Του Δημήτρη Δραγανιδάκη, από τη Λάρισα
Έπειτα από μια έντονη κυνηγετική ημέρα το κουδούνισμα του τηλεφώνου με ξύπνησε φέρνοντάς με ξανά στην πραγματικότητα. Προσπάθησα να πιάσω το τηλέφωνο κι όταν τα κατάφερα άκουσα στην άλλη άκρη της γραμμής τη φωνή του Κώστα: “Σου έχω μια έκπληξη! Θα έρθεις για κατσίκια;”.
Ένα κυνήγι διαφορετικό από τα άλλα
Με τον Κώστα γνωριζόμαστε από το 1995 όταν για πρώτη φορά οι δυο μας αποφασίσαμε να ξαναπάμε στα Γιούρα (και λέω να ξαναπάμε γιατί στην προηγούμενη απόπειρα, μία εβδομάδα πριν, είχαμε μείνει αποκλεισμένοι για τρεις μέρες μαζί με άλλους δύο φίλους στην Αλόννησο), ένα ξερονήσι των Β. Σποράδων για να κυνηγήσουμε ένα ομολογουμένως πολύ δύσκολο θήραμα, όπως είναι το αγριοκάτσικο, που γίνεται ακόμη δυσκολότερο εξαιτίας του χώρου στον οποίο ζει και κινείται, σημειωτέον με πάρα πολύ μεγάλη ευκολία.
Το κυνήγι του είναι διαφορετικό, επίπονο, εξαντλητικό και δεν έχει καμία σχέση με τα γνωστά: λαγό, πέρδικα, αγριογούρουνο κ.λπ.
Το ζώο αυτό είναι πολύ έξυπνο, με άριστη όσφρηση, μπορεί να σε μυρίσει από τριακόσια μέτρα και να μην το ξαναδείς ποτέ. Ακοή τέλεια. Και ο παραμικρός θόρυβος από γλίστρημα πέτρας το βάζει σε υποψίες. Οι ικανότητές του στο τρέξιμο, στο σκαρφάλωμα και στο πήδημα δεν περιγράφονται.
Περνάει από μέρη που το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να φανταστεί (εκτός και αν το γνωρίζει), πηδώντας και τρέχοντας με μεγάλη ευκολία σε γκρεμούς και σε βράχους. Μου έτυχε να δω κάποτε ένα τέτοιο ζώο σε μια άλλη εξόρμηση να πηδά μέσα στο γκρεμό από 15 μέτρα ύψος, να προσγειώνεται σε έναν βράχο και να συνεχίζει να τρέχει με τέτοια ευκολία και άνεση σαν να περπατούσε.
Από το 1995 λοιπόν και κάθε χρόνο αυτή την εποχή, με μια-δυο εξαιρέσεις, δίνουμε ραντεβού με τους αίγαγρους στα Γιούρα.
Πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια
Αυτό που μου ανέφερε, όμως, στο τηλέφωνο ο Κώστας ήταν κάτι διαφορετικό. Το νησί αυτό το γνώριζα μόνο εξ όψεως γιατί βρίσκεται αμέσως μετά τη Σκόπελο. Είναι ένα μικρό νησί που το Δασαρχείο είχε κάνει από παλιά μια προσπάθεια να το εμπλουτίσει και η οποία όπως αποδείχθηκε πέτυχε. Το κυνήγι ήταν απαγορευμένο εδώ και 15 χρόνια περίπου. Τι είχε συμβεί; Το πρώτο που πέρασε από το μυαλό μου ήταν η φάρσα. Μετά τις επίμονες ερωτήσεις μου, όμως, κατάλαβα ότι ο Κώστας μιλούσε σοβαρά και σταμάτησα για να ακούσω τη συνέχεια. Στο τέλος της συζήτησης θυμάμαι που μου είπε ότι θα είμαστε η πρώτη ομάδα που θα το κυνηγήσει μετά από τόσα χρόνια, και τον εαυτό μου να ρωτάει πότε κυνηγάμε. “Το Σάββατο!”, επανέλαβε και πετάχτηκα επάνω. Μου έμεναν μόνο λίγες μέρες να ετοιμαστώ και το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει στους γνώριμους ρυθμούς.
Η χαρά της προετοιμασίας
Οι επόμενες μέρες κύλησαν με τις γνωστές πλέον ετοιμασίες: άδειες, εισιτήρια, μονόβολα, σακίδιο μεταφοράς, τούλι για τις μύγες, καθώς και όλα εκείνα που με την εμπειρία του καταγράφει ο κάθε κυνηγός για να μην του λείψουν όταν θα τα χρειαστεί.
Το μόνο πράγμα που με αγχώνει τόσα χρόνια που πηγαίνω στα Γιούρα είναι ο καιρός. Και φάνηκε ότι ούτε και φέτος αυτό θα άλλαζε. Γιατί σύμφωνα με την ΕΜΥ τα καιρικά φαινόμενα θα γίνονταν άσχημα από την Παρασκευή το βράδυ.
Το αυτοκίνητο κατάπιε αχόρταγα τα χιλιόμετρα από τη Λάρισα ως το λιμάνι του Βόλου και ενώ εγώ προσπαθούσα να παρκάρω, η γυναίκα μου που θα με ακολουθούσε ως τη Σκόπελο, θεώρησε τα εισιτήρια και ανεβήκαμε στο καράβι.
Η θάλασσα ήταν ήσυχη και το ταξίδι υπέροχο. Μετά από τέσσερεις ώρες μάς υποδέχτηκε στο λιμάνι ο Γιώργος με τη γυναίκα του. Ο Γιώργος ήταν ο έτερος της παρέας και μαζί με τον αδερφό του τον Γιάννη θα αποτελούσαμε την πρώτη ομάδα που θα κυνηγούσε στο νησί.
Ανηφορίσαμε για το σπίτι του Κώστα. Αφήσαμε τα πράγματά μας και ενώ οι γυναίκες θα κάνανε μια βόλτα στο νησί, εμείς μαζευτήκαμε να καταστρώσουμε τα σχέδια για το αυριανό μας κυνήγι. Αφού καταλήξαμε σε ένα πλάνο, αποφασίσαμε με τον Γιώργο να πάμε μια βόλτα για ψάρεμα και να δούμε το νησί από κοντά. Δεν χρειάστηκαν παρά δέκα λεπτά μέχρι να λύσουμε τους κάβους και να βγούμε από το λιμάνι.
Καταστρώνοντας τα σχέδια
Ήταν ήδη απόγευμα, ο καιρός είχε αρχίσει να φρεσκάρει. Ο Γιώργος έριξε τα κουταλάκια στη θάλασσα και έβαλε πλώρη για τον Άγιο Γεώργιο. Σε ένα τέταρτο φτάσαμε στη δυτική πλευρά του. Το νησί παρ’ ότι είναι σχετικά μικρό έχει πολλή βλάστηση και είναι απόκρημνο. Συνεχίζοντας αντικρίσαμε κάτι που μας έκοψε την ανάσα. Ψηλωμένα καμιά εξηνταριά ζώα, διασκορπισμένα σε κοπάδια, έβοσκαν αμέριμνα. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να τα απαθανατίσουμε στην κάμερα και να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής, γιατί άρχιζε κιόλας να σουρουπώνει.
Ο Γιάννης έφτασε από τη Γλώσσα γύρω στις 21.00 πανέτοιμος, αλλά με αρκετό άγχος. Οι σκέψεις του μας βρήκαν όλους σύμφωνους. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά σε ένα μέρος που δεν το γνωρίζαμε άριστα, δεν θα είχαμε και πολλά περιθώρια να το διορθώσουμε, αφού θα είχαμε μόνο μία ημέρα κυνηγιού στη διάθεσή μας. Το κλίμα αποφορτίστηκε σε ένα τσιπουράδικο με εκλεκτούς θαλασσινούς μεζέδες.
Η μεγάλη μέρα έφτασε
Η πολυπόθητη ημέρα είχε ξημερώσει. Στις 7.00 το πρωί επιβιβαστήκαμε στο καΐκι του Σπύρου μαζί με τους θηροφύλακες και τον Κωστή, έναν φίλο των παιδιών και σαλπάραμε. Δυστυχώς για μας, η ΕΜΥ δεν είχε πέσει έξω. Ο καιρός φαινόταν ότι θα χαλάσει. Κάναμε στα γρήγορα μια βόλτα γύρω από το νησί μήπως και εντοπίσουμε κάποια ζώα και στη συνέχεια αποβιβαστήκαμε έτσι όπως είχαμε συμφωνήσει. Ο Γιάννης από τη δυτική πλευρά θα ανέβαινε σε ένα μονοπάτι που διασταυρώνεται με δύο μεγάλες ρεματιές και οδηγεί στο λαιμό. Εκεί θα βρισκόμουν εγώ, ενώ ο Γιώργος θα ανέβαινε ψηλά να κάνει παγάνα και ο Κώστας για την περίπτωση που κάποια ζώα θα σπάζανε από πίσω, θα κατέβαινε στις σάρες στην ανατολική πλευρά του νησιού.
Ο πρώτος πυροβολισμός
Την ώρα που προσεγγίζαμε το νησί για να κατέβουμε, ο αέρας είχε δυναμώσει. Πηδώντας γρήγορα στα βράχια, εγώ με τον Γιώργο κατεβήκαμε από το καΐκι και πήγαμε να πιάσουμε τις θέσεις μας. Καμιά τριακοσαριά μέτρα μπροστά μας, μέσα στις ελιές και τα πουρνάρια, διακρίναμε κάποια ζώα. Ανηφορίσαμε έχοντας όλες μας τις αισθήσεις σε επιφυλακή. Σε κάποια στιγμή χωρίσαμε κάνοντας νόημα ο ένας στον άλλο. Όσο ανέβαινα, η ανάσα μου έβγαινε κοφτή και γρήγορη. Τα μάτια μου σάρωναν όλο το πεδίο μπροστά, αριστερά και δεξιά, προσπαθώντας συνάμα να μην κάνω θόρυβο. Κάποια στιγμή και ενώ βρισκόμουν πίσω από μια μεγάλη ελιά, αντικρίζω δύο μεγάλα αρσενικά σε μια απόσταση τριάντα μέτρων να είναι σκαρφαλωμένα επάνω σε ένα μεγάλο πουρνάρι και να τρώνε. Προσπαθώ να διακρίνω πού βρίσκεται ο Γιώργος για να πυροβολήσω. Τίποτα. Τα δευτερόλεπτα μού φαίνονται αιώνες. Συνεχίζω την προσπάθειά μου. Μάταια. Ο Γιώργος δεν φαίνεται πουθενά, λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Ξαφνικά η ησυχία σχίζεται από έναν πυροβολισμό πίσω από την πλαγιά.
Δύο αρσενικά στο στόχο
Εκείνη τη στιγμή τα ζώα τινάζονται σαν να τα χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα και με ένα τεράστιο σάλτο σπάζουν προς τη ρεματιά. Ακούω τις τουφεκιές του Γιάννη. Τρέχω προς τη μεριά που ακούγεται θόρυβος από οπλές ζώων. Κοντοστέκομαι και περιμένω πίσω από ένα δέντρο. Από την κάννη μου φεύγουν τρία μονόβολα και δύο ζώα που έρχονται τρέχοντας πέφτουν κεραυνοβολημένα. Υπόκωφοι θόρυβοι από τουφεκιές ακούγονται πίσω από την άλλη μεριά του νησιού. Το μυαλό μου πηγαίνει στον Κώστα. Κοιτάζω τον ουρανό. Μαύρα σύννεφα συναγωνίζονται μεταξύ τους, τρέχοντας προς όλες τις κατευθύνσεις. Κακά μαντάτα, σκέφτομαι, και κατευθύνομαι προσεκτικά προς τα ζώα. Πλησιάζοντας διακρίνω δύο νεαρά αρσενικά. Περιμένω μήπως και περάσουν κάποια άλλα. Όμως μάταια.
Με το ζώο στον ώμο
Μαζί με τον Γιάννη, που στο μεταξύ είχε πλησιάσει, πηγαίνουμε να βρούμε τον Γιώργο για να δούμε μήπως χρειάζεται κάποια βοήθεια. Πραγματικά, πίσω από την πλαγιά ο Γιώργος είχε κρατήσει ένα τεράστιο αρσενικό. Η χαρά μας δεν κρύβεται. Μέσα σε λίγη ώρα τα τρία ζώα έχουν ανοιχτεί και έχουν κρεμαστεί μέσα σε ένα τούλι από ένα ψηλό κλαδί.
Εξαιτίας του καιρού, τα περιθώριά μας στενεύουν και αναγκαζόμαστε να ανασκευάσουμε το αρχικό μας σχέδιο. Για να πιέσουμε περισσότερο τα ζώα, ο Γιώργος με τον Γιάννη φεύγουν για το πιο ψηλό και πιο δασωμένο μέρος του νησιού ενώ εγώ θα γύριζα πάλι πίσω στο λαιμό.
Θα είχε περάσει τουλάχιστον μία ώρα όταν ο αέρας έφερε στα αφτιά μου αμυδρά τον ήχο μιας τουφεκιάς από την πλευρά των παιδιών. Ύστερα τίποτα. Μάταια προσπαθούσα καλυμμένος πίσω από ένα τεράστιο πουρνάρι να διακρίνω κάποια κίνηση από ζώα προς τη μεριά μου. Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά. Κάποια στιγμή ψηλά, στην απέναντι πλαγιά, ίσα ίσα που διέκρινα δύο κουκίδες να κατηφορίζουν. Είναι τα παιδιά. Έπειτα από είκοσι λεπτά τους διακρίνω καθαρά και τρέχω να βοηθήσω, γιατί ο Γιάννης έχει στον ώμο του ένα μεγάλο ζώο. Τα συναισθήματα της χαράς είναι ανακατεμένα με αισθήματα κούρασης. Πώς να μην είναι άλλωστε μετά από τόσο περπάτημα;
Ο αγώνας της επιστροφής
Ο καιρός δεν μας αφήνει και πολλά περιθώρια συζήτησης. Τα κύματα είναι τόσο μεγάλα που το καΐκι δεν μπορεί να προσεγγίσει από τη νότια μεριά του νησιού για να μας πάρει. Η μόνη λύση είναι να κατεβούμε φορτωμένοι με τα ζώα από τη βορινή πλευρά, που δεν υπάρχει καθόλου μονοπάτι, παρά μόνο βράχια, σχίνοι και πουρνάρια. Όποιος δεν έχει προσπαθήσει να κατέβει από ένα απόκρημνο μέρος πατώντας πάνω από σχίνους και σπάζοντας μέσα από πουρνάρια, φορτωμένος με ένα ζώο είκοσι κιλών από τη μια μεριά και το όπλο από την άλλη, δεν μπορεί να καταλάβει το μέγεθος της προσπάθειας, της κούρασης και της αντοχής του ανθρώπινου σώματος.
Μετά από μια επίπονη κατάβαση με δύο στάσεις μόνο, γιατί είχαμε στο μυαλό μας να μη μας κλείσει ο καιρός, κατορθώσαμε να ανεβούμε στο καράβι και να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής.
Γιορτάζοντας τα επινίκια
Το τεμάχισμα έγινε στο σπίτι του Γιώργου, από τον ίδιο και τον Κώστα, όπου είχε στρωθεί και ένα τραπέζι με μπίρες, τσίπουρο, μεζέδες και σκοπελίτικες πίτες που μόλις είχε ετοιμάσει η γυναίκα του, η Γιούλα.
Στην υγειά μας! Και του χρόνου! Και στα εταίρια τους! Ήταν μερικές από τις πολλές ευχές που ειπώθηκαν γύρω από το τραπέζι. Η συζήτηση όπως ήταν φυσικό άναψε και η μία διήγηση ακολουθούσε την άλλη. Η χαρά, το ποτό, η συντροφιά, η χαλάρωση είχε λύσει τη γλώσσα μας. Για μια ακόμη φορά οι εικόνες του κυνηγιού περνάγανε από μπροστά μας, μόνο που τώρα είχαμε την ευκαιρία να σχηματίσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα μέσα από τις διηγήσεις των υπολοίπων μελών της ομάδας.
Έξω ο αέρας είχε σταματήσει δίνοντας τη θέση του σε μια δυνατή νεροποντή. Εμάς όμως τώρα πια τίποτα δεν μας ένοιαζε. Ζούσαμε μέσα σε αυτό που ονειρευόμασταν μία ολόκληρη βδομάδα τώρα…