Του Παναγιώτη Κολλινιάτη, Δικηγόρου, από την Καβάλα
Στις μέρες μας, το κυνήγι με μονόκαννο είναι κάτι που σπανίζει, ωστόσο καθόλου δεν υπολείπεται σε ομορφιά και ξεχωριστές συγκινήσεις. Μπορεί να θεωρείται “παλιάς σχολής”, αλλά απευθύνεται κυρίως σε αυτούς που έχουν ξεπεράσει οριστικά και αμετάκλητα το “σύνδρομο της τσάντας”…
Ήταν πριν αρκετά χρόνια περίπου όταν τυχαία «συναντήθηκα» με το μονόκαννο. Μέχρι τότε, με αρκετά χρόνια εμπειρίας στο κυνήγι, που άρχισα από μικρό παιδί με δάσκαλο τον αξέχαστο πατέρα μου, ζώντας κοντά σε καλά κυνηγοτόπια και σε εποχές πραγματικής αφθονίας όλων των θηραμάτων, είχα στην κατοχή μου κάποια αξιόλογα όπλα, όλων των τύπων, τα οποία χρησιμοποιούσα στα κυνήγια μου με την ίδια ευκολία και την ίδια ευχαρίστηση.
Στο μονόκαννο οδηγήθηκα αναζητώντας ένα ελαφρύ όπλο, το οποίο θα έφερα μαζί μου σε κάποιους περιπάτους που έχω την ευχέρεια να πραγματοποιώ στον ελεύθερο χρόνο μου για σωματική άσκηση και αναψυχή, αφού η κατοικία μου βρίσκεται στην περιφέρεια και μάλιστα πολύ κοντά σε κυνηγότοπους.
Επειδή όμως σε αυτούς τους περιπάτους είναι συχνές οι τυχαίες συναντήσεις με όλα σχεδόν τα θηρεύσιμα πτερωτά είδη, από τα ορτύκια και τα τρυγόνια τον Αύγουστο, μέχρι τις μπεκάτσες, τις φάσσες, αλλά και τα πρασινοκέφαλα και αγριόχηνες, το Δεκέμβριο ήθελα σε κάθε περίπτωση τυχαίας συνάντησης με οποιοδήποτε από αυτά τα θηράματα να έχω μία τουλάχιστον ευκαιρία και δυνατότητα διεκδίκησής τους.
Πρέπει να αναφέρω ότι έχω ως βασικό κριτήριο για την απόκτηση και χρησιμοποίηση ενός όπλου, απαραίτητα την κάλυψη των αισθητικών απαιτήσεών μου, σε ό,τι αφορά την εμφάνισή του και δεν μου αρέσει καθόλου στο κυνήγι των πουλιών να χρησιμοποιώ καραμπίνα.
Έτσι, με αυτά τα κριτήρια, η επιλογή ήταν σχεδόν δεδομένη. Το πασίγνωστο μονόκαννο της BAIKAL, πάμφθηνο και δεκτικό σε κάθε επέμβαση, οπωσδήποτε ελαφρύ, σχετικά μακρύκαννο και με φουλ τσοκ, ανθεκτικό, αφού μπορεί άνετα να ρίξει όλα τα φυσίγγια, τουλάχιστον μέχρι τα 36 γραμμάρια που εγώ θεωρώ επαρκέστατα, και από εμφάνιση… πανάσχημο!
Εδώ, λοιπόν, ήταν το πρόβλημα, αφού αυτό το όπλο, όπως και τα άλλα από την ίδια οικογένεια, θαρρείς και δεν το ενδιαφέρει καθόλου η εμφάνισή του. Εν πάση περιπτώσει και για να μην σας κουράζω, απλώς αναφέρω ότι με αρκετή προσωπική δουλειά και πολύ μεράκι το έκανα αγνώριστο, μετατρέποντας το κοντάκι του σε αγγλικού τύπου και αφαιρώντας από την πάπια αρκετό περιττό ξύλο. Το αποτέλεσμα από αισθητική άποψη ήταν άριστο και μου προσφέρει πάντα την ιδιαίτερη αίσθηση και ικανοποίηση όταν το χρησιμοποιώ, ότι είναι ένα δημιούργημά μου μοναδικό, που μου ταιριάζει απόλυτα.
Δεν συγχωρεί σκοπευτικά σφάλματα
Σε ό,τι αφορά τα τεχνικά του χαρακτηριστικά, αν το κρίνουμε με βάση την πρόσφατη εξέλιξη του κυνηγετικού όπλου, το οποίο εξειδικεύθηκε σε μεγάλο βαθμό αλλά και βελτιώθηκε κυρίως από την άποψη της απόδοσής του για κάθε κυνήγι, σίγουρα αυτό το όπλο δεν είναι καθόλου εξελιγμένο και εξειδικευμένο, δεν διορθώνει σκοπευτικά λάθη και γενικά νομίζω ότι εκτός από την αντοχή στις πιέσεις της άκαπνης πυρίτιδας, δεν διαφέρει καθόλου από το μονόκαννο του παππού μου. Αντίθετα, του μοιάζει πολύ γιατί, όπως και εκείνο, απαιτεί τη μέγιστη συγκέντρωση των ικανοτήτων του χρήστη σε μία ευκαιρία, δίνοντας φυσικά πολλαπλάσιες ευκαιρίες διαφυγής στο θήραμα.
Σε αντιστάθμισμα αυτών των «ελλείψεων και μειονεκτημάτων», προσφέρει μεγάλη άνεση κυρίως στο περπατητό κυνήγι, καθώς η διαφορά βάρους είναι σημαντική και γι’ αυτό ιδιαίτερα αισθητή. Επίσης, προσφέρει στο χρήστη του, αν είναι ψύχραιμος και συγκεντρωμένος στη βολή του, ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα μέσα στα όρια του ωφέλιμου βεληνεκούς του.
Φυσικά, δεν χρειάζεται ο κυνηγός με το μονόκαννο να κουβαλάει μαζί του πολλά φυσίγγια, αφού η κατανάλωση είναι περιορισμένη.
Ακόμη, η γνώση ότι δεν υπάρχει δεύτερη βολή που θα διορθώσει τη βιασύνη και τα τυχόν σκοπευτικά σφάλματα της πρώτης, υποχρεωτικά ανεβάζει τον αυτοέλεγχο και μαζί την αδρεναλίνη στις κρίσιμες στιγμές, με συνέπεια το τελικό αποτέλεσμα να είναι συναρπαστικό.
Σημειώνω εδώ ότι δεν αναφέρομαι στο κυνήγι με σκύλο, γιατί εκεί όταν το πουλί είναι μπλοκαρισμένο, δεν υπάρχει ο αιφνιδιασμός για τον κυνηγό και οπωσδήποτε και οι αποστάσεις είναι σαφώς μικρότερες, έτσι ώστε να μη διαφοροποιείται η αίσθηση της τουφεκιάς με το μονόκαννο από αυτή οποιουδήποτε άλλου όπλου.
Αναφέρομαι, λοιπόν, σε συνθήκες απόλυτου αιφνιδιασμού από το θήραμα, όπως όταν κυνηγάς τσίχλες περπατώντας μέσα στο δάσος και μία μπεκάτσα απογειώνεται ξαφνικά από το πουθενά ή όταν στο βάλτο οι αγριόπαπιες ξεσηκώνονται μέσα από τα κανάλια. Το ίδιο ισχύει και για τα καρτέρια της τσίχλας ή πολύ περισσότερο της φάσσας, όπου πρέπει σε ελάχιστο χρόνο να αντιδράσεις στην εμφάνιση του πουλιού, που ξαφνικά βρίσκεται μέσα στο οπτικό σου πεδίο και πολύ γρήγορα χάνεται από αυτό.
Τότε, λοιπόν, είναι μια χρονική στιγμή πολύ μικρή έως ελάχιστη, που η αναμέτρηση με το θήραμα είναι χωρίς όρους σαφούς υπεροχής καμίας πλευράς, αφού το πουλί έχει με το μέρος του τον αιφνιδιασμό, την ταχύτητά του, καθώς και την κάλυψη που του παρέχει το φυσικό περιβάλλον, ενώ ο κυνηγός έχει μία και μοναδική δυνατότητα καταβολής του μέχρι κάποια απόσταση, σε χρόνο μηδέν και γι’ αυτό αυτή η αναμέτρηση είναι εξαιρετικά αμφίρροπη.
Της μιας βολής, του ενός σκαγιού
Είναι αυτονόητο ότι η επιλογή του μονόκαννου, της μιας επιλογής και μιας ευκαιρίας στην οποία επενδύεις όλες σου τις κυνηγετικές και σκοπευτικές ικανότητες, σημαίνει ότι έχεις ξεπεράσει οριστικά και αμετάκλητα το σύνδρομο της ποσότητας και αποζητάς το εξαιρετικό και την ποιότητα μιας ιδιαίτερης κυνηγετικής δραστηριότητας, που χρειάζεται οπωσδήποτε συνείδηση και αυτοπεποίθηση, βασισμένη κυρίως στην καλή γνώση όλων των παραγόντων αυτής της δραστηριότητας (άνθρωπος – όπλο – περιβάλλον – θήραμα).
Στην πράξη, αφού αφιέρωσα στο όπλο έναν αναγκαίο χρόνο «προσαρμογής και εξοικείωσης» μαζί του, που διήρκεσε μία κυνηγετική περίοδο, στη διάρκεια της οποίας το χρησιμοποιούσα σε όλα τα κυνήγια (φτερωτό θήραμα) εναλλάσσοντάς το με τα άλλα μου όπλα, ενώ παράλληλα δοκίμαζα διάφορα φυσίγγια για να βρω αυτό που του ταιριάζει, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο όπλο με τη χρήση στο περπατητό κυνήγι φυσιγγίων με μάλλινη τάπα (32 γραμμάρια το φθινόπωρο και 34 γραμμάρια το χειμώνα), ενώ στο καρτέρι (π.χ. φάσσες ή παπιά) φυσιγγίων με συγκεντρωτήρα 36 γραμμάρια, είναι εξίσου αποτελεσματικό με οποιοδήποτε άλλο κυνηγετικό όπλο, αλλά και παρέχει στο χρήστη του για τους λόγους που προαναφέρω πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση.
Στη συνέχεια το καθιέρωσα ως αποκλειστικό μου όπλο στο κυνήγι του ορτυκιού με σκύλο, αλλά και στο κυνήγι της τσίχλας, με αποτελέσματα θεαματικά.
Άλλη μια ειδική όσο και σημαντική παράμετρος της χρήσης αυτού του όπλου είναι το γεγονός ότι λόγω της μοναδικής βολής έπρεπε να επιλέξω και ένα νούμερο σκαγιών. Τελικά, μετά από αρκετούς πειραματισμούς, εκτός από το ορτύκι στο κυνήγι του οποίου χρησιμοποιώ πάντοτε νούμερο οκτώ (8), για όλα τα υπόλοιπα κυνήγια κατέληξα στο νούμερο έξι (6) το οποίο εκτιμώ ότι ως μοναδική επιλογή, έχει μόνο πλεονεκτήματα και συγκεκριμένα: αφενός μπορεί άνετα να καταβάλει όλα τα φτερωτά θηράματα (εκτός φυσικά από την αγριόχηνα) αφετέρου στις μεν μακρινές τουφεκιές μπορεί να καταβάλει το θήραμα με βεβαιότητα, ενώ στις κοντινές έχει το σαφέστατο πλεονέκτημα ότι δεν καταστρέφει το κρέας με πολλαπλά τραύματα.
Όλα όσα προαναφέρω έχουν ως αφετηρία την πεποίθησή μου που εδραιώθηκε με την εμπειρία, πως το κυνήγι δεν είναι η στιγμή του πυροβολισμού, ούτε πολύ περισσότερο η ποσότητα των φυσιγγίων ή των θηραμάτων, αλλά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η οποία διαπερνά την όλη διαδικασία του.
Για απαιτητικούς κυνηγούς
Έτσι όλη η ευχαρίστηση νομίζω ότι βρίσκεται στην προσμονή της εξόρμησης στη φύση, όταν μετράμε ημέρες μέχρι την Κυριακή, στην αγωνία της παραμονής για τον καιρό, στα ρούχα, σε μια παλιά δερμάτινη φυσιγγιοθήκη που κάποτε χρησιμοποιούσε ο πατέρας όταν κυνηγούσαμε μαζί, σε ένα κοντάκι αγγλικού τύπου από καλή καρυδιά με λιτές και απέριττες γραμμές, στα παραδοσιακά χάρτινα φυσίγγια με μάλλινη τάπα, που σημειωτέον καλό είναι να μην εγκαταλείπουμε στον κυνηγότοπο, οπωσδήποτε στο σκύλο, σύντροφο μοναδικό και αναντικατάστατο και τελευταία στο θήραμα, απαραίτητο μόνο ως φυσική παρουσία, για να ολοκληρωθεί η διαδικασία και καθόλου ως αναγκαίο θύμα και εύκολο αντίπαλο.
Είναι πολύ πιο σημαντικό στοιχείο στη διαδικασία του κυνηγίου, δηλαδή στην έρευνα για τον εντοπισμό και την τελική αναμέτρηση του κυνηγού με το θήραμα, η δοκιμασία και μέσα από αυτήν η επαλήθευση των ικανοτήτων του κυνηγού, παρά η εύκολη καταβολή του θηράματος. Προσωπικά, αναπολώντας ευχάριστες κυνηγετικές στιγμές, θυμάμαι με ιδιαίτερη ικανοποίηση πόσες φορές εντόπισα την παρουσία μιας μπεκάτσας ακούγοντάς τη και μόνο να περπατά στην απόλυτη ησυχία του δάσους, ενώ αντίθετα έχουν χαθεί από τη μνήμη μου άπειρες τουφεκιές που μπορεί να έβαλαν το θήραμα στην τσάντα, αλλά δεν είχαν καμία δυσκολία και καμία συγκίνηση.
Διαφορετικά, αν η καταβολή του θηράματος είναι τόσο εύκολη και απλή υπόθεση, τότε αλίμονο, μεμιάς εξατμίζεται και χάνεται όλη η μαγική ατμόσφαιρα και αρχίζει η υπόθεση να θυμίζει συνθήκες σφαγείου…
Το αληθινό κυνήγι
Ξέρω ότι όλα αυτά ίσως ηχούν παράξενα στα αφτιά κάποιων «συναδέλφων κυνηγών», που τις ίδιες ημέρες που γράφονται αυτές οι σκέψεις, σε πολλά μέρη της χώρας, εκμεταλλευόμενοι τις εξαιρετικά αντίξοες για τα θηράματα καιρικές συνθήκες, αφάνισαν άπειρες μπεκάτσες, πουλιά που κατέβηκαν από τα χιονισμένα και παγωμένα βουνά, εξουθενωμένα για να βρουν καταφύγιο στις ζεστές κοιλάδες ή κοντά στη θάλασσα, όπου και χάθηκαν παγιδευμένα από τον καιρό και ανυπεράσπιστα κυριολεκτικά, χωρίς καμία επιλογή διαφυγής.
Τελικά, πιστεύω ότι το αληθινό κυνήγι, πέρα από τους τυπικούς όρους που θέτουν για την άσκησή του οι εκάστοτε ρυθμιστικές αποφάσεις του Υπουργού Γεωργίας, ουσιαστικά ασκείται με τους όρους και τους κανόνες που βάζει ο καθένας από μας στον εαυτό του. Αυτοί, δε, είναι αποτέλεσμα της παιδείας και της παράδοσης του καθένα, είναι άγραφοι νόμοι, διαμορφώνονται και μεταφέρονται εθιμικά από γενιά σε γενιά.
Αυτοί οι όροι και οι κανόνες είναι που διαφοροποιούν τον Κυνηγό, από τους κάθε λογής οπλοφόρους, τους «κίλερ», τους «ράμπο» και τους κασετοφονιάδες, χούλιγκαν και εξολοθρευτές της φύσης.
Γνωρίζω ότι με αυτές τις απόψεις και πρακτικές, ανήκω στην «παλιά σχολή», αφού κυνηγάω με τον ίδιο τρόπο που κυνηγούσαν όλοι οι πρόγονοί μου, εγγύτεροι και απώτεροι (όπλα μακρύκαννα, χονδρά σκάγια, κλειστά τσοκ, χάρτινα φυσίγγια, μάλλινες τάπες κ.λπ.). Μπορώ, όμως, να διαβεβαιώσω τους φίλους κυνηγούς ότι η ατμόσφαιρα αυτής της σχολής είναι μοναδική και το μονόκαννο είναι ο απόλυτος εκφραστής της!