Πολλοί αγάπησαν εκείνη την απαλή, διακριτική λάμψη στα κοντάκια που έχουν περαστεί με λινέλαιο, λίγοι όμως γνώρισαν σε βάθος τον τρόπο εφαρμογής του και τις ευεργετικές του ιδιότητες.
Ίσως, γιατί είναι στη φύση του ανθρώπου να τραβάει την προσοχή του περισσότερο η εξωτερική εμφάνιση και να επηρεάζεται σημαντικά από αυτή στη συνολική του αξιολόγηση.
Πριν μερικά χρόνια εντυπωσιάστηκα όταν άκουσα ένα σοβαρό συλλέκτη όπλων να μου λέει με απάθεια: «Τι τα θες, μεγαλύτερη προστασία προσφέρει το βερνίκι στα ξύλα, αλλά το λινέλαιο είναι πιο διακριτικό». Και ομολογώ βέβαια, ότι «έπεσα από τα σύννεφα». Γιατί βέβαια η στιλπνή βαφή λινελαίου, που εφαρμόζεται στα αγγλικά πρότυπα, είναι η ύψιστη μορφή προστασίας που μπορούμε να προσφέρουμε στο κοντάκι του αγαπημένου μας όπλου. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά.
Οι ιδιότητες της στιλπνής βαφής λινελαίου
Το λινέλαιο έχει την ιδιότητα να απορροφάται από τα ξύλα και να τους παρέχει σημαντική αντιπαρασιτική και αντιυγραντική προστασία. Επιπλέον είναι ένα υλικό ιδιαίτερα φιλικό προς το ξύλο που η οποιαδήποτε περίσσειά του από υπερβολή του κοντακά, αποβάλλεται χωρίς να βλάπτει το ξύλο με μία απλή και μόνη «διαμαρτυρία» του: αρνείται να στεγνώσει.
Σε αντίθεση με το λινέλαιο, τα περισσότερα βερνίκια και κυρίως τα πολυεστερικά (ξέρετε εκείνα που δείχνουν το ξύλο σαν να είναι εγκιβωτισμένο σε γυαλί, να γυαλίζει σαν λουκούμι χωρίς άχνη ζάχαρη), προσφέρουν μία σημαντική προστασία στις κρούσεις, επιφορτίζοντας το κοντάκι με αμέτρητα μειονεκτήματα. Καταρχήν το ξύλο αδυνατεί να αναπνεύσει και «ασφυκτιά» κάτω από την πολυεστερική μάζα. Δεύτερον αδυνατεί να υποστεί την απόλυτα φυσιολογική διαδικασία απορρόφησης και αποβολής υγρασίας από το περιβάλλον.
Τρίτον (και σημαντικότερο), οποιαδήποτε μικροσκοπική θραύση του πολυεστερικού κελύφους του κοντακιού, οδηγεί στον εγκλωβισμό υγρασίας και στη βίαιη απορρόφησή της από το ξύλο, που αδυνατεί να την αποβάλλει, με δραματικές επιπτώσεις στη μακροζωία του. Τέλος, ενώ η αφαίρεση του λινελαίου γίνεται πανεύκολα και κάποιες φορές με μόνη την πάροδο του χρόνου, τα βερνίκια για να αφαιρεθούν απαιτούν την εφαρμογή ισχυρών διαβρωτικών, που αν δεν εφαρμοστούν με απόλυτη επιμέλεια, υπάρχει κίνδυνος να αφήσουν μικροσκοπικές νησίδες υλικού στην επιφάνεια του κοντακιού. Σ’ αυτές τις νησίδες αδυνατεί να πιάσει το λινέλαιο που θα κληθεί να αντικαταστήσει το πολυεστερικό βερνίκι.
Η εφαρμογή της στιλπνής βαφής λινελαίου
Συχνά στεκόμαστε δύσπιστοι απέναντι στον οπλουργό, είτε για το χρόνο που μας λέει ότι απαιτείται για να κάνει λινέλαια στο κοντάκι μας, είτε για το κόστος αυτής της εργασίας. Αν εξαρχής γνωρίζαμε με ακρίβεια τα στάδια μίας τέτοιας δουλειάς, πιστεύω ακράδαντα ότι θα ήμασταν πιο συγκαταβατικοί. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Το κοντάκι καθαρίζεται από σκόνες, λάσπες ή οτιδήποτε ξένο μπορεί να έχει στην επιφάνειά του. Στη συνέχεια εάν έχει κάποιου τύπου επικάλυψη βερνικιού, το περνάμε με διαβρωτικό. Σ’ αυτή τη φάση, είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούμε διαβρωτικά ελληνικής προέλευσης γιατί συχνά αποδεικνύονται πιο ισχυρά. Αφήνουμε το διαβρωτικό να δράσει όσο χρόνο προτείνει ο κατασκευαστής του. Στη συνέχεια ξεπλένουμε καλά το κοντάκι και ελέγχουμε προσεκτικά για τυχόν εναπομένουσες νησίδες βερνικιού στην επιφάνειά του. Σε περίπτωση που υπάρχουν τέτοιες νησίδες, επαναλαμβάνουμε την εφαρμογή του διαβρωτικού.
Όταν πλέον έχουν αφαιρεθεί όλα τα ίχνη της παλιάς επίστρωσης αρχίζουμε να τρίβουμε το κοντάκι με σμυριγδόχαρτα, προχωρώντας από τα πιο μικρά νούμερα στα πιο μεγάλα, δηλαδή από το πιο χοντρόκοκκο στο πιο λεπτόκοκκο. Το νούμερο από το οποίο θα ξεκινήσουμε, μας τα υπαγορεύει το βάθος τυχόν αμυχών και χτυπημάτων στο κοντάκι. Μετά βρέχουμε το κοντάκι με χλιαρό νερό (δεν το εμβαπτίζουμε σε νερό, κάνουμε ένα γρήγορο ξέπλυμα) και το αφήνουμε για λίγη ώρα. Θα παρατηρήσουμε ότι η επιφάνειά του παρουσιάζει ξαφνικά νηματοειδή επάρματα, ίνες δηλαδή ξύλου που ανασηκώθηκαν από την υγρασία. Σκουπίζουμε το κοντάκι και μόλις αυτό στεγνώσει τελείως το ξανατρίβουμε με τα τελευταία (λεπτότερα) γυαλόχαρτα.
Τώρα είναι η σειρά τυχόν πόρων που υπάρχουν στην επιφάνεια του ξύλου. Καλύπτουμε λοιπόν όλη την επιφάνεια του κοντακιού με ένα λεπτό στρώμα εμφρακτικού υλικού (συνήθως σίλερ) και αφού αφήσουμε το ξύλο για λίγη ώρα ξανατρίβουμε προσεκτικά. Γιατί προσεκτικά; Γιατί όπου μείνει έστω και ελάχιστο εμφρακτικό υλικό, δεν θα πιάσει το λινέλαιο και θα έχουμε στο τέλος της όλης διαδικασίας έναν εμφανή μουντό λεκέ. Στόχος μας λοιπόν σ’ αυτό το στάδιο είναι να αφαιρέσουμε όλο το σίλερ από την επιφάνεια του κοντακίου και να παραμείνει μόνο μέσα στους ευμεγέθεις πόρους που θέλαμε να αντιμετωπίσουμε. Ξεσκονίζουμε επιμελώς το κοντάκι, ζεσταίνουμε λινέλαιο και εφαρμόζουμε την πρώτη επάλειψη. Ο καλύτερος τρόπος για να αλείψουμε το λινέλαιο είναι τα χέρια μας. Όποιο μέσο όμως και αν επιλέξουμε χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή όπου υπάρχουν κούρμπες (όπως για παράδειγμα στο λαιμό των πιστολέ κοντακιών), που έχουν την τάση να κατακρατούν περίσσειες λινελαίου, ακυρώνοντας το στόχο μας για ισόποση και ομοιόμορφη επάλειψη.
Αφήνουμε το κοντάκι να στεγνώσει και επαναλαμβάνουμε αμέτρητες φορές την ίδια διαδικασία. Όσο το ξύλο ποτίζει με λινέλαιο, τόσο περισσότερο χρόνο απαιτεί για να στεγνώσει. Όταν κάποια στιγμή διαπιστώσουμε ότι φτάσαμε σε ένα σημείο που το κοντάκι δεν τραβάει άλλο λινέλαιο, είναι η στιγμή για μία τελικά επάλειψη με λινέλαιο ανακατεμένο με στεγνωτικό. Λίγες μέρες μετά την τελικά επάλειψη τρίβουμε το στεγνό πλέον κοντάκι με ένα μάλλινο ύφασμα και έχουμε την απόλυτη ανταμοιβή των κόπων μας: μία απαστράπτουσα, αλλά παράλληλα διακριτική και ήπια εικόνα του κοντακίου μας, με τονισμένα σωστά τα τυχόν όμορφα νερά της καρυδιάς του.
Τα δύσκολα
Αν μέχρι εδώ, ολοκληρώσαμε τη χρονοβόρα διαδικασία της εφαρμογής του λινελαίου, δεν αγγίξαμε ακόμη το δυσκολότερό της στάδιο. Το τρίψιμο του κοντακίου έχει φθείρει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τις ψάθες, που πρέπει να ξανατονιστούν. Εννοείται, ότι η δουλειά αυτή μπορεί να γίνει σωστά μόνο από ειδικό και με τα κατάλληλα εργαλεία. Παραμένει όμως το δίλημμα αν οι ψάθες πρέπει να τονίζονται πριν την εφαρμογή του λινελαίου ή μετά. Πριν την εφαρμογή λινελαίου, έχουμε το πλεονέκτημα ότι μπορούμε εύκολα να διορθώσουμε κάποια «στραβομολυβιά». Παράλληλα όμως, έχουμε το μεγάλο μειονέκτημα ότι οι ψάθες θα στομώσουν από το λινέλαιο που θα δεχθούν στη συνέχεια. Οι περισσότεροι λοιπόν, εντοπίζουν τη χρυσή τομή στο να κόβονται οι ψάθες πριν το λινέλαιο και να αποφεύγουν στη συνέχεια να εφαρμόσουν πολλές επαλείψεις λινελαίου σ’ αυτές. Παρόλ’ αυτά, κάποιοι μεγάλοι οπλοκατασκευαστές επιμένουν να «κόβουν» τις ψάθες στο τέλος, μετά την εφαρμογή λινελαίου. Τότε δηλαδή που είναι το ιδανικό, αλλά και που δεν συγχωρεί λάθη.