Καθώς ο νους μου χάνεται στο απέραντο, αρχίζω να συλλογίζομαι όμορφες κυνηγετικές στιγμές, μοναδικές συναντήσεις με τη βασίλισσα του δάσους. Ξαφνικά ένας κεραυνός σταματά τους συλλογισμούς μου και με φέρνει πάλι πίσω. Γιατί; Γιατί; Γιατί να συμβεί αυτό σε μας; Κι έτσι χάθηκα πάλι, στέκοντας σαν άγαλμα στο τζάμι του γραφείου μου…
Στο πευκοδάσος του Ηραίου
“Κώστα, πού θα κυνηγήσουμε σήμερα;”, με ρωτά ο συγκυνηγός μου, Θοδωρής. Στο μυαλό μου αρχίζουν να γυρίζουν τα προγνωστικά για το πού θα πάμε, μα ίσως η διαίσθηση, ίσως η διορατικότητά μου, με στέλνει σε ένα γνωστό και αγαπημένο μου πευκοδάσος, στο Ηραίον. Το δάσος του Ηραίου βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού και ακριβώς απέναντι από ένα μεγάλο βουνό της Τουρκίας που οι παλιοί το ονομάζουν “καμήλα”.
Σύμφωνα με τους παππούδες κυνηγούς, όταν στην “καμήλα” πέσουν τα πρώτα χιόνια τότε έρχονται πολλές μπεκάτσες σε εμάς. Παίρνοντας τα αναγκαία, φεύγουμε για να πάμε στους απαραίτητους κι αγαπητούς συντρόφους μας.
Φτάνοντας στο κουμάσι τους, ακούμε τα γνωστά γρυλίσματα των φίλων μου που ανυπομονούν κι αυτοί να μας συντροφεύσουν στο κυνήγι μας. Βρίσκομαι σε δίλημμα για το ποιο σκυλί θα πάρω και τελικά αποφασίζω να πάρω τον πιο έμπιστο κι αχώριστο συνεργάτη μου, τον Jack, ένα Κούρτσχααρ πέντε ετών. Ξεκινάμε και σε λίγα λεπτά βρισκόμαστε στο πανέμορφο κυνηγοτόπι μας.
Με ανεβασμένο ηθικό
Ο χθεσινός καιρός ήταν ιδανικός για μπάσιμο κι έτσι ελπίζουμε σε ένα καλό αποτέλεσμα. Παίρνουμε γρήγορα-γρήγορα τα δίκαννά μας και μπαίνουμε στο δάσος. Καθώς δεν είχαμε ακόμα ζεσταθεί, ο γνωστός ήχος του κουδουνιού σταματά και η αδρεναλίνη ανεβαίνει στα ύψη. “Φέρμα”, φωνάζω και τρέχουμε να βρούμε το σκύλο μας που ήταν φερμαρισμένος ανάμεσα σε κάτι μικρά πεύκα. Παίρνουμε τις κατάλληλες θέσεις. Ο Jack σπάει και ξαφνικά πετάγεται μια όμορφη μπεκάτσα που πέφτει λίγο πιο κάτω από το φυσίγγι μου. Η διαδικασία ήταν πλέον απλή, οπότε και συνεχίζουμε με ανεβασμένο ηθικό.
Διπλή χαρά
“Θοδωρή, φωνάζω, πάμε εδώ δεξιά γιατί εκεί τις κρατάει”. Ο έμπειρος, όμως, Jack σκέφτεται το ίδιο με μένα και μπαίνει μέσα, σβήνοντας σε μια πολύ εκφραστική φέρμα. Πιάνουμε μέρος. Χτυπάω με το πόδι μου τα κλαριά, τίποτα όμως. Η μπεκάτσα βρίσκεται καρφωμένη μπροστά στο σκύλο. Φοβισμένη, σηκώνεται αριστερά μου, την τουφεκάω και πέφτει λίγο παρακάτω.
“Την πήρες;”, ακούω να με ρωτά ο συγκυνηγός μου.
“Ναι, ναι, εδώ έπεσε”, του απαντάω και καθώς ο σκύλος πηγαίνει προς το μέρος που έπεσε η μπεκάτσα, σηκώνεται πιθανόν ξανά το ίδιο πουλί. Χωρίς να χάνω χρόνο, του ξαναρίχνω και πέφτει.
“Τι έγινε;”, με ρωτάει ο Θοδωρής που βρίσκεται λίγο πιο πίσω.
“Πρέπει να μη την χτύπησα καλά πριν, και ξανασηκώθηκε”, του απάντησα. Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη συνομιλία μου και ο Jack μου, αφού έχει σπορτάρει την μπεκάτσα, έκπληκτος τον βλέπω να μου φέρνει και δεύτερη. Η χαρά μου ήταν διπλή. Τα πουλιά ήταν ζευγάρι και μπήκαν και τα δύο στην τσάντα.
Υπέροχη δουλειά
Συνεχίζουμε πανευτυχείς από την προηγούμενη φάση και περνάμε απέναντι σε ένα πυκνό αλλά προσοδοφόρο μέρος. Ο Jack εργάζεται με πάθος μπροστά μας και ξαφνικά σβήνει σε μια απότομη φέρμα. Παίρνουμε θέσεις. Ο σκύλος φερμάρει προς το μέρος του Θοδωρή, εγώ τον έχω δεξιά μου. Σιγά-σιγά, ο σκύλος γυρίζει το κεφάλι του δείχνοντας προς τα μένα. Και ποπ, ποπ, ποπ, σηκώνεται μια μάλλον πληγωμένη μπεκάτσα που όμως τη σταματάει πριν κρυφτεί πίσω από κάτι πυκνά πεύκα.
“Μπράβο, μπράβο”, ακούω από τον συγκυνηγό μου, βάζουμε την μπεκάτσα στην τσάντα και συνεχίζουμε. Λίγο παρακάτω, ο ήχος του μπρούτζινου γαλλικού κουδουνιού χάνεται ξανά. Τρέχουμε και βρίσκουμε τον Jack σε μια μαρμάρινη στάση, όλο ένταση. Ο Θοδωρής παρασυρμένος από την ομορφιά της περίστασης, κατεβάζει το όπλο του, αρχίζοντας να χαϊδεύει το σκυλί για την υπέροχη δουλειά του. Εγώ τρέχω και πιάνω μέρος μπροστά από το σκυλί. Ξάφνου, η μπεκάτσα ακροβατεί πάνω από το κεφάλι μου, πράγμα που με κάνει να τη βάλω εύκολα στην τσάντα μου.
“Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται”
Η ώρα έχει περάσει και παίρνουμε τον δρόμο του γυρισμού. Λίγο πριν φτάσουμε στο αυτοκίνητο, ο Jack πιάνει μια μυρωδιά μπεκάτσας και φερμάρει. Ξέρω από πριν πως στο μέρος αυτό κατοικεί μια πονηρή μπεκάτσα. Έτσι έχοντας αποκτήσει εμπειρία γι’ αυτό το καινούργιο πουλί, κάνω ένα ημικύκλιο περίπου 40 μέτρα και βρίσκομαι μπροστά από τον σκύλο μου. Ο Θοδωρής αρχίζει να ποντάρει, το σκυλί φέρμα, πόντα, φέρμα, πόντα, περπατάει, σκέφτομαι.
“Είναι πονηρή, πρόσεχε”, φωνάζω στον Θοδωρή. Ακολουθεί φασαρία και βλέπω μπροστά μου την πανούργα φίλη μου, μπερδεμένη σε κάτι βάτα, προσπαθώντας να πετάξει.
“Την πήρες;”, ακούω.
“Ναι, ναι”, απαντάω χαμογελαστός για το φιάσκο που έπαθε η μπεκάτσα, “το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται”, όπως έλεγαν και οι παλιοί. Το αμάξι βρίσκεται λίγο παρακάτω και πηγαίνουμε προς τα ‘κει…
από τη Σάμο