Γράφουν οι Δρ. Νικόλαος Ευσταθιάδης (Δασολόγος –Περιβαλλοντολόγος) και Δρ. Παντελής Βογιατζής (Μηχανικός – Νομικός Περιβάλλοντος)
Η εξασφάλιση υγιών πληθυσμών της πτηνοπανίδας αποτελεί βασική μέριμνα κατά το πνεύμα της Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 79/409. Η πληθυσμιακή κατάσταση των πτηνών αποτελεί ασφαλή δείκτη των επιδράσεων που υφίσταvται τα είδη ιδιαίτερα των ανθρωπογενών. Η μοναδική εκτίμηση της πληθυσμιακής κατάστασης και μόνο για ορισμένα είδη υδροβίων, είναι οι Μέσο-Χειμωνιάτικες Καταμετρήσεις Υδροβίων (Midwinter Waterfowl Counts) οι οποίες δεν φαίνovται να είναι, αναφορικά με το μέγεθος και την ποιότητα τους, επαρκείς για την επίλυση των προβλημάτων που σχετίζovται με τους παράγoντες που επιδρούν στους πληθυσμούς. Αποτελούν όμως το μοναδικό αξιόλογο στοιχείο της πληθυσμιακής κατάστασης των υδροβίων και η σύγκριση των μέσων όρων για συγκεκριμένο αριθμό ετών, είναι δυνατόν να δώσει ορισμένα συμπεράσματα για τις πληθυσμιακές τάσεις τους.
Μια προσέγγιση του προβλήματος βασίστηκε στη σύγκριση των καταμετρήσεων της δεκαετίας 1990 – 1999 και της γραφικής απεικόνισής τους στο παραπάνω διάγραμμα. Τα αποτελέσματα εμφανίζουν αξιόλογες παράλληλες αυξήσεις τόσο του συνόλου, όσο και των θηρεύσιμων πτηνών, δείχνοντας ότι η θήρα πιθανόν δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις στα θηρεύσιμα πτηνά, αλλά και ίσως δεν αποτελεί όχληση για τα μη θηρεύσιμα.
Κατά παλαιότερες εκτιμήσεις (Παπαευαγγέλου – Χανδρινός 1993), τα λοιπά είδη, εκτός των υδροβίων μπορούν να καταταγούν σε δύο κατηγορίες αναφορικά με την πληθυσμιακή τους κατάσταση, υπεράφθονα και συνηθισμένα, όμως “Κανένα δεν εμφανίζει τάσεις συνολικής πληθυσμιακής μείωσης που να απαιτεί τη λήψη συγκεκριμένων διαχειριστικών μέτρων”
Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας, αποσκοπώvτας στην παρακολούθηση των θηραματικών πληθυσμών και την εκτίμηση της κυνηγετικής κάρπωσης, εκπονεί από μακρού το πρόγραμμα «Άρτεμις». Πρόκειται για μία διαρκή συλλογή στοιχείων μέσω ειδικά σχεδιασμένου «Ατομικού ημερολογίου – Ερωτηματολογίου κυνηγού», όπου καταγράφεται τόσο η κυνηγετική ευκαιρία όσο και η κυνηγετική κάρπωση. Η αξιοποίηση των αποτελεσμάτων του προγράμματος αναμένεται να συντελέσει στην αειφορική διαχείριση του θηραματικού πλούτου. Παρά το γεγονός ότι πραγματοποιούνται τρεις ετήσιες παρατηρήσεις και μόνο στη φάση της προκαταρκτικής τους ανάλυσης η μελέτη των σχετικών στοιχείων εμφανίζει:
- Αύξηση του αριθμού των πτηνών κατά τις τελευταίες εβδομάδες του κυνηγίου .
- Χρονική διαφορά στις πληθυσμιακές αυξήσεις με καθυστέρηση των εδαφοβίων.
- Μικρές κυνηγετικές καρπώσεις σε σύγκριση με τις ευκαιρίες.
Από τις παρατηρήσεις αυτές προκύπτει το συμπέρασμα ότι ίσως η μετανάστευση των εδαφοβίων πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά αργότερα από τα υδρόβια και ότι οι σταθερά μικρές καρπώσεις αποτελούν πιθανή ένδειξη της βιωσιμότητας της κυνηγετικής οικονομίας.
Αναφορικά με την οικολογική επίδραση του κυνηγίου σημειώνουμε ότι οι πληθυσμοί των ζωικών ειδών παρουσιάζουν δυναμικές αλλαγές κατά τη διάρκεια μίας χρονικής περιόδου. Οι πληθυσμοί αυξάνουν μετά την αναπαραγωγική περίοδο και κατόπιν μειώνονται λόγω ανεπάρκειας διατροφικών πόρων, ασθενειών και αρπακτικότητας.
Η αρχή της επόμενης αναπαραγωγικής περιόδου βρίσκει μόνο το υγιές αναπαραγωγικό κεφάλαιο. “Τα άτομα που μειώνονται λόγω έλλειψης πόρων, στα θηραματικά είδη, μπορούν να καρπωθούν από τον άνθρωπο με το κυνήγι, χωρίς η ενέργεια αυτή να έχει καμιά αρνητική επίδραση στον θηραματικό πληθυσμό, καθόσον με το κυνήγι ο άνθρωπος αντικαθιστά τη φυσική θνησιμότητα, δηλαδή ασκεί αντισταθμιστική παρά προσθετική επίδραση στη θνησιμότητα των θηραμάτων” (Παπαγεωργίου 1993). Η παραπάτνω εικόνα αποδίδει παραστατικά την κατάσταση αυτή.
Ειδικές συγκριτικές επιστημονικές έρευνες (Dasmann 1964) απέδειξαν την ορθότητα της ανωτέρω πρότασης φθάνοντας μάlστα σε αποτελέσματα που εμφανίζουν το κυνήγι ως βασικό εργαλείο ορθολογικής διαχείρισης καθόσον οι θηρευόμενες περιοχές παρουσίαζαν τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική αύξηση του ζωικού κεφαλαίου.
Υπάρχουν όμως και διαφορετικές απόψεις στο θέμα, κατά τον Wagner (1969) παρά το γεγονός ότι «το πρόβλημα απαιτεί κριτική θεώρηση» και επίλυση επειδή «στο στάδιο αυτό οι ενδείξεις είναι αντιφατικές», καθόσον διάφορες μελέτες δείχνουν «πλήρη αναπλήρωση των απωλειών λόγω κυνηγίου, χωρίς επίδραση στην πληθυσμιακή πυκνότητα» ενώ άλλες, ιδιαίτερα στα υδρόβια, εμφανίζουν «τα επίπεδα των πληθυσμών ως ευθέως εξαρτώμενα από την κυνηγετική κάρπωση» γεγονός που οδηγεί στην «υπόνοια ότι το κυνήγι είναι σημαντικός συντελεστής της μείωσης του πληθυσμού της υδρόβιας πτηνοπανίδας».
Οι διαπιστώσεις αυτές και άλλες ερευνητικές εργασίες δικαιολογούν την πρόταση του Παπακωνσταντίνου (1999) ότι «οι επιπτώσεις από την κυνηγετική θνησιμότητα πρέπει να αποτελούν σοβαρότατο αντικείμενο περίσκεψης» και ότι «πάντα το κυνήγι θα πρέπει να θεωρείται ως μία μέθοδος κάρπωσης απειλητική για την πτηνοπανίδα» και να είναι «υπό διαρκή έλεγχο και παρακολούθηση». Όμως οι μεσοχειμωνιάτικές καταμετρήσεις ως εκτελούμενες ανελλιπώς κάθε χρόνο αποτελούν ένα αξιόπιστο μέτρο του διαρκούς ελέγχου και της παρακολούθησης των θηραματικών πληθυσμών. Η αυξημένη θηροφυλακή, και μάλιστα με δαπάνες των ίδιων των κυνηγών αποτελεί ένα δεύτερο αξιόπιστο μέτρο.
Εξ’ άλλου πρέπει και εδώ να επισημανθεί ότι η επίδραση και άλλων ανθρώπινων ενεργειών που συντελούν στην καταστροφή των βιοτόπων έχοντας πραγματικά δυσμενή αποτελέσματα στην υγεία, τον πληθυσμό και τη σύνθεση των βιοκοινωνιών. Τα πουλιά είναι πολύ ευαίσθητα στα εντομοκτόνα (Σαμουέλ 1973) και στις λοιπές χημικές ουσίες των εντατικών καλλιεργειών. Η αποδάσωση, η απερήμωση, η οικιστική ανάπτυξη και η μόλυνση του περιβάλλοντος ως συνέπειες του σύγχρονου πολιτισμού, μειώνουν το ζωτικό χώρο ή συντελούν στην ποιοτική υποβάθμιση του. Αποτελεί βασικό κανόνα ότι μόνο η βελτίωση των βιοτόπων μπορεί να προκαλέσει αύξηση του πληθυσμού των ειδών και όχι επιστημονικά αστήρικτα και οικολκά επικίνδυνα μέτρα όπως η πλήρης απαγόρευση του κυνηγίου ή η «καταπολέμηση» των αρπακτικών.
Η πραγματική ανάπτυξη, που σήμερα oμoλoγείται ότι πρέπει να είναι αειφορική, απαιτεί ένταση των προσπαθειών συντήρησης των οικοσυστημάτων (Attfield 1994) και αυτό θα επιτευχθεί μόνο με τη βεlτίωση των ενδιαιτημάτων της άγριας Ζωής. Σοβαρότατη ώθηση στην προσπάθεια αυτή θα είναι και η επικράτηση της πολιτικής για τη διάσωση ή ακόμη και την ανάκτηση των υγροβιότοπων της χώρας, κατά το παράδειγμα της Κάρλας, και η συνειδητοποίηση του γεγoνότος ότι η καταστροφή του 63% των σηµαντικών αυτών οικοσυστηµάτων στην περίοδο 1920-1991 (Barbier et al. 1997), στέρησε την Ελλάδα από µια βασική αποθήκη βιοποικιλότητας και αξιόλογη πλουτοπαραγωγική πηγή.
Δεν υπάρχουν µελέτες που να τεκµηριώνουν ότι η κυνηγετική δραστηριότητα στην Ελλάδα έχει δυσµενείς επιπτώσεις στην πληθυσµιακή ισορροπία της θηραµατοπανίδας. Αντίθετα, τουλάχιστον στα καταµετρούµενα υδρόβια είδη είδη, υπάρχουν κατά γενικό κανόνα αυξήσεις των πληθυσµών και µάλιστα αξιόλογες, στοιχείο που οδηγεί στη µη αµφισβήτηση της λογικής σκέψης ότι η άσκηση της θήρας δεν είναι καταστροφική για την πτηνοπανίδα, αλλά µάλλον συμβάλλει στην αειφορική διαχείριση της.
Δεν υφίσταται επίσης σαφής επιστηµονική θεµελίωση του Φεβρουαρίου ως µήνα µετανάστευσης των αποδηµητικών για τη χώρα µας. Αντίθετα για την περίοδο 1990 – 1999 όταν η κυνηγετική περίοδο έληγε σταθερά στις 28 Φεβρουαρίου οι καταμετρήσεις των υδρόβιων πτηνών έδειξαν συνεχείς αυξήσεις των πληθυσμών και επομένως η λήξη του κυνηγίου κατά την ημερομηνία αυτή δεν είναι επιζήμια για την πτηνοπανίδα.
Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι παρατηρήθηκε αύξηση του αριθμού των υδρόβιων πτηνών (Μεσοχειμωνιάτικες καταμετρήσεις περιόδου 1990-1999) ενώ οι πληθυσμιακές εκτιμήσεις των λοιπών ειδών δεν παρουσιάζουν κάποιο ιδιαίτερα σύμπτωμα ανησυχίας. Αντίθετα εμφανίζονται υγιείς πληθυσμοί ως χαρακτηριστικοί δείκτες επιτυχούς αειφορικής διαχείρισης παρά το γεγονός ότι η περίοδος θήρας έληγε για όλα τα είδη στα τέλη Φεβρουαρίου.
Ανασκευασμένο απόσπασμα της δημοσίευσης των ίδιων συγγραφέων «Η φαινολογία της μετανάστευσης. Μία πρώτη προσέγγιση του χρόνου αποδημίας των πτηνών με την ημερομηνία λήξης του κυνηγίου, Δασική Έρευνα, Τόμος 17, 2004