Η ιστορία του κυνηγίου στη μεταπολεμική Ελλάδα

Του Παναγιώτη Καμπούρογλου

 

Η ιστορία του κυνηγίου στη χώρα μας ουσιαστικά ξεκινά από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Μέχρι τότε και για λόγους που άπτονται της πολιτικής και οικονομικής κατάστασης της Ελλάδας, δεν υπήρξαν συντονισμένες προσπάθειες προς την κατεύθυνση της προστασίας και ορθολογικής διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος. Κι ενώ το κράτος ασχημονούσε σε βάρος της φύσης με μπαζώματα, εκχερσώσεις, αποξηράνσεις και παντός είδους τσιμεντοποιήσεις, οι κυνηγετικές οργανώσεις, μέσα στα ασφυκτιά πλαίσια της εποχής, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να περισώσουν την κατάσταση. Ας δούμε, όμως, πιο αναλυτικά πώς εξελίχθηκε το κυνήγι στην Ελλάδα, τα τελευταία 50 χρόνια.

 

1950-1970: Φρενήρης και άναρχη δόμηση

Οι πρωτοβουλίες της εποχής για την προστασία της φύσης κρατούνται καλά ακόμη από τις κυνηγετικές οργανώσεις οι οποίες τότε διοικούνται από διορισμένα, και όχι εκλεγμένα συμβούλια, στα οποία όμως συμμετέχουν επιφανείς προσωπικότητες και ανώτατοι στρατιωτικοί με μεγάλη επιρροή. Αξίζει να αναφερθούμε στο γεγονός της σύνταξης ίσως του μοναδικού στα χρονικά τόμου υπό τον τίτλο «Θηραματική

πολιτική», πρωτοβουλία που παίρνει σάρκα και οστά από τις κρατικές υπηρεσίες στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 υπήρξε έντονη κινητικότητα τόσο των θηρευτικών οργανώσεων όσο και του κυνηγετικού Τύπου σχετικά με την παραγωγή νόμων που αφορούσαν στην προστασία της φύσης και που πολλές φορές κατέληγαν σε πρωτοποριακές προτάσεις, όπως η παντελής απαγόρευση της εμπορίας των άγριων ειδών, και που τελικά υιοθετούνται, αν και είναι από τις αυστηρότερες διατάξεις στην Ευρώπη για την προστασία της άγριας ζωής. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι την πλήρη απαγόρευση της εμπορίας όλων των άγριων ειδών δεν την τόλμησε ούτε μεταγενέστερα η Οδηγία 79/409/ΕΟΚ για τα άγρια πτηνά.

 

Δασικός Κώδικας

Μέσα στην εποχή της δικτατορίας υιοθετείται ο θεμέλιος λίθος του νομικού πλαισίου που σήμερα ισχύει γύρω από το κυνήγι και ετέθη με το 86 νομοθετικό διάταγμα του 1969, το γνωστό Δασικό Κώδικα, ο οποίος σε ό,τι αφορά το κυνήγι ενσωμάτωσε σχεδόν αυτούσιες τις προτάσεις των πανελλήνιων κυνηγετικών συναντήσεων που είχαν προηγηθεί. Επιπρόσθετα, έχει πολύ μεγάλη σημασία το γεγονός ότι το Ν.Δ. 86/69 έδινε τη δυνατότητα στον Υπ. Γεωργίας, με επιμέρους ετήσιες αποφάσεις του, να επιβάλει επιπρόσθετους περιορισμούς ή άλλες ρυθμίσεις στο κυνήγι, αλλά και σε άλλες δραστηριότητες, κάτι που πολλές φορές στο παρελθόν αποδείχθηκε μια ιδιαίτερα σοφή πρόβλεψη. Έτσι, η διοίκηση απέκτησε μια αξιοθαύμαστη ευελιξία αφού μπορούσε, μέσω των ετήσιων ρυθμιστικών αποφάσεων θήρας, να προσαρμόζεται γρήγορα και εύκολα στις εκάστοτε ανάγκες των θηρεύσιμων ειδών. Σε ό,τι αφορά στην προστασία των οικοτόπων, η σχετική νομοθεσία υπολείπεται σοβαρά αφού δεν καταφέρνει να προστατέψει, ουσιαστικά, σχεδόν τίποτα που να ήθελε να εκμεταλλευθεί ο άνθρωπος, με εξαίρεση τα ξυλοπαραγωγικά δάση που διαχειρίζονται με υποδειγματικό τρόπο και τους Εθνικούς Δρυμούς.

 

Ερήμωση της υπαίθρου

Η μαζική εγκατάλειψη της υπαίθρου, που συμβαίνει αυτή την περίοδο, μείωσε σημαντικά τις πιέσεις για εκμετάλλευση των φυσικών πόρων σε τεράστιες περιοχές της χώρας, που άρχισαν σιγά σιγά να δασώνονται. Η μόνη, όμως, μέριμνα το κράτους περιορίζεται στη θεσμοθέτηση απαγορευμένων για το κυνήγι περιοχών, βάσει του άρθρου του Δασικού Κώδικα σχετικά με τις απαγορευμένες στη θήρα περιοχές, οι οποίες μετά το 1969 ονομάζονται ως καταφύγια θηραμάτων και έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την προστασία των θηραμάτων και την αύξησή τους. Αυτό το άρθρο εφαρμοζόταν μόνο όπου υπήρχε ανάγκη προστασίας, κάτι που σταματούσε το κυνήγι, αλλά σε τίποτα βέβαια δεν μπορούσε να εμποδίσει την ανεξέλεγκτη χρήση του DDT και άλλων ισχυρών χημικών σκευασμάτων στη γεωργία, τα μπαζώματα, τις εκχερσώσεις, την παράνομη δόμηση, τις ανεξέλεγκτες άδειες λειτουργίας λατομείων ή ακόμη και τις αποξηράνσεις υγροτόπων. Είναι χαρακτηριστική η συνέχιση της απώλειας υγροτοπικών εκτάσεων ακόμη και πολύ μετά το 1950. Η λίμνη Κάρλα στην ανατολική Θεσσαλία ήταν από τις μεγαλύτερες λίμνες της Ελλάδας, είχε έκταση περίπου 14.000Ha, φιλοξενούσε έναν από τους μεγαλύτερους πληθυσμούς υδροβίων πτηνών και αποξηράνθηκε τελείως το 1962, κάτι που δημιούργησε μεγάλες περιβαλλοντικές επιπλοκές που επηρεάζουν σημαντικά ακόμη και σήμερα όλη τη Θεσσαλία. Και δεν ήταν μόνον αυτό. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 το Υπουργείο Γεωργίας χρηματοδοτούσε αποστραγγιστικά προγράμματα.

 

1970-1980: Κρατική αμηχανία

Παρ’ όλα αυτά η λιμνοθάλασσα της Αγουλινίτσας και η μικρότερη της Μουριάς και της Κάστας αποξηράνθηκαν αρκετά αργότερα, το 1973 (Χανδρινός Γ. 1991), δύο μόλις χρόνια πριν την είσοδο της Ελλάδας στη Διεθνή Σύμβαση Ραμσάρ. Το 1974 υπογράφεται η εν λόγω Διεθνής Σύμβαση για την προστασία των υγροτόπων και της υδρόβιας πτηνοπανίδας τους, χωρίς αυτό βέβαια σε τίποτα να εμποδίσει τα έργα της αποξήρανσης που συνεχίζουν να προχωρούν σε πολλούς από τους 11 υγροτόπους που η

Ελλάδα ενέταξε κάτω από το προστατευτικό καθεστώς αυτής της Σύμβασης! Το δέλτα του Έβρου είναι ένα τυπικό παράδειγμα όπου τα αποξηραντικά έργα σταμάτησαν το 1979 (Χανδρινός Γ. 1991).

 

Τεκμήριο κυριότητας

Στον τομέα της προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων σημειώνονται σημαντικές εξελίξεις προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ο νόμος 998 του 1979 καθορίζει με βάση ένα ιδιαίτερα αυστηρό για το δάσος σύνταγμα, ένα ακόμη αυστηρότερο προστατευτικό καθεστώς που σήμερα μοιάζει περισσότερο με μια άκομψη και αψυχολόγητη αντίδραση σε ό,τι καταστροφικό είχε συμβεί μέχρι τότε στο

περιβάλλον. Δημιουργείται, έτσι, το ευρύτερα γνωστό ως μαχητό τεκμήριο κυριότητας του δημοσίου επί των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας, κάτι που πολύ απλά σημαίνει ότι όποια έκταση έχει δασική βλάστηση ανήκει κατά τεκμήριο στο δημόσιο εκτός αν υπάρχει δικαστική απόφαση σε αντιδικία με το δημόσιο κ.τ.λ. Το τεκμήριο αυτό επεκτείνεται σε εκατομμύρια στρέμματα βραχωδών, αγροτολιβαδικών εκτάσεων και αγρών, που εγκατέλειψαν για διάφορους λόγους οι ιδιοκτήτες τους και σιγά-σιγά καλύφθηκαν από άγρια ξυλώδη φυτά. Χιλιάδες μετανάστες του εσωτερικού ή του εξωτερικού είδαν έκπληκτοι ότι με αυτό τον τρόπο τα χωράφια τους άρχιζαν να αλλάζουν… ιδιοκτήτη. Το δημόσιο, με αυτή τη μέθοδο, εμφανίζεται πανίσχυρο, έτοιμο να πάρει πίσω όσα σταδιακά είχε με άλλους τρόπους απολέσει.

 

1980-1990: Οικολόγοι εναντίον κυνηγών

Η δεκαετία του ’80 χαρακτηρίζεται από την είσοδο μας στην Ε.Ε. και την υπογραφή κάθε προστατευτικού για το περιβάλλον κειμένου που απλά θα ικανοποιούσε τους εταίρους μας. Σιγά–σιγά αρχίζει η εφαρμογή μιας σειράς Διεθνών Συμβάσεων και Κοινοτικών Οδηγιών, με σημαντικότερη την 79/409/ΕΟΚ για τα άγρια πτηνά, οι οποίες επέβαλαν νέες πρακτικές στο κυνήγι. Ξεκινά ένας ατέλειωτος αγώνας αντιπαραθέσεων, άρθρων και τηλεοπτικών μαραθωνίων με επίκεντρο την κατάργηση της εαρινής θήρας των απριλιάτικων τρυγονιών, αν και το θέμα ήταν ήδη λήξαν από τη στιγμή της υιοθέτησης του κειμένου. Παρ’ όλα αυτά διοργανώνονται διαδηλώσεις κυνηγών έξω από την πλατεία Κλαυθμώνος και μετά πολλών εντάσεων το θέμα λήγει όχι εύκολα, ούτε γρήγορα, μόλις το 1986, πέντε χρόνια αργότερα από την είσοδο μας στην Ε.Ε. Το θέμα αυτό, βέβαια, για πολλούς, παραμένει ακόμη ανοιχτό, αφού τόσο ο τρόπος που επιβλήθηκε η απαγόρευση αυτού του παραδοσιακού τρόπου θήρας σε πολλές περιοχές όσο και η ουσία της απαγόρευσης, παρέμειναν και δυστυχώς εξακολουθούν να παραμένουν, ένα αδιάλυτο μυστήριο (βλ. Το πρόβλημα της ωριμότητας των κοινωνιών, Μέρος Β).

 

Καθοριστικές αποφάσεις

Τα κείμενα που υιοθετήθηκαν σχεδόν εν μία νυκτί εκείνη τη δεκαετία από την Ελλάδα, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη κρίσιμων θεμάτων, όπως η δίωξη των επιβλαβών με δολώματα και η περίοδος θήρας των αποδημητικών πτηνών και επηρέασαν καταλυτικά την πορεία των προβλημάτων της θήρας περισσότερο την επόμενη δεκαετία. Είμαστε ακόμη σε μια εποχή όπου μπροστά στο όνειρο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η Ελλάδα υπέγραφε χωρίς καμία επιφύλαξη κάθε προστατευτικό για το περιβάλλον κείμενο και μάλιστα χωρίς καμία προετοιμασία εφαρμογής του. Ακόμη και αν υπήρχε η θέληση ήταν φανερό ότι πλέον δεν υπήρχε ο χρόνος. Όσον αφορά βέβαια τις δεσμεύσεις που αναλάμβανε η Ελλάδα, κανείς δεν είχε τη διάθεση να εφαρμόσει. Στις λεγόμενες «προστατευόμενες» περιοχές, επικρατούσε μια αλληλλοκάλυψη αρμοδιοτήτων, καθώς το ΥΠΕΧΩΔΕ έμπαινε όλο και περισσότερο ενεργά στα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος που παραδοσιακά ανήκαν στο Υπ. Γεωργίας.

Τομή για τα ελληνικά δεδομένα αποτέλεσε ο Νόμος 1650 για την προστασία του περιβάλλοντος ο οποίος μόλις το 1986 ήρθε να επιβάλει μια ζωνοποίηση των προστατευόμενων περιοχών και των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων. Στις περιοχές αυτές η ζώνη απολύτου προστασίας εξακολουθούσε να χαρακτηρίζεται ως «καταφύγιο θηραμάτων», ενώ μια σειρά πολύπλοκων ρυθμίσεων και δυσνόητων διατάξεων Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων, που αφορούσαν τις υπό προστασία περιοχές, αναζητούσαν… απελπισμένα τρόπο και μηχανισμό εφαρμογής τους. Η αποτελεσματική λειτουργία του νόμου προέβλεπε την ίδρυση ενός ανεξάρτητου φορέα διαχείρισης για κάθε περιοχή, πρόβλεψη η οποία σχεδόν ποτέ δεν γινόταν πραγματικότητα, με αποτέλεσμα από όλη την εφαρμογή αυτού του νόμου να μένει στην πράξη, για μια ακόμη φορά, η απαγόρευση της θήρας. Όσον αφορά, δε, το νομικό καθεστώς αυτών των φορέων διαχείρισης, η σχετική ρύθμιση ψηφίστηκε από τη βουλή το 1999 (!) με το Νόμο 2742, ο οποίος βρήκε πολλές αρνητικές και μάλλον δικαιολογημένες αντιδράσεις.

 

“Πολεμικό” κλίμα

Οι κοινωνικές εντάσεις ξεσπούν έντονα αυτή τη δεκαετία. Οι καρπώσεις ασκούνται ακόμη χωρίς όρια και συχνά πυκνά βλέπουν τα φώτα της δημοσιότητας φωτογραφίες κυνηγών με δεκάδες ή εκατοντάδες θηράματα. Τόσο τέτοιου είδους φαινόμενα, όσο και πλείστες τραγελαφικές απελευθερώσεις θηραμάτων που κατά κόρον γίνονται ως άδειασμα τροφής σε αλεπούδες και άλλα αρπακτικά, στιγματίζονται από τον κυνηγετικό Τύπο. Δημιουργήθηκαν, επομένως, οι συνθήκες ώστε να ξεκινήσει μια έντονη διαμάχη με έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό ατόμων που εξέφραζαν οικολογικές αντιλήψεις και που, αν και είχαν ωριμάσει και επεκταθεί αρκετά στην Ευρώπη, στην Ελλάδα μόλις άρχισαν να γεννιούνται.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, πολλές από τις λεγόμενες οικολογικές οργανώσεις –ένας αρκετά ασαφής όρος, που πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά- άρχισαν να προτείνουν ακραίες για το κυνήγι θέσεις. Το κράτος παραμένει ανέτοιμο να αρθρώσει μια επιστημονικά τεκμηριωμένη απάντηση στα νέα

ερωτήματα που τίθενται από την κοινωνία, αφού τα κενά τεχνογνωσίας και υποδομών είναι πραγματικά τεράστια σε ό,τι αφορά την άγρια ζωή.

 

1990-2000: Επανασυσπείρωση

Η δεκαετία του ’90 σημαδεύτηκε από τις συνεχείς ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, με πρώτη αυτή που εκδόθηκε το 1993, έτος σταθμό για το κυνήγι στην Ελλάδα. Αποτέλεσε το τελευταίο έτος που εφαρμόζονται μέθοδοι δίωξης των λεγόμενων επιβλαβών ειδών με δηλητηριώδη δολώματα, μέθοδοι που αν και απαγορεύονταν από την είσοδό μας στην Ε.Ε. και την υιοθέτηση της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, σχεδόν πεισματικά επέμεναν να εφαρμόζονται περισσότερο από 10 χρόνια μετά.

Τι ακριβώς, όμως, είχε συμβεί με τις αποφάσεις του ΣτΕ;

 

Το μείζον θέμα του Φεβρουαρίου

Όπως συχνά συμβαίνει, οι δικαστικές αρχές είχαν κληθεί να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά. Το ΣτΕ, ήδη με τις πρώτες αποφάσεις τού 1993, έθεσε σε αμφισβήτηση την «a priori» νομιμότητα της θήρας και διατύπωσε μια αυστηρότατη νομολογία, απαιτώντας επιστημονικά στοιχεία και επίκαιρες μελέτες που να τεκμηριώνουν όλες τις ρυθμίσεις θήρας, για όλα τα θηρεύσιμα είδη, ακόμα και για πολλά από δεν έχουν κανένα κυνηγετικό ενδιαφέρον. Στην ουσία την ίδια απαίτηση διατύπωσε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ένα χρόνο μετά, προκειμένου να είναι νόμιμη η θήρα των αποδημητικών ειδών, αφού έθεσε ως προϋπόθεση την ύπαρξη μεθόδου που να εγγυάται την πλήρη προστασία των πτηνών καθ’ όσο διαρκεί η επιστροφή τους στους τόπους φωλεοποίησης. Μια απόφαση που δημιούργησε τεράστια προβλήματα σε όλους τους κυνηγούς της Μεσογείου και άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου για το θέμα της κυνηγετικής περιόδου το Φεβρουάριο στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.

Από το 1993 και μετά, οι προσφυγές των οικολογικών οργανώσεων και οι αντίστοιχες ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ συνεχίσθηκαν με αμείωτη ένταση και συχνότητα. Είναι χαρακτηριστική η κυνηγετική περίοδος 1998-99, μέσα στην οποία εκδόθηκαν δύο ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ (Σεπτέμβριος 98 και Φεβρουάριος 99) και τρεις ρυθμιστικές αποφάσεις του Υπουργού!

 

Πρόγραμμα Άρτεμις

Ο ημερήσιος Τύπος, με αφορμή τις απορριπτικές αποφάσεις του ΣτΕ, συχνά αναφερότανε στην «παραδοσιακή» κόντρα κυνηγών–οικολόγων, χωρίς να προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτό το θέμα. Πολλοί έγκριτοι δημοσιογράφοι ημερήσιων εφημερίδων, άλλωστε, είχαν επικρίνει δημόσια τη στάση του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ, κατηγορώντας το ότι κάνει πολιτική και σχετικές επικρίσεις περιείχε και η πρόσφατη εισηγητική έκθεση για την τροποποίηση του Συντάγματος.

Σε αυτά τα πεδία των μαχών, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των κυνηγών άρχισαν να λαμβάνουν μέρος δυναμικά, εγκαταλείποντας την εσωστρέφεια μετά το 1994, χρονιά ορόσημο που σηματοδοτείται από την εκπόνηση του προγράμματος ΑΡΤΕΜΙΣ και την πρώτη συλλογική προσπάθεια επιστημονικής τεκμηρίωσης της θήρας. Δύο χρόνια μετά, η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος είναι η πρώτη κυνηγετική οργάνωση που προσλαμβάνει επιστημονικό προσωπικό και το παράδειγμά της ακολουθούν και άλλες οργανώσεις με πρώτη την ΣΤ’ Κυνηγετική Ομοσπονδία. Η ανάγκη επιστημονικής τεκμηρίωσης γίνεται όλο και περισσότερο αποδεκτή. Αρχίζουν να οργανώνονται οι πρώτες επιστημονικές βιβλιοθήκες, να χρηματοδοτούνται οι πρώτες μελέτες, να διοργανώνονται τα πρώτα συνέδρια, όπως η Επιστημονική Συνάντηση των Αθηνών τον Ιούλιο του 1998 ή το Διεθνές Συνέδριο Θηραματοβιολόγων στη Θεσσαλονίκη το 1999, όπου παραβρέθηκαν πλήθος επιστημόνων από όλο τον κόσμο. Την ίδια χρονιά επιχειρείται μια πρώτη προσέγγιση με επιστήμονες της Ιταλίας, που χρησιμοποιούν τεχνογνωσία και σταθμούς ικανούς να καταγράφουν τις κινήσεις των πουλιών που μεταναστεύουν τη νύχτα. Ένας τέτοιος σταθμός έρχεται και στην Ελλάδα.

 

Ιδεολογική επαναπροσέγγιση

Τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της επιστημονικής προσέγγισης της θήρας απέδωσαν καρπούς, βελτιώνοντας σαφώς την αντίληψη και την παιδεία σε μια μεγάλη μερίδα του κυνηγετικού κόσμου, που άρχισε να μιλά πλέον για αειφορία στις καρπώσεις, ουσιαστικά και βαθύτατα παραδεχόμενη την ανάγκη να υπάρξουν όρια και μέτρα επιστημονικά για το κυνήγι. Παράλληλα, όλα τα παραπάνω συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας επιχειρηματολογίας κοινωνικά και οικολογικά αποδεκτής. Αυτή η στροφή του μέχρι τότε ιδεολογικού πλαισίου της θήρας ήταν τεράστιας σημασίας και έδωσε μια νέα δυναμική στο κυνήγι, αφού μπορούσαν πλέον σχεδόν όλοι να πειστούν ότι η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και το κυνήγι μπορούσαν να συνυπάρξουν. Ήταν φανερό ότι η επέκταση αυτής της αντίληψης και η πρακτική απόδειξή της θα μπορούσαν να εγγυηθούν την προστασία αυτής της δραστηριότητας, όσο το δυνατόν πιο κοντά στη γνωστή ως παραδοσιακή μορφή της και την έξοδό της από ένα ιδιόρρυθμο τέλμα κοινωνικού αποκλεισμού, που έτεινε να λάβει τη μορφή περιθωριοποίησης. Εξαιτίας, άλλωστε, αυτής της περιθωριοποίησης, την προηγούμενη δεκαετία σημειώνεται μια σταδιακή, αλλά σταθερή μείωση των κυνηγών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Στην Ελλάδα η μείωση ξεπέρασε το 30%, αφού ο αριθμός των κυνηγετικών αδειών μειώθηκε κατά 100.000 περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του 1980!

 

Θηροφυλακή και NATURA

Η δημιουργία της Ομοσπονδιακής Θηροφυλακής, στα τέλη της δεκαετίας, θεωρήθηκε από πολλούς ότι ήταν ίσως ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπισυεί το φαινόμενο της λαθροθηρίας και ταυτόχρονα να βελτιωθεί σημαντικά τόσο η κοινωνική θέση όσο και η επιρροή των κυνηγετικών οργανώσεων.

 Στο θέμα της προστασίας των οικοτόπων, τη δεκαετία αυτή συμβαίνουν μερικές σημαντικές πρωτοβουλίες. Σε επίπεδο Ευρώπης ιδιαίτερα σημαντική ήταν η κοινοτική οδηγία 92/43/ΕΟΚ, ευρύτερα γνωστή ως NATURA 2000, που συνέχιζε την προσπάθεια προστασίας των οικοτόπων που είχε ξεκινήσει η Οδηγία 79/409/ΕΟΚ και ζητούσε από τα Κράτη μέλη να ορίσουν ένα δίκτυο προστατευόμενων περιοχών, που είτε οι ίδιες χρήζουν προστασίας είτε φιλοξενούν είδη απειλούμενα, ζώα ή φυτά. Η Ελλάδα ενέταξε στο δίκτυο πάνω από το 20% της επιφάνειάς της, αν και η παραπάνω οδηγία μόνον σκιαγραφούσε τα μέτρα που έπρεπε να λάβουν τα Κράτη μέλη μέσα σε αυτές. Η Κοινότητα αποφάσισε τη σταδιακή ίδρυση του δικτύου, δίνοντας αυξημένες ελευθερίες και επιλογές στους τρόπους προστασίας που θα επιλέξουν τα Κράτη μέλη, κάτι που είναι ακόμη σε εξέλιξη.

 

Καταφύγια άγριας ζωής

Εκεί, όμως, που σημειώθηκε πραγματική τομή ήταν στην ελληνική νομοθεσία. Μάλλον σε μια προσπάθεια εναρμόνισής της στο θεσμό που περιγράφει ο αγγλοσαξωνικός όρος Wildlife Reserves, δημιουργούνται τα καταφύγια άγριας ζωής, δυστυχώς καταργώντας ταυτόχρονα τα καταφύγια θηραμάτων. Με το Νόμο 2637 του 1998, τα καταφύγια θηραμάτων έπαψαν να υπάρχουν. Τα ήδη υπάρχοντα μετονομάστηκαν σε καταφύγια άγριας ζωής, ενώ η φιλοσοφία ίδρυσής τους άλλαξε ριζικά: σκοπός δεν είναι πλέον η αύξηση των θηραμάτων, αλλά καθαρά και μόνον η προστασία κάποιων βιοτόπων ή ζώων ή ακόμη και φυτών (!). Το κυνήγι απαγορεύεται οριστικά και επ’ αόριστον σε αυτές τις περιοχές, ενώ ένας σύντομος κατάλογος ορισμένων δραστηριοτήτων, που επίσης απαγορεύονται, έρχεται να ολοκληρώσει μια ακόμη κίνηση του Κράτους να απαντήσει στις ανάγκες προστασίας των οικοτόπων φθηνά και σύντομα.

Πέρα από αυτό, όμως, η οριστική κατάργηση των καταφυγίων θηραμάτων σηματοδοτεί, με τον πλέον επίσημο τρόπο, το τέλος μιας εποχής. Μιας καθαρά μεταβατικής εποχής, η οποία στην αρχή της σηματοδοτείται από ένα πνεύμα εξυπηρέτησης της θήρας, ενώ στο τέλος της από το πνεύμα μιας απομονωμένης από τη θήρα και την ύπαιθρο αστικής κοινωνίας και ενός αντίστοιχα απομονωμένου από την φύση και τις λειτουργίες της νομοθέτη, που αναζητεί την προστασία του περιβάλλοντος σε εύκολους τρόπους χωρίς να μαθαίνει από τα λάθη του παρελθόντος, αδιαφορώντας για πολλές ανθρώπινες δραστηριότητες, που τίθενται έτσι στο περιθώριο. Και το χειρότερο, με καταστρεπτικά για τη φύση αποτελέσματα.

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook41
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top