Ένα κυνήγι-μάθημα στο Κεφαλοχώρι Σερρών

Ο μαθητής αγνόησε τη συμβουλή του «γερόλυκου» αρχηγού της παρέας και ο κάπρος που είχε ξεκοιλιάσει πολλά γουρουνόσκυλα ξέφυγε λαβωμένος, για να βρεθεί ύστερα από λίγες μέρες από άλλους κυνηγούς.

Η κυνηγοπαρέα του κυρ-Γιάννη, γύρω στα δέκα άτομα, ένα Σάββατο του Νοέμβρη, βρισκόταν και πάλι επί ποδός. Θα πήγαιναν στο Κεφαλοχώρι, στις Σέρρες. ΄Ολοι τους ήταν σε αναμμένα κάρβουνα. Δεν μπορούσαν να το χωνέψουν εύκολα ότι ένας «μονιάς», τους έπαιζε όπως το ποντίκι με τη γάτα. Το καπρί, ήταν κάτι ξεχωριστό γι΄αυτούς. Πέρα από το γεγονός ότι ήταν ένα ζώο, πραγματικός μάστορας, αφού ξεγλιστρούσε σαν φάντασμα από τα καρτέρια, υπήρχε κι ένας ακόμη λόγος. Τους είχε ξεκοιλιάσει επτά σκυλιά. Τα καλύτερά τους. Και, αν και κανείς τους δεν το είχε πει ανοιχτά, όλοι τους, σαν να είχαν δώσει σιωπηλά όρκο, ήθελαν όσο τίποτε να τελειώνουν μια και καλή με αυτόν τον τετράποδο δαίμονα του δάσους, που τους είχε πάρει τον αέρα, με την αίσθηση του πολύπειρου και πολυμήχανου που του έδινε τη σιγουριά του νικητή.

Η ομάδα ήδη είχε ήδη βρεθεί στον κυνηγότοπο. Ο κυρ-Γιάννης μαζί με τον φίλο μας τον Οδυσσέα, που συγχωρέθηκε νεότατος πέρσι αφήνοντας πίσω του έναν λεβέντη και τη σύντροφό του. Στην παρέα υπήρχαν και μερικοί άλλοι φίλοι τους που είχαν ξεκινήσει νωρίς από τη Θεσσαλονίκη. Τα υπόλοιπα μέλη είχαν πάει στο προκαθορισμένο ραντεβού από κοντινές περιοχές. ΄Ηταν ντόπιοι κυνηγοί. Εκείνοι είχαν ειδοποιήσει τον 70χρονο αρχηγό της παρέας, για τον τετραπέρατο «μονιά», που είχε ξαναεμφανιστεί.

«Την πληροφορία μας την είχε δώσει, ένας κτηνοτρόφος», θυμόταν ο Οδυσσέας, που αφηγήθηκε τότε την ιστορία στο «Κ&Φ», ο οποίος ήταν μοιραίο να έχει έναν αρνητικό πρωταγωνιστικό ρόλο σε κείνη τη μοναδική κυνηγετική εξόρμηση. «Αυτό το γουρούνι με σημάδεψε» είχε πει. «Η περιπέτεια μαζί του, στάθηκε για μένα κι ένα ξεχωριστό μάθημα», είπε και εξήγησε το γιατί: «Για να καταλάβετε τι σήμαινε αυτό το καπρί για μας, πρέπει να σας πω μερικές λεπτομέρειες. ΄Ηταν ένα γουρούνι, που βρισκόταν στην περιοχή αυτή σχεδόν κάθε επτά με δέκα μέρες. ΄Εμενε μια νύχτα και έφευγε, για να ξανάρθει μετά από το χρονικό διάστημα που προανέφερα».

 

Γίγας με μικρά πέλματα

Η παρέα του κυρ-Γιάννη είχε αφιερώσει πολλές εξόδους γι’ αυτόν το δύσκολο και ιδιότροπο αγριόχοιρο. «Τον είχαμε ψάξει πολλές φορές», εξήγησε  ο Οδυσσέας, ένας από τους αγαπημένους μαθητές του, που και ο… δάσκαλος του είχε καταλάβει ότι κυριολεκτικά ρουφούσε ο,τιδήποτε έλεγε ο γερογουρουνοκυνηγός, γι’ αυτό το δύσκολο θήραμα. Πραγματικά ο νεαρός τότε ήταν σκέτο σφουγγάρι, αφού μέσα σε λίγο διάστημα αφότου μπήκε στην ομάδα, ήταν ένας από τους καλύτερους ιχνηλάτες, αλλά και από εκείνους που ο αρχηγός εμπιστευόταν απόλυτα στα πιο δύσκολα καρτέρια.

Όπως μας αφηγήθηκε ο Οδυσσέας, «Το γουρούνι όσοι το είχαν δει επέμεναν ότι ήταν πολύ μεγαλόσωμο. Ωστόσο, εμείς, από τα ίχνη του, το υπολογίζαμε γύρω στα 80 κιλά, καθαρό. Τέλος πάντων, ήρθε η μέρα που θα λύναμε τις απορίες μας. Κλείσαμε την περιοχή και μπήκαν στην παγάνα, ο Ηρακλής, ο Λάμπος, ο Σταύρος και ο Παύλος. Ο καιρός ήταν σφιχτός. Το κρύο τσουχτερό και είχε αρχίσει να πέφτει ένα ψιλό χιονόνερο. Τα σκυλιά, που είχαμε μαζί  μας, όσα είχαν απομείνει από τις μάχες μ’ αυτό το αγριογούρουνο, δεν ήταν και πολύ σπουδαία. ΄Ετσι, μοιραία το βάρος έπεσε στους παγανιέρηδες. Κάποια στιγμή, τα παιδιά το ξέκοψαν. Το είχαν εντοπίσει σε μια πυκνούρα από γαύρο, πουρνάρια, ένα πολύ σφιχτό μέρος, που «φώλιαζε» ανάμεσα σε ένα αραίωμα πεύκων».

 

Τα σκυλιά έκαναν πίσω

Η αδρεναλίνη είχε ανέβει στα ύψη. Τα καρτέρια  ήταν στο πόστο τους. Το πιο συναρπαστικό μέρος του κυνηγιού άρχιζε. «Οι παγανιέρηδες έλυσαν τα σκυλιά», μας ταξίδεψε νοερά στον κόσμο της δράσης ο Οδυσσέας. «Όμως, αυτά πήγαιναν προς το πυκνό, γάβγιζαν, αλλά γύριζαν πίσω. Το γουρούνι, ταμπουρωμένο και σίγουρο για τη δύναμή του, αφού είχε αντιμετωπίσει και πιο σκληρά γουρουνόσκυλα, δεν δυσκολευόταν τώρα με τους αρχάριους διώκτες του. Τα φοβέριζε εύκολα. Δύο παιδιά από την παρέα κατέβηκαν για να δώσουν θάρρος στα νεαρά σκυλιά. Άρχισαν να τουφεκάνε. Είχαν τελειώσει όλες τις σφαίρες με τα σκάγια και συνέχισαν με μονόβολα. Ο Ηρακλής και ο Λάμπος μπήκαν σχεδόν στα …τέσσερα, μέσα στο πυκνό για να  ξετρυπώσουν το καπρί. Εμείς, στο μεταξύ, περιμέναμε με αγωνία στα καρτέρια. Το μέρος το είχαμε κυνηγήσει πολλές φορές και ο καθένας μας είχε το δικό του. Εκείνη την ημέρα, όμως, είχα ρωτήσει τον κυρ-Γιάννη αν συμφωνούσε να αλλάξω μέρος. Του είχα προτείνει να σταθώ πιο χαμηλά, γιατί εκτιμούσα πως τόσο βαρύ ζώο δύσκολα θα ανέβαινε ψηλά. Ο αρχηγός δεν είπε τίποτε. Μόνο θυμάμαι πως με κοίταξε με απορία. ΄Ετσι, εγώ πήγα και διάλεξα ένα σημείο, στο σβήσιμο μιας ρεματιάς. ΄Εκανα και μια πρόχειρη φυλάχτρα με κλαδιά και περίμενα. Το κρύο ήταν δυνατό, αλλά εκείνη την ώρα ποιος το λογάριαζε. Κρατούσα ακόμη και την ανάσα μου και τέντωνα τα αυτιά μου, καθώς η ρεματιά έκανε αντίλαλο και οι ήχοι που έφταναν σε αποπροσανατόλιζαν».

 

Οι δύο τριπλές τουφεκιές

Η ώρα περνούσε. Οι στιγμές φαίνονταν αιώνες. Τα γαβγίσματα έφταναν μέχρι τα καρτέρια, ανάμικτα με τις φωνές και τους πυροβολισμούς των παγανιέρηδων, αλλά το γουρούνι δεν έλεγε να ξεμυτίσει. «Κάποτε, επιτέλους, ακούστηκαν δύο τριάδες», συνεχίζει την αφήγησή του ο Οδυσσέας. «Ηταν το σύνθημα ότι το γουρούνι σηκώθηκε. Καταλάβαμε ότι το ζώο κατευθυνόταν προς τα καρτέρια. Οι φωνές πια ακούγονταν πολύ αχνά από το βάθος της ρεματιάς. Εκείνο είχε βγει και προχωρούσε σε αργό ρυθμό. Οι παγανιέρηδες το αντιλήφθηκαν και άρχισαν να το πυροβολούν με μονόβολα, από μακριά όμως. Αυτό αναγκάστηκε να τρέξει. Πίσω του και εκείνοι το ακολουθούσαν. Οι φωνές τους δυνάμωναν. Σε μια στιγμή άκουσα το ποδοβολητό του. Οι οπλές του χτυπούσαν δυνατά πάνω στο πετρώδες έδαφος. Το γουρούνι το είδα ξαφνικά. Πήγαινε γραμμή για το καρτέρι, που μου είχε υποδείξει ο κυρ-Γιάννης. Βλασφήμησα την ώρα που δεν τον άκουσα. ΄Ηθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Κρατούσα ένα μονόβολο στο χέρι μου. Στη θαλάμη της καραμπίνας μου είχα τρία φυσίγγια με δράμια. Συνήθως τα γουρούνια, λίγο πριν βγουν από το πυκνό, κοντοστέκονται. Αφουγκράζονται για να σιγουρευτούν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος και κατόπιν περνούν. Αυτό, όμως, βγήκε ολόκληρο πάνω στο δρόμο. Εκεί, σταμάτησε. Πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα τέτοια συμπεριφορά. Μοναδικό ήταν ωστόσο και το ίδιο το γουρούνι».

 

΄Ηταν σκέτο θηρίο…

«…Σχετικά μικρό σε μήκος, αλλά πολύ ψηλό. Δεν με είχε αντιληφτεί. Γονάτισα και περίμενα να αντιδράσει ο φίλος που υπολόγιζα ότι θα είχε πιάσει στο δικό μου καρτέρι. Με κομμένη την ανάσα ανέμενα να ακούσω τον πυροβολισμό.  ΄Υστερα από δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν ατελείωτα, κατάλαβα ότι είχε φύγει από εκεί και εκείνος. Με έλουσε κρύος ιδρώτας. ΄Ενιωσα διπλά άσχημα. Και είχαμε αφήσει αφύλαχτο το καρτέρι και δεν είχα μονόβολα στο όπλο μου. Η απόσταση ήταν γύρω στα 90 με 100 μέτρα. Αναγκάστηκα να πυροβολήσω με τα δραμιάρικα. ΄Όχι τόσο για να το κρατήσω, αλλά περισσότερο για να αντιληφτεί ο συνάδελφος ότι το γουρούνι είχε βγει στο καθαρό ή να το τραυματίσω και έτσι να το καθυστερήσω και να μπορέσουμε με τα αίματα να το ξεκόψουμε ευκολότερα. Σημάδεψα καλά. Φάνηκε ότι οι δυο τουφεκιές μου το βρήκαν. Όμως η απόσταση ήταν αρκετά μεγάλη. Το καπρί αντί να απομακρυνθεί πήγε κατηφορικά και βρέθηκε σε 40 μέτρα από μένα. Η τύχη, με ξαναπρόδωσε. Τρέχοντας στο ρέμα για να το προλάβω και ξαναγεμίζοντας την καραμπίνα μου, μπλέχτηκα σε κλαδιά από γαύρα και βάτα. Γλίστρησα και πέφτοντας το όπλο έφυγε από τα χέρια μου. Την ίδια ώρα το γουρούνι περνούσε στα 30 μέτρα. Άρπαξα το όπλο, αλλά μην μπορώντας να σταθεροποιηθώ, πυροβόλησα, πατώντας δυο φορές την σκανδάλη. Κατάλαβα όμως ότι και οι δυο βολές μου πήγαν στο …γάμο του καραγκιόζη».

 

Ματιά-μαχαιριά

Ο «μονιάς» είχε χαθεί όπως είχε εμφανιστεί. Σαν φάντασμα. Η παρέα συγκεντρώθηκε, αλλά ήταν πλέον αργά. «Μαζευτήκαμε όλοι. Είχε αρχίσει πια να σουρουπώνει. Δεν μπορούσαμε να ακολουθήσουμε τα ίχνη. Την άλλη μέρα το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα. Το κυνήγι μας είχε λήξει άδοξα. Ξαναπήγαμε να το ψάξουμε την Τετάρτη, αλλά στο μέρος ήταν και άλλη παρέα. Ενας από αυτούς, το είχε βρει καταχωνιασμένο σε κάτι πουρνάρια. ΄Ηταν πληγωμένο και ανήμπορο  να αντιδράσει. Εκεί, το αποτελείωσε. Ο τυχερός ήταν κάποιος Χρήστος, από την περιοχή. Το καπρί καθαρό ζύγιζε 143 κιλά», είπε ο Οδυσσέας και στα λόγια του διέκρινες τη στεναχώρια. ΄Όμως, πιο πολύ και από τη χαμένη ευκαιρία τον βασάνιζε το γεγονός ότι δεν είχε ακούσει το δάσκαλό του. «Τον πλησίασα και του ζήτησα συγγνώμη», καταλήγει. «Ο κυρ-Γιάννης δεν είπε τίποτε. Μονάχα με κοίταξε και κούνησε το κεφάλι του. Ήταν σαν να μου έλεγε: «Βιάζεσαι, έχεις ακόμη πολλά να μάθεις…».

 

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook41
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top