει μία από τις πολλές υπάρχουσες συνταγές, την αναμονή ενός 24ώρου για την επίδραση της οξειδωτικής ουσίας πάνω στην επιφάνεια της κάννης και στη συνέχεια το βράσιμο και την επαναλείανση. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται για τρεις ως δέκα φορές, ανάλογα με τη ζητούμενη ποιότητα που θέλουμε να προσδώσουμε στη βαφή.
Για πολλούς συλλέκτες όπλων αλλά και κυνηγούς κατόχους ακριβών κυνηγετικών όπλων, τίθεται συχνά το ερώτημα κατά πόσον η βαφή της κάννης μειώνει την αρχική της αντοχή και κατά πόσο μειώνει, τη συλλεκτική ή μεταπωλητική αξία του όπλου. Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, η μείωση της κάννης από τη βαφή είναι αμελητέα, αφού η αποδόμηση ατσαλιού κατά τη φάση της λείανσης είναι απειροελάχιστη. Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα είναι γεγονός ότι η βαφή των καννών ενός καλού χειροποίητου δίκαννου μειώνει κάπως την πραγματική του αξία όπως και κάθε επέμβαση οπλουργού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, ότι η βαφή αποτελεί την απλούστερη επέμβαση σε ένα όπλο και δεν μειώνει τις προδιαγραφές και δυνατότητες ούτε στο ελάχιστο. Σ’ αυτή την περίπτωση μπορούμε να πούμε ότι η απώλεια αξίας είναι μεγαλύτερη αν αφήσουμε ένα όπλο με οξειδώσεις που προχωρούν. Τέλος πρέπει να επισημανθεί ότι ο καλός οπλουργός φροντίζει κατά την εξωτερική λείανση της κάννης να μην αφαιρέσει τελείως τη βαφή στο σημείο που βρίσκονται τα γράμματα με τη φίρμα της κατασκευάστριας εταιρείας ή τα όποια άλλα στοιχεία, πράγμα που όντως θα μείωνε την αξία του όπλου. Από την άλλη μεριά, για τους λάτρεις του διεξοδικού ελέγχου των μεταχειρισμένων όπλων, αυτή ακριβώς η επιμελής βαφή, που αφήνει ανέπαφα τα γράμματα πάνω στην κάννη, συχνά «προδίδεται» από τη χρωματική διαφορά που έχουν μετά τη βαφή οι κάννες –όχι πάντα– στο σημείο ανάμεσα και γύρω από τα γράμματα. Η ατελής αφαίρεση της παλιάς βαφής δεν έχει επιτρέψει στη νέα να «πιάσει» τέλεια, με αποτέλεσμα το σημείο αυτό να παρουσιάζει ένα χαρακτηριστικό «γκριζάρισμα».
2. ΤΟ ΧΟΝΙΝΓΚ
Το πρόβλημα
Παρατηρούμε συχνά εκτεταμένες διαβρώσεις στο εσωτερικό των καννών ή και περιορισμένες αλλά μεγάλου βάθους, τους αποκαλούμενους «κρατήρες». Επειδή οι διαβρώσεις αυτές, ιδιαίτερα οι τελευταίες, μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ακεραιότητα του όπλου και σε ακραίες εκδοχές την αρτιμέλειά μας, απευθυνόμαστε συνήθως σε κάποιον οπλουργό προκειμένου να ανατάξει τις διαβρώσεις. Η «επιδιόρθωση» αυτή γίνεται με την τεχνική του χόνινγκ.
Πρόκειται για ένα απλό «ρεκτιφιέ» του εσωτερικού της κάννης αλλά είναι μία από τις σπουδαιότερες εργασίες σε ένα οπλουργείο. Όσο απλή και αν είναι στην περιγραφή της, απαιτεί ακριβή υλικοτεχνική υποδομή και σημαντική δεξιοτεχνία από το χρήστη του μηχανήματος. Το χόνινγκ έχει σαν αποστολή του να καθαρίσει τις διαβρώσεις στο εσωτερικό της κάννης, να λειάνει το εσωτερικό της και να επαναφέρει το εσωτερικό τοίχωμα στην εικόνα που είχε όταν το όπλο ήταν καινούργιο. Δυστυχώς η διαδικασία αυτή δεν είναι άμοιρη επιβαρύνσεων για το όπλο. Είναι αυτονόητο ότι, προκειμένου να επιτευχθεί, πρέπει να συντελεστεί απώλεια, εσκεμμένη αποδόμηση υλικού (ατσαλιού) από την κάννη. Ανάλογα με το βαθμό της αποδόμησης, προσδιορίζεται και ο βαθμός μείωσης της αντοχής της κάννης. Ο δε βαθμός της αποδόμησης υπαγορεύεται από το βάθος και εν μέρει από την έκταση των διαβρώσεων. Πολλοί αποφεύγουν να εμπιστευτούν σε έναν οπλουργό την εσωτερική λείανση της κάννης του όπλου τους, θεωρώντας ότι ο επιμελής καθαρισμός και η λίπανση μετά από κάθε κυνήγι μπορούν να ανακόψουν την αποδόμηση. Όμως οι κρατήρες που δημιουργούνται στο εσωτερικό της κάννης έχουν την τάση να προάγουν τις οξειδώσεις ακόμα και σε φάση που βρίσκονται καλυμμένοι με λιπαντικές ουσίες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η οξείδωση είναι μια ηλεκτρολυτική διαδικασία που συντελείται από τη διαφορά δυναμικού ανάμεσα στον πυθμένα του κρατήρα και στα χείλη, ως εκ τούτου κάθε απώλεια της λείας επιφάνειας στο εσωτερικό της κάννης δρομολογεί οξειδώσεις και εμπεριέχει τον κίνδυνο της περαιτέρω αποδόμησης υλικού. Άλλωστε, είναι και ο λόγος που προτιμάμε να αφαιρέσουμε ελεγχόμενα επιπλέον ουσία από το εσωτερικό της κάννης μέσω του χόνινγκ, προκειμένου να της προσδώσουμε την αρχική λεία επιφάνεια εσωτερικά, για να σταματήσει η όποια οξειδωτική διαδικασία, από το να περιμένουμε να αποδομηθεί ανεξέλεγκτα και κυρίως στα σημεία των πόρων και των κρατήρων το υλικό μέχρις ότου το όπλο γίνει πλέον επικίνδυνο για χρήση. Επιπλέον είναι διαπιστωμένο ότι είναι πιο επικίνδυνα τα όπλα που διαθέτουν περιορισμένες αλλά ιδιαίτερα βαθιές διαβρώσεις, παρά τα όπλα με τις εκτεταμένες αλλά ρηχές (επιφανειακές) διαβρώσεις.
Η λύση
Είναι αυτονόητο ότι οι κάννες που επιδέχονται χόνινγκ, προκειμένου να παραμείνει σε λειτουργική κατάσταση για πολλά χρόνια ακόμη ένα όπλο, είναι εκείνες που έχουν λίγες διαβρώσεις. Αν ένα όπλο έχει ξεπεράσει πια τα όρια ασφαλείας, δεν έχει νόημα να επενδύσει κανείς σε χόνινγκ. Την αξιολόγηση των διαβρώσεων μπορεί να την κάνει μόνο ο έμπειρος οπλουργός.
Ποιες κάννες έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από έλεγχο στον οπλουργό και είναι πιο επικίνδυνες; Είναι γεγονός ότι άλλα ατσάλια έχουν μεγαλύτερη αντίσταση στην οξείδωση και άλλα όχι. Ωστόσο υπάρχει ένας γενικός κανόνας με βάση τον οποίο οι χρωμιωμένες κάννες πρέπει να ελέγχονται αμέσως όταν παρουσιάσουν την παραμικρή οξείδωση. Ο λόγος είναι γιατί οι χρωμιωμένες κάννες, έχοντας την αντιοξειδωτική προστασία που τους παρέχει η εσωτερική επικάλυψη με χρώμιο, οξειδώνονται κυρίως όταν αυτό σπάσει σε κάποιο σημείο του, με αποτέλεσμα το ατσάλι που βρίσκεται κάτω να είναι δύσκολο στη λίπανση και στον καθαρισμό του και να επιδέχεται την οξειδωτική επίδραση των κατάλοιπων της καύσης της πυρίτιδας. Συνήθως –και γι’ αυτό άλλωστε είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες– ανακαλύπτει κανείς αμέσως μετά την αποχρωμίωση των καννών μία ιδιαίτερα εκτεταμένη, επικίνδυνη διάβρωση με τη μορφή ανεστραμμένου κώνου. Αντίθετα, στις αχρωμίωτες κάννες η οξείδωση προχωρεί σταδιακά χωρίς να βρίσκει εύφορο έδαφος για εξάπλωση κάτω από την επιφάνεια. Βέβαια αυτό εξαρτάται από το βαθμό και την ποιότητα λείανσης του κοίλου της κάννης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, στις αχρωμίωτες οι διαβρώσεις είναι εμφανείς, ο καθαρισμός των σημείων της διάβρωσης είναι ευκολότερος, το ίδιο και η λίπανσή τους.
Σε κάθε περίπτωση το χόνινγκ μειώνει την αξία του όπλου, αφού μεταβάλλει τις εσωτερικές διαστάσεις του κοίλου. Ωστόσο, όταν υπάρχουν διαβρώσεις, είναι επιβεβλημένη για την ανακοπή τους, προκειμένου να περισωθεί το όπλο και να μην επεκταθούν.
Η επαναδιαμόρφωση των τσοκ κατά τη διάρκεια του χόνινγκ, είναι διαδικασία που απαιτεί εμπειρία και δεξιοτεχνία από τον οπλουργό. Γι’ αυτό ακριβώς, το χόνινγκ δεν είναι μία επέμβαση που μπορεί κανείς να την εμπιστευτεί εύκολα σε οποιονδήποτε. Τι πρέπει να προσέχει κανείς μετά το χόνινγκ σε ένα όπλο; Είναι γεγονός ότι, όσο καλή κι αν είναι η εσωτερική λείανση που θα δεχθεί μία κάννη στο τελευταίο στάδιο του χόνινγκ, η εσωτερική της επιφάνεια θα παρουσιάζει ιδιαίτερη επιρρέπεια στην κατακράτηση καταλοίπων από την καύση της πυρίτιδας και σε κατάλοιπα πολυαιθυλενίου από τους συγκεντρωτήρες. Έτσι πρέπει τουλάχιστον κατά τα πρώτα κυνήγια μετά το χόνινγκ, να γίνεται επιμελέστατος καθαρισμός και λίπανση της κάννης, ώστε να μη δημιουργηθούν νέες οξειδώσεις. Η ανάγκη αυτή μειώνεται σταδιακά όταν από την αδιάκοπη χρήση του όπλου και τους πολλούς καθαρισμούς του εσωτερικού της κάννης, μειώνονται οι πόροι και η ικανότητά τους να κατακρατούν κατάλοιπα. Άλλωστε κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στα αχρωμίωτα όπλα όταν αγοράζονται καινούργια, τουλάχιστον αν αναφερόμαστε σε όπλα μεσαίας ποιότητας. Όσο για τα χειροποίητα, είναι αυτονόητο ότι έχουν υποστεί τέτοιο βαθμό εσωτερικής λείανσης ώστε οι πόροι και η δυνατότητα κατακράτησης καταλοίπων έχουν ελαχιστοποιηθεί.
3. ΒΟΥΛΙΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΡΙΓΑΣ
Το πρόβλημα
Το ατσάλι από το οποίο κατασκευάζονται οι κάννες ακολούθησε μια μακροχρόνια ιστορία εξέλιξης. Ουσιαστικά το κύριο πρόβλημα που αντιμετώπισαν τον προπερασμένο αιώνα οι κατασκευαστές ήταν ο όσο το δυνατόν μεγαλύτερος βαθμός καθαρότητας, που με τα μέσα της περιόδου εκείνης δεν μπορούσε να επιτευχθεί. Έτσι οι ιδιότητες των παραγόμενων ατσαλιών ήταν και υποβαθμισμένες ποιοτικά και δύσκολα ελέγξιμες – μετατρέψιμες με συγκεκριμένες προσμίξεις. Το πρόβλημα οδήγησε για μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο στη δημιουργία των περίφημων δαμασκηνών καννών που είδαν το φως των οπλοκατασκευών μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Στις μέρες μας το ατσάλι των καννών παρουσιάζει πλέον υψηλή καθαρότητα και οι προσμίξεις που επιδέχεται κατά τη φάση της παραγωγής τού προσδίδουν υψηλή ελαστικότητα, σχετική αντιοξειδωτική προστασία, πάνω από όλα, όμως, αυξημένη αντοχή στις αναπτυσσόμενες από τη βολή πιέσεις, ακόμη και σε πολύ περιορισμένα πάχη τοιχωμάτων.
Η μείωση πάχους των τοιχωμάτων στις κάννες κάνει και συχνότερο το πρόβλημα των τοπικών παραμορφώσεων από ακούσια χτυπήματα σε αιχμηρά αντικείμενα για παράδειγμα. Αν αυτές δημιουργούν ένα ήπιο αισθητικό πρόβλημα που σε όπλα καθημερινής χρήσης ελάχιστα ενδιαφέρει τον κάτοχό τους, σε βλητικό επίπεδο το πρόβλημα είναι τεράστιο. Προκύπτει από την υπέρμετρη αύξηση των πιέσεων στο σημείο της παραμόρφωσης κατά τη βολή.
Η λύση
Μία εξαιρετικά ήπια και καθόλου δαπανηρή επέμβαση ενός οπλουργού είναι ικανή να επαναφέρει την κάννη στην αρχική της κατάσταση. Το μόνο που πρέπει να τονιστεί όσον αφορά αυτήν την επέμβαση είναι ότι πρέπει να γίνει χωρίς χρονοτριβή με το που θα την εντοπίσει ο κάτοχος του όπλου, ειδικά αν η παραμόρφωση είναι βαθιά και εκτεταμένη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αντοχή της κάννης στα πρόσθια τμήματά της είναι πολύ μικρότερη απ’ ό,τι στη θαλάμη και στα τμήματα κοντά σ’ αυτή. Έτσι η επικινδυνότητα από υπέρμετρη αύξηση των πιέσεων στα πρόσθια τμήματα είναι πάντα αυξημένη. Αν, λοιπόν, το βούλιαγμα της κάννης είναι έντονο, πρέπει να αντιμετωπίζεται άμεσα και χωρίς να μεσολαβήσει οποιαδήποτε χρήση του όπλου.
4. ΙΣΙΩΜΑ ΤΗΣ ΚΑΝΝΗΣ
Το πρόβλημα
Τυχαίνει πολλές φορές έμπειροι κυνηγοί να αποκτούν ένα καινούριο όπλο και η ευστοχία τους να μειώνεται δραστικά. Οι πρώτες σκέψεις είναι ότι ευθύνονται τα διαφορετικά μέτρα του κοντακίου του όπλου, που είτε δεν ταιριάζουν στο σωματομετρικό τους τύπο, είτε ο κυνηγός είχε προσαρμοστεί επί πολλά χρόνια σε ένα λάθος τρόπο σκόπευσης. Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, οι αστοχίες με ένα τέτοιο καινούργιο όπλο δεν οφείλονται στα μέτρα του κοντακίου. Μετά από διεξοδική έρευνα ή από μακροσκοπική εξέταση ενός οπλουργού με έμπειρο μάτι, διαπιστώνουμε ότι οφείλονται στη μη απόλυτη ευθύτητα της κάννης.
Το «στράβωμα» των καννών παρουσιάζεται σπάνια τόσο σε παλιά όπλα μετά από κάποιο χτύπημα όσο και σε καινούρια, αποτελώντας δηλαδή πρόβλημα εκ κατασκευής.
Η λύση
Το ίσιωμα μίας κάννης δεν είναι απλή υπόθεση. Χρειάζεται έμπειρο μάτι από τον οπλουργό, πολλή προσπάθεια και ιδιαίτερα ήπιους χειρισμούς προκειμένου να πετύχει την ευθείασή της. Δεν προσφέρουμε τίποτα σε μία κάννη που έχει στραβώσει, με το να την κάνουμε κάπως ευθύτερη. Ο στόχος, που πρέπει να επιτυγχάνεται πάντα, είναι να γίνει απόλυτα ευθεία. Μπορεί μικρές και μόνον αποκλίσεις που δύσκολα γίνονται ορατές με γυμνό μάτι, να αποφέρουν τεράστιες αποκλίσεις στα 20 ή στα 30 μέτρα από το στόμιο της κάννης κατά τη βολή, αχρηστεύοντας πλήρως το όπλο. Η συνηθέστερη μέθοδος εντοπισμού του στραβώματος της κάννης είναι να τοποθετούν οι οπλουργοί την κάννη στον τόρνο και να την περιστρέφουν προκειμένου να γίνει εμφανέστερο το πρόβλημα.
Ένα διαγνωστικό πρόβλημα που προκύπτει συχνά είναι όταν διαπιστωμένα το όπλο δεν ρίχνει ευθεία αλλά πρόκειται για κάννη που φέρει εξωτερικά τσοκ. Εκεί η «διαφορική διάγνωση» πρέπει να γίνει από τον οπλουργό με απόλυτη βεβαιότητα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ευθύνεται η στραβή κάννη ή αν έχει «καθίσει» στραβά η πατούρα πάνω στην οποία βιδώνουν τα τσοκάκια. Ίσως το μόνο θετικό της απαγόρευσης των ραβδωτών όπλων στη χώρα μας είναι το ότι σπάνια δημιουργούνται προβλήματα με στραβές κάννες, πρόβλημα συνηθισμένο σε φτηνής κατασκευής ραβδωτά.
5. ΤΟ ΚΟΛΛΗΜΑ ΤΗΣ ΡΙΓΑΣ
Το πρόβλημα
Ασφαλώς δεν πρόκειται για πρόβλημα που θέτει άμεσα το όπλο εκτός λειτουργίας. Ωστόσο δρομολογεί διαδικασίες ιδιαίτερα επιβαρυντικές για την αποτελεσματικότητά του. Φυσικά όλα εξαρτώνται από το βαθμό αποκόλλησης της ρίγας. Ένα όπλο μπορεί να φέρει μία, δύο ή τρεις ρίγες, ανάλογα με τον τύπο του. Υπάρχουν πλαγιόκαννα δίκαννα με δύο ρίγες μία στο κάτω μέρος ανάμεσα στις κάννες και μία στο επάνω, όπως και πλαγιόκαννα που για λόγους οικονομίας βάρους έχουν εξ αρχής σχεδιαστεί χωρίς κάτω ρίγα. Υπάρχουν αλληλεπίθετα δίκαννα με τρεις ρίγες, όπως και αλληλεπίθετα δίκαννα που δεν έχουν πλαϊνές ρίγες για λόγους εξοικονόμησης βάρους, ενώ φέρουν μόνο μία ρίγα στο πάνω μέρος της άνω κάννης. Τέλος, υπάρχουν αυτογεμή ημιαυτόματα ή επαναληπτικά, καθώς και μονόκαννα με μία ρίγα στο άνω μέρος της κάννης ή δεν φέρουν.
Το ξεκόλλημα της ρίγας δημιουργεί πρόβλημα αναλόγως με τον τύπο της ρίγας (μασίφ, αεριζόμενη, κοίλη, εικονικά μασίφ κ.λπ.). Σε πολλές περιπτώσεις η ξεκολλημένη ρίγα γίνεται αιτία συγκράτησης υγρασίας σε σημεία που δεν είναι δυνατόν να καθαριστούν από τον κυνηγό ούτε να λιπανθούν σωστά. Έτσι, αντιμετωπίζει το όπλο την έναρξη οξειδωτικών διεργασιών που προχωρούν συνήθως με ταχείς ρυθμούς.
Ένα μεγάλο πρόβλημα με τις ξεκολλημένες ρίγες είναι η διάγνωση του προβλήματος. Τις περισσότερες φορές αυτές ξεκολλάνε σε πολύ μικρή έκταση, έτσι ώστε δεν είναι εμφανές το πρόβλημα στον κυνηγό. Μία απλή διαδικασία ελέγχου που μπορεί να γίνει από οποιονδήποτε ιδιώτη, δίνει τη διάγνωση στο πρόβλημα της ξεκολλημένης ρίγας. Κρατώντας εν είδει εκκρεμούς με το δείκτη του δεξιού χεριού το κλειδί της κάννης (αναφερόμαστε εδώ σε δίκαννα πλαγιόκαννα ή αλληλεπίθετα), με τα στόμια προς τα κάτω, ακουμπάμε απαλά, για την ακρίβεια χτυπάμε ήπια, το άνω και πρόσθιο τμήμα των καννών στη γωνία που σχηματίζει η ράχη με το στόμιο, σε μία λεία επιφάνεια, κατά προτίμηση πλακάκι ή μάρμαρο. Σε περίπτωση που η ρίγα είναι σωστά κολλημένη σε όλα της τα σημεία, το όπλο δίνει έναν ήχο που θυμίζει έντονα τη διαπασών. Αντίθετα, σε περίπτωση αποκόλλησης της ρίγας σε κάποιο σημείο ή πλημμελούς κόλλησης από κατασκευής, ο ήχος αυτός είναι αμβλύς και ενοχλητικός.
Η λύση
Όσον αφορά το κόλλημα της ρίγας από τον οπλουργό, πρόκειται για μία από τις δυσκολότερες επεμβάσεις. Η σωστή κόλληση της ρίγας απαιτεί την πλήρη αποκόλλησή της. Στη συνέχεια μία διαδικασία επαναπροσαρμογής της με αυτοσχέδιους σφικτήρες που θα την συγκρατήσουν στη σωστή θέση, καλάι ή σπανιότερα μπρούντζος και ένα φλόγιστρο δίνουν τις περισσότερες φορές τη λύση του προβλήματος. Στη συνέχεια ακολουθεί η επώδυνη διαδικασία της λείανσης στις περίσσιες συγκολλητικής ουσίας εκατέρωθεν της ρίγας και οι κάννες είναι έτοιμες να βαφούν εκ νέου, αφού τις περισσότερες φορές είναι αναπόφευκτη η βαφή τους μετά την επανακόλληση ρίγας. Είναι από τις δουλειές εκείνες που οι περισσότεροι οπλουργοί απεύχονται, αφού και απρόβλεπτη ως προς τα προβλήματα που δημιουργούνται κατά τη διαδικασία της κόλλησης είναι και σπάνια αμείβεται ο πραγματικός κόπος του τεχνίτη.
Ως προς τη δυσκολία κόλλησης μίας ρίγας, πρέπει να αναφερθεί ότι η ευκολότερη περίπτωση είναι όταν πρόκειται για αεριζόμενη. Σαφώς δυσκολότερα είναι τα πράγματα όταν η ρίγα είναι μασίφ, ενώ η κόλληση μετατρέπεται σε πραγματικό άθλο και επίδειξη δεξιοτεχνίας αν είναι φαινομενικά μασίφ, δηλαδή εσωτερικά κούφια, τετράγωνης ή παραλληλόγραμμης διατομής. Εδώ η επιτυχία επανακόλλησης είναι αμφίβολη, ακόμη και στα χέρια ενός έμπειρου οπλουργού.
6. Η ΑΠΟΧΡΩΜΙΩΣΗ ΤΩΝ ΚΑΝΝΩΝ
Το πρόβλημα
Εδώ υπάρχει η φήμη ότι οι αχρωμίωτες κάννες δίνουν πολύ καλύτερα βλητικά αποτελέσματα από τις αντίστοιχες επιχρωμιωμένες. Διεξοδικές μελέτες έχουν αποδείξει ότι η διαφορά στη συμπεριφορά μίας αχρωμίωτης κάννης από μία ακριβώς ίδιας διαμόρφωσης χρωμιωμένης, είναι αμελητέα. Από την άλλη μεριά, οι χρωμιωμένες κάννες προσφέρουν την αντιοξειδωτική προστασία που αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα, ιδιαίτερα για τους αμελείς ως προς τον καθαρισμό του όπλου τους κυνηγούς. Η φήμη των αχρωμίωτων καννών επιτείνεται από τη μεγάλη διάδοση που γνώρισε η χρήση τους σε καλής ποιότητας όπλα.
Είναι, λοιπόν, λάθος να καταφεύγει κάποιος στον οπλουργό προκειμένου να αποχρωμιώσει την κάννη ενός όπλου και για να βελτιώσει τη βλητική της συμπεριφορά; Η άποψή μου είναι πως αποτελεί πράγματι λάθος η αποχρωμίωση χωρίς σαφείς ενδείξεις. Από την άλλη μεριά η εσωτερική λείανση της κάννης μετά την αποχρωμίωση είναι μια διαδικασία επίπονη που απαιτεί υπομονή και επιμονή από τον οπλουργό. Συνεπώς μία κάννη αχρωμίωτη, όχι καλά λειασμένη στο εσωτερικό της, είναι σαφώς μία προσωποποίηση της προδιάθεσης σε οξειδώσεις.
Η λύση
Υπάρχουν περιπτώσεις που η αποχρωμίωση είναι αναγκαία ως πρώτο στάδιο κάποιας άλλης επέμβασης στο όπλο. Για παράδειγμα, όταν υπάρχουν διαβρώσεις σε μία χρωμιωμένη κάννη και πρέπει να καταφύγει ο οπλουργός σε χόνινγκ της κάννης, δεν έχει άλλη επιλογή από το να ξεκινήσει με την αποχρωμίωση. Η διαδικασία είναι ιδιαίτερα απλή, αφού συνίσταται στο «τάπωμα» της κάννης από τη μία πλευρά και στην έγχυση στο εσωτερικό της διαλύματος οξέος το οποίο θα παραμείνει 15 περίπου λεπτά. Στη συνέχεια, η κάννη ξεπλένεται καλά και το έμπειρο μάτι του οπλουργού παρατηρεί αν το χρώμιο έχει φύγει από παντού. Σε περίπτωση που υπάρχουν σημαντικές νησίδες χρωμίου στα τοιχώματα της κάννης, η διαδικασία επαναλαμβάνεται μέχρι την πλήρη αφαίρεση του χρωμίου. Προσοχή, όμως! Μία χρωμιωμένη κάννη μετά την αφαίρεση του χρωμίου δεν διαθέτει σχεδόν ποτέ ικανοποιητικό βαθμό λείανσης. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, ακόμη και αν η αποχρωμίωση γίνεται χωρίς διαβρώσεις, μόνο και μόνο κατόπιν επιμονής και έντονης επιθυμίας του πελάτη, οι κάννες να υποστούν στη συνέχεια ένα εσωτερικό γυάλισμα.
Ως διαδικασία η αποχρωμίωση είναι οικονομική. Ωστόσο, οι παρενέργειές της χρεώνουν συνήθως τον κάτοχο του όπλου με πολύ μεγαλύτερα ποσά. Για παράδειγμα, η λείανση του κοίλου της κάννης στοιχίζει κατά κανόνα περισσότερο από την ίδια την αποχρωμίωση. Επιπλέον τις περισσότερες φορές η αποχρωμίωση προκαλεί λεκέδες στο εξωτερικό της κάννης από υπερχείλιση του χρησιμοποιούμενου οξέος, με αποτέλεσμα αυτές να χρειάζονται και βάψιμο, μια διαδικασία σαφώς δαπανηρότερη.
Ο έντιμος οπλουργός θα αποτρέψει τον κάτοχο ενός όπλου να αποχρωμιώσει τις κάννες αν αυτό δεν είναι αναγκαίο για κάποια εν συνεχεία επέμβαση. Πρόβλημα υπάρχει με τους κατόχους όπλων που συμπαθούν τις χρωμιωμένες κάννες λόγω της αντιοξειδωτικής προστασίας που προσφέρει η επίθεση χρωμίου στο εσωτερικό της. Μέχρι σήμερα δεν έχω συναντήσει στον ελλαδικό χώρο ένα οπλουργείο με υποδομή κατάλληλη για χρωμίωση των καννών. Έτσι, η επιμελής λείανση μετά την αποχρωμίωση και η κατοχή ενός αχρωμίωτου πλέον όπλου αποτελεί μονόδρομο.
Του Χρήστου Χατζιώτη