Η ΜΑΝΗ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΩΝ ΟΡΤΥΚΙΩΝ ΣΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ!

Κείμενο: Πηνελόπη Ι. Καπετανάκη, φοιτήτρια στο τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου

 

Η εργασία αυτή εστιάζεται στη μελέτη της διηπειρωτικής αποδημίας των ορτυκιών από τις πεδινές εκτάσεις της κεντρικής Ευρώπης προς την Αφρική και στη συμβολή τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή των περιοχών που σταθμεύουν πριν τον τελικό τους προορισμό. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη προσωρινή διαμονή τους στο σταθμό (πέρασμα) της νοτιοανατολικής Μάνης, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα περάσματα των ορτυκιών στη χώρα μας, όπως άλλωστε δηλώνει και η ονομασία του τοπωνυμίου Πόρτο Κάγιο (πέρασμα ορτυκιών) της εν λόγω περιοχής.

Ο ορτυκότοπος της Μάνης αποτελείται από τις εκτάσεις των πρώην δήμων Ταινάρου και Λαγίας και εκτείνεται μέχρι των ορίων του πρώην δήμου Μέσσης. Τα στοιχεία αφορούν στη χρονική περίοδο από τα τέλη του 19ου έως και τα μέσα του 20ού αιώνα και προέρχονται κυρίως από τον περιοδικό τύπο και τη σχετική βιβλιογραφία.

Οι αποδημίες των ορτυκιών

Το ορτύκι (Coturnix coturnix) ανήκει στα ορνιθόμορφα πουλιά, στην οικογένεια των φασιανίδων και στην υποοικογένεια των περδικίνων. Έχει μήκος 15-20 εκ. και βάρος 200-250 γραμ. Το φτέρωμά του είναι φαιό με κιτρινωπές και καφέ ραβδώσεις. Ζει σε γεωργικές εκτάσεις, πεδινές περιοχές και λοφώδη μέρη με αραιούς θάμνους. Η τροφή του είναι 90% φυτική και 10% ζωική, από σπόρους, βλαστούς, έντομα κ.λ.π. Ως προς τη φωνή είναι εγγαστρίμυθο. Η χαρακτηριστική τρισύλλαβη κραυγή του αρσενικού είναι ένα επαναλαμβανόμενο «κούικ, κούικ, ικ». Η φωνή του θηλυκού είναι μια χαχανιστή διπλή κραυγή «κούιπ…κούιπ», που ακούγεται νύχτα μέρα. Σπάνια είναι ορατό.

Συχνάζει και κλωσάει σε απεριποίητα βοσκοτόπια, αγρούς, λιβάδια, χέρσα εδάφη και σε ανοιχτά εδάφη που σκεπάζονται με χόρτα. Είναι αποδημητικό πτηνό. Κατέρχεται από τον βορρά και μέσω της χώρας μας συνεχίζει το ταξίδι του μέχρι τις χώρες της Αφρικής. Μερικές φορές μάλιστα φτάνει μέχρι το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος στη νοτιότερη εσχατιά της αφρικανικής ηπείρου.

Οι αποδημίες των πουλιών, μεταναστεύσεις και παλιννοστήσεις, γίνονται με τάξη και ρυθμό από βορρά προς νότο και αντιστρόφως και πάντοτε σε καθορισμένη χρονική περίοδο. Με τον όρο μετανάστευση εννοούμε την κάθοδο των πουλιών από τις χώρες του Βορρά προς στις χώρες του Νότου, ενώ η αντίστροφη πορεία τους είναι γνωστή ως παλιννόστηση.

Η μετανάστευση των ορτυκιών διαρκεί από τα μέσα Αυγούστου έως τα τέλη Δεκεμβρίου, η δε παλιννόστηση αρχίζει από τις αρχές Ιανουαρίου και διαρκεί έως το τέλος Απριλίου. Τα ορτύκια κατά την μετανάστευση ξεκινούν μεμονωμένα, καθ΄ οδόν ενώνονται με άλλα σε μικρές ομάδες και στη συνέχεια οι ομάδες αυτές συγχωνεύονται για να σχηματίσουν τελικά πολυάριθμα σμήνη.

Η διέλευσή τους από τη Μάνη διαρκεί περίπου ένα μήνα, από είκοσι Αυγούστου μέχρι είκοσι Σεπτεμβρίου. Η χρονική αυτή περίοδος καλείται από τους Μανιάτες «αρδυκολόη». Τα περισσότερα όμως ορτύκια φθάνουν στην περιοχή την τελευταία βδομάδα του Αυγούστου και την πρώτη του Σεπτεμβρίου, διάστημα που είναι γνωστό ως «βράση του κυνηγιού». Πολλές φορές ορτύκια διέρχονται μέχρι και τον Οκτώβριο και καλούνται «ψιμάρδυκα».

Οι μετακινήσεις προς τους τόπους του προορισμού τους γίνονται τη νύχτα για να αποφύγουν τις επιθέσεις των αρπακτικών πουλιών. Έρχονται το φθινόπωρο στην περιοχή με βόρειο ή βορειοανατολικό άνεμο, κυρίως με νεφελώδη καιρό ή με βροχή κατά πυκνότατα και πολυπληθέστατα σμήνη. Όταν φθάσουν στον τόπο της στάθμευσής τους, πριν πέσουν ή και μετά την πτώση τους στο έδαφος, αραιώνονται σε μικρότερες ομάδες.

Κατά την πτώση τους το ρυθμικό θρόισμά τους δίνει την εντύπωση «πιπτούσης χαλάζης ή τριζοβολούσης πυράς». Όταν πέσουν στο έδαφος απομακρύνονται αναζητώντας χώρους για ανάπαυση, αλλά και για αναζήτηση τροφής, κρύβονται δε σε πυκνούς θάμνους, σχοίνους, θυμάρια, πρίνους και, όπου δεν υπάρχουν, κάτω υπό τα κλήματα των αμπέλων. Τη νύκτα της επόμενης ημέρας συγκεντρώνονται και φεύγουν για να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Τα πουλιά κατά τις μεταναστεύσεις τους ακολουθούν τρεις δρόμους:

1) Ο πρώτος ξεκινάει από τη Γροιλανδία και τις Σκανδιναβικές χώρες, περνάει από την Κεντρική Ευρώπη, στρέφεται προς ανατολάς, προχωράει λίγο και μετά κατεβαίνει προς νότο ακολουθώντας τις Δαλματικές ακτές και διερχόμενος από τις δυτικές περιοχές της Ελλάδας καταλήγει στην Αφρική.

2) Ο δεύτερος δρόμος ξεκινάει από τις Ρωσικές στέπες και μέσω Ουκρανίας κατευθύνεται προς τον Εύξεινο Πόντο και από εκεί προς τη Μ. Ασία.

3) Ο τρίτος αρχίζει από την Πολωνία, περνάει από τα Καρπάθια Όρη και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και καταλήγει στην Αφρική.
Τους τρεις αυτούς δρόμους, με ελαφρές παρεκκλίσεις, ακολουθούν τα μεταναστευτικά πουλιά και κατά την παλιννόστησή τους, κατά την επιστροφή τους δηλαδή στις χώρες του Βορρά.

Οι δρόμοι έχουν πλήρως εξακριβωθεί με τη μέθοδο της δακτυλίωσης, με πλήθος παρατηρήσεων από αεροπλάνο, με τηλεσκόπιο και με ραδιοπομπούς. Έχουν μάλιστα συνταχθεί και χάρτες αυτών των δρόμων. Τα ορτύκια κατά την παλιννόστηση χρησιμοποιούν δυτικότερους δρόμους διερχόμενους κυρίως από το Γιβραλτάρ και την Ιβηρική χερσόνησο ή το Τυρρηνικό πέλαγος, επειδή στην Αφρικανική ήπειρο πνέουν την εποχή αυτή νοτιοδυτικοί άνεμοι και έτσι μετατοπίζονται δυτικά.

Η πτήση των ορτυκιών είναι αργή, χαμηλή, ευθεία και παράλληλη προς το έδαφος. Κατά τη μετανάστευση, όμως, πετούν γρήγορα και ανέρχονται σε ψηλά στρώματα. Ο Γουλιέλμος Σπιλλ υπολόγισε την ταχύτητα των σμηνών σε εκατό χιλιόμετρα την ώρα περίπου, το δε ύψος που ανέρχονται κυμαίνεται μεταξύ 1.227 και 2.141 μέτρων.

Από τα ύψη αυτά κατέρχονται απότομα, όταν θέλουν να βαδίσουν στο έδαφος. Η φοβία τους για το νερό τα υποχρεώνει να πετούν όσο το δυνατόν πάνω από την ξηρά. Γι΄ αυτό και διαλέγουν ακραίους σταθμούς ή αφετηρίες για τις πάνω από τη θάλασσα πτήσεις τους, όπως χερσονήσους ή λωρίδες γης που εισχωρούν σε βάθος στη θάλασσα. Εκεί περιμένουν να φυσήξει ούριος για την πορεία τους άνεμος. Η συνεχής πτήση όμως εξαντλεί τις δυνάμεις τους και τα αναγκάζει να κατεβαίνουν κατά διαστήματα στην επιφάνεια της θάλασσας, όπου ξεκουράζονται για λίγο και ανυψώνονται και πάλι για να συνεχίσουν το ταξίδι τους.

Την επικρατούσα αντίληψη των κατοίκων της Μάνης για την πτήση των ορτυκιών πάνω από τη θάλασσα μάς μεταφέρει η Ευαγγελία Καπετανάκου: «ίπτανται, εφ΄ όσον δύνανται υπέρ την θάλασσαν, και όταν κουρασθούν, επικάθηνται της επιφανείας της και ανοίγοντα προς τον άνεμον την ετέραν των πτερύγων, εν είδει ιστίου, ταξιδεύουν ωθούμενα υπ΄ αυτού ως έμψυχα πλοία!!». Στα 1895, ο Γ. Παρασκευόπουλος διατυπώνει για την μακρινή πτήση των ορτυκιών μια άλλη άποψη: «Πώς δε τόσα μικρά πουλιά διασχίζουν τον ατέλειωτον αυτόν αιθέρα δια να φθάσουν εις την Μάνην;

Υπάρχουν υπερμεγέθη όρνεα, τα οποία ακριβολογώτατα καλεί ο λαός ορτυκοσούρταις, επί των πτερωμάτων των οποίων κάθηνται κατά εκατοντάδας τα ορτύκια. Το περίεργον δ΄ είνε το εξής: Όταν κουρασθούν εκ του βάρους η ορτυκοσούρταις τινάσσουν τα πτερά των και πετούν όλα τα ορτύκια τα οποία πάλιν μετ΄ ολίγον επανέρχονται εις το μαλθακόν διβάνι των, το πουπουλωτό πτέρωμα του ορνέου».
Με την άποψη αυτή συντάσσεται και ο Πέτρος Κολονάρος, που στα 1910 γράφει: «Τα ορτύκια συνήθως αφικνούμενα ενταύθα (από του Ταινάρου μέχρι των ορίων του δήμου Μέσσης) ταξιδεύουν μόνο την νύκτα, την δε ημέραν καταλύουσι εις καμμίαν τυχαίαν νήσον. Πρέπει να σημειωθή το περίεργον ότι τα ορτύκια συνεπεία του πάχους των και του βάρους των αδυνατούν να πετάξουν πολύ. Δια τούτο η θεία Πρόνοια εφρόντισε να δημιουργήση τα πλοία, δι΄ ων θα εταξίδευον ταύτα. Υπάρχει είδος πτηνού μεγάλου μη υπαγομένου εις την τάξιν των ορτυκιών και σαρκοφάγον, όπερ χρησιμεύει ως αεροπλάνον των ορτυκιών κατά το μακρόν των ταξείδιον, καθ΄ ο ταύτα κάθηνται επί των νώτων του πτηνού, όπερ ενστίκτως πετά! Τα πτηνά ταύτα εις α ανά ωρισμένον αριθμόν τα ορτύκια ταξιδεύουν καλούνται «ορτυκοσούρτες» υπό των εντοπίων».

Την άφιξή τους στην αφρικανική παραλία περιγράφει ο Μπρέμ:
«Εμφανίζονται ως σκοτεινόν νέφος, ιπτάμενον χαμηλά, πλησίον της επιφανείας της θαλάσσης, όπερ προσεγγίζει ταχέως και συγχρόνως κατέρχεται επί μάλλον και μάλλον. Το κατάκοπον σμήνος καταπίπτει ως έν σώμα αποτόμως εις το έδαφος, πλησιέστατα της ακτής, αμέσως μετά την πρώτην γραμμήν των κυμάτων. Εκεί τα πτωχά πλάσματα κατάκεινται επί πολλά λεπτά της ώρας, αναίσθητα, ανίκανα προς οιανδήποτε κίνησιν. Αλλ΄ η κατάστασις αύτη δεν διαρκεί επί πολύ. Τα πτηνά αρχίζουσι να κινούνται, έν εκ τούτων κάμνει την αρχήν και μετ΄ ολίγον όλα σπεύδουσι, τρέχοντα επί της άμμου, ν΄ αναζητήσωσι καλλίτερα καταφύγια. Πολύς χρόνος παρέρχεται μέχρις ου αποφασίσωσι να χρησιμοποιήσωσι πάλιν τας πτέρυγάς των, πάντως δε κατά την πρώτην ημέραν δεν πράττουσι τούτο άνευ απολύτου ανάγκης. Κατ΄ εμέ δεν θα υπάρχει αμφιβολία ότι τα σμήνη των ορτύγων, αφ΄ ης στιγμής ευρεθώσι πάλιν επί της ξηράς, συνεχίζουσι το ταξίδιον κατά το πλείστον πεζή».

Τα αίτια των αποδημιών
Κυριότερες αιτίες της μετακίνησης των ορτυκιών είναι η ανάγκη της εξασφάλισης τροφής και της διαιώνισης του είδους. Σε πτηνολογικό συνέδριο, που έγινε στη Βηρυτό το 1963, ο πτηνολόγος Αχμέτ Καμίλ ανέπτυξε την άποψη ότι τα ορτύκια και τα τρυγόνια μεταναστεύουν λόγω έλλειψης βιταμίνης σχετικής με τη γονιμοποίηση. Υποστήριξε ότι τα πουλιά αυτά, για τα οποία έχει κάνει ειδικές μελέτες, υπάρχουν περίοδοι του έτους, άνοιξη και φθινόπωρο, κατά τις οποίες αισθάνονται στον οργανισμό τους έλλειψη ερωτικής «παρακαταθήκης».

Η ανανέωση του οργανισμού, η οποία γίνεται με την αλλαγή κλίματος, τα βοηθάει στο να αποθηκεύουν την απαραίτητη βιταμίνη, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στην αναπαραγωγή. Ο Καμίλ κατόρθωσε να απομονώσει τη βιταμίνη αυτή και στη συνέχεια την «εισήγαγε» στον οργανισμό των πτηνών, οπότε παρατήρησε ότι, όταν ήλθε η περίοδος της μετανάστευσης, οι πτερωτοί του τρόφιμοι δεν έδειξαν καμία διάθεση για επιστροφή στην Ευρώπη.

Οι κίνδυνοι της αποδημίας
Τα ορτύκια διώκονται από πολυάριθμα αρπακτικά, θηλαστικά και πτηνα, ιδίως οι νεοσσοί τους από τους οποίους σχεδόν οι μισοί φτάνουν σε ώριμη ηλικία. Η κόπωση και οι απότομες αλλαγές των κλιματικών και ατμοσφαιρικών συνθηκών είναι από τους μεγαλύτερους κινδύνους που αντιμετωπίζουν κατά την αποδημία τους. Στα 1907, στη νήσο Ίο οι κυνηγοί «δεν έκαμαν τίποτε. Δεν έπεσαν πάσες ορτυκιών, διότι οι καιροί δεν ήταν ευνοϊκοί».

Στα δε 1960, η εφημερίδα Ελευθερία σε ανταπόκριση από το Κάϊρο αναφέρει: «Πλείσται χιλιάδες ορτύκων έπεσαν εις την θάλασσαν έξωθι των ακτών του Λιβάνου και της Αιγύπτου. Τα αποδημητικά πτηνά εξαντλήθηκαν κατά τα φαινόμενα υπό των ισχυρών νοτίων ανέμων, που επιβράδυναν την πτήσιν των». Στη μείωση του πληθυσμού των ορτυκιών, εκτός από τις φυσικές απώλειες, συντελούν η λαθροθηρία, το κυνήγι, καθώς επίσης η μόλυνση της ατμόσφαιρας και η αλόγιστη χρήση λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και εντομοκτόνων.

Ο Βασ. Αγτζόγλου στα 1968 σε άρθρο του στην εφημερίδα Ταχυδρόμος γράφει: «το Φθινόπωρο είναι και η εποχή της επιστροφής των ορτυκιών εις την Αφρική. Αλλά άλλαξε και για αυτά φαίνεται ο κόσμος. ?λλοτε έφθαναν εδώ κατά χιλιάδες έτσι που ήταν μια φθηνή και θρεπτική τροφή και χόρταινε ο κόσμος. Τώρα είναι λιγοστά αυτά που φθάνουν. Ίσως φταίει η μόλυνση της ατμόσφαιρας παντού».

Ο Ντίνος Παπαδογεωργής το 1983 στην εφημερίδα Ο Φάρος της Λακωνίας σχολιάζει: «Τα γεωργικά όμως φάρμακα και η μηχανική καλλιέργεια της γης τείνουν να εξαφανίσουν από προσώπου γης τα αποδημητικά πουλιά και πιο πολύ τα ορτύκια. Σήμερα, αν θα πάμε στους ορδυκότοπους κατά το ορδυκολόη, θα ιδούμε βέβαια ιδιωτικά αυτοκίνητα εδώ και εκεί διεσπαρμένα και πάμπολλους κυνηγούς με τελειώτατα όπλα, μα δεν θα ιδούμε τους Μανιάτες αποχάδες με την απαράμιλλη τέχνη τους να αποχεύουν και να πιάνουν ζωντανά τα νοστιμώτατα αυτά πουλιά, τα οποία υπήρξαν για πολλές χιλιετηρίδες το πραγματικό μάννα εξ ουρανού για την άγονη αυτή περιοχή της πατρίδος μας».

Η υποβάθμιση των φυσικών οικοσυστημάτων από ανθρώπινες παρεμβάσεις (πυρκαγιές, δόμηση, μηχανική καλλιέργεια κ.α.) συντελεί στην όλο και μεγαλύτερη μείωση του πληθυσμού των αποδημητικών αυτών πουλιών.

Το κυνήγι των ορτυκιών στη Μάνη

Το κυνήγι των ορτυκιών αποτελούσε ένα από τα κυριότερα εισοδήματα για τους κατοίκους της άγονης περιοχής της νοτιοανατολικής Μάνης, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν με διάφορους τρόπους στον τομέα αυτό της συλλεκτικής οικονομίας με όσο το δυνατόν λιγότερα έξοδα. Έτσι στην περιοχή της Μάνης απαντώνται οι εξής μορφές κυνηγιού:

α. Ατομικό κυνήγι με απόχη
Το ατομικό κυνήγι με απόχη γινόταν σε καλλιεργημένες περιοχές, όπου ο αριθμός των ορτυκιών δεν ήταν μεγάλος, αλλά οι κυνηγοί μπορούσαν «να λέπουσι χάμου τ΄ αρδύκια και να τα κουπώνουσι». Τα ορτύκια συνήθως βρίσκονταν στις γωνίες των χωραφιών κρυμμένα κάτω από υπολείμματα ξερών χόρτων. Το κυνήγι αυτό γινόταν συνήθως τις απογευματινές ώρες κατά τις οποίες τα ορτύκια λόγω του καύσωνα παρουσίαζαν απροθυμία προς πτήση.

β. Το ομαδικό κυνήγι της Τραπέλας
Το κυνήγι της Τραπέλας αποτελούσε μια τεχνική ομαδικού κυνηγιού ορτυκιών στη Μάνη. Την Τραπέλα την αποτελούσε μια ομάδα κυνηγών 7 έως 11 ατόμων, οι λεγόμενοι αποχάδες. Φτάνοντας στους ορτυκότοπους οι αποχάδες διατάσσονταν σε σχήμα οξείας γωνίας ή λαβίδας, όπως σημειώνει ο Κ. Κάσσης, «έχοντος την κορυφή προς το κάτω μέρος των πρανών εδαφών».

γ. Κυνήγι με ζώα
Ο Ντίνος Παπαδογεωργής για τη χρησιμοποίηση της γάτας στο κυνήγι ορτυκιών αναφέρει σχετικά: «Όσοι τις χρησιμοποιούσαν για το σκοπό αυτό φρόντιζαν ώστε η γάτα τους κατά το αρδυκολόη να έχει τέκνο. Έδεναν λοιπόν το γατάκι την νύχτα και η γάτα κουβαλούσε μέχρι το πρωί πουλιά τα οποία ήταν πολλές φορές περισσότερα από όσα κυνηγούσε ένας καλός κυνηγός. Χρήση της γάτας για το σκοπό αυτό έκαναν συνήθως άτομα που δεν ήταν σε θέση να κυνηγήσουν με απόχη».

δ. Κυνήγι με σφεντόνα
Σύμφωνα με τον Κ. Κάσση, τα παιδιά από 3-13 χρονών είχαν ένα δικό τους τρόπο κυνηγιού των ορτυκιών, έκαναν χρήση της σφεντόνας. Σκότωναν ανάλογα με την ημέρα περισσότερα ή λιγότερα. Αν «είχασι πέσει πολλά» σκότωναν πολλά, αν λίγα, σκότωναν λίγα.

ε. Κυνήγι με τουφέκι
Το κυνήγι με το τουφέκι στις αρχές του 20ού αιώνα γινόταν κάτω από αυστηρούς περιορισμούς. Στα 1910 ο Πέτρος Κολονάρος από την Κίττα γράφει: «Επετράπη εις τον κοσμάκην να κυνηγά άνευ αδείας, ενώ πρότερον αφηρπάζοντο τα όπλα ανεπιτρεπτεί υπό των αποσπασμάτων. Όλοι λοιπόν θα κυνηγούν για να κερδίσουν κάτι τι από τα ορτύκια μας χωρίς καρδιοκτύπι αφαρπαγής του όπλου του υπό της εξουσίας. Ας κερδίζει κάτι ο κόσμος τέλος πάντων γενομένης κάποιας επιεικείας».

Οι κυνηγοί με τουφέκι απαγορευόταν να κυνηγήσουν στους χώρους των τραπελών, πριν περάσουν αυτές και μόνον μετά την διέλευση της τραπέλας επιτρεπόταν σ΄ αυτούς να κυνηγήσουν εκεί. Πάντα όμως οι κυνηγοί με όπλα θα έπρεπε να βρίσκονται σε απόσταση εκτός βολής όπλου από την τραπέλα.

Το πάθος των κυνηγών για τα ορτύκια ήταν μεγάλο. Στα 1912 οι κυνηγοί ζητούν από την κυβέρνηση άδεια κυνηγίου και για τους θερινούς μήνες με την υπόσχεση ότι δεν θα σκοτώσουν ωδικά, αλλά θα παραμονεύσουν ειδικώς το πέρασμα ορτυκιών. Ζητούσαν να κυνηγούν σε μια εποχή που το κυνήγι απαγορευόταν παντού ως «καθαρός φόνος πλασμάτων απροστατεύτων. Διότι το κυνήγι εις εποχήν γάμων, ωοτοκίας, εκκολάψεως και διατροφής μικρών, είναι φόνος των πουλιών, τα οποία εγεννήθησαν και εκείνων που θα γεννηθούν, φόνος αυγών, φόνος κυοφοριών».

Ατυχήματα στο κυνήγι του ορτυκιού
Δεν ήταν λίγες οι φορές που το κυνήγι δεν είχε μόνο θύματα τα ορτύκια αλλά και ανθρώπινες ζωές. Παραθέτω ενδεικτικά αποσπάσματα από δημοσιεύσεις στον τύπο που αναφέρουν ατυχήματα αυτού του είδους. ΚΙΤΤΑ, 26 Αυγούστου 1906 (του ανταποκριτού μας). «Καίτοι εν τη αρχή ον το κυνήγιον, εν τούτοις εσημείωσε δύο μικροδυστυχήματα μέχρι τούδε, ως τούτο συμβαίνει συνήθως κατά την θήραν των ορτυκιών. Προ τινων ημερών εις το χωρίον Οχιά ετραυμάτισεν ο Μιχ. Σαμπατάκος τον Νικολ. Καταβελλάκον εις τον αριστερόν οφθαλμόν και διατρέχει κίνδυνον να απολέση αυτόν.

Χθες πάλιν ενταύθα, ενώ εκυνήγουν οι αδελφοί Ηλίας Καβατζάς, φοιτητής της φαρμακευτικής και Γεώργιος, τελειόφοιτος του Γυμνασίου, επλήγωσεν ο δεύτερος τον πρώτον, δι΄ απροσέκτου χειρισμού του όπλου εις τας μηρικάς αρθρώσεις αμφοτέρων των γονάτων. Ευτυχώς τα μικρά σφαιρίδια δεν προχώρησαν, ως εκ του μέρους, πάντως όμως θα επέφερον δυσάρεστα αποτελέσματα, αν διηυθύνοντο ολίγον άνωθεν εις την κοιλιακήν χώραν. Ας παραδειγματισθώσιν όθεν και εκ τούτου οι γονείς και κηδεμόνες των ανηλίκων μικρών κυνηγών, οίτινες ούτως ή άλλως διακινδυνεύουσιν, όπως μη συμβώσιν απευκταία ανεπανόρθωτα». ΚΙΤΤΑ, 31 Αυγούστου 1910. «Τραυματισμός συνέβη εις την κωμόπολιν Λάγεια δύο ώρας εντεύθεν απέχουσαν. Ο Αντώνιος Κάρκαλης ετραυματίσθη κατά το κυνήγιον ορτυκιών υπό τινος συγχωρίου του Κούζουλα αγνώστου ονόματος δια τελείως ασημάντους λόγους».

ΓΕΡΟΛΙΜΗΝ, 9 Σεπτεμβρίου 1910. (Του ανταποκριτού μας Πέτρου Π. Κολονάρου). «Την παρελθούσαν εβδομάδα ο Βασ. Σιμάκος, κάτοικος της κωμοπόλεως μας, κυνηγών εις την περιοχήν Γερολιμένος ετραυματίσθη εξ αμελείας μολονότι υπάρχουν υπόνοιαι εκουσίου τραυματισμού εκ του ότι ο δράστης τραπείς εις φυγήν παραμένει εισέτι άγνωστος και τα βλήματα δεν είναι του συνήθους μεγέθους δια το κυνήγιον ορτυκίων, αλλά μεγαλύτερα. Ούχ ήττον όμως εφιστώμεν την προσοχήν των κυνηγούντων, διότι ακουσίως δύνανται να γίνωσιν ούτοι φονείς και εξ αυτών άλλοι αναιτίως γίνονται θύματα, ως τοιαύτα αρκετά εσημειώθησαν εφέτος».

Το εμπόριο των ορτυκιών στη Μάνη και στην Αίγυπτο
Μάνη
Τα ζωντανά ορτύκια, μετά τη σύλληψή τους, τα τοποθετούσαν αρχικά στις ορτυκοποδιές που χωρούσαν από 20 έως 25 και στη συνέχεια τα μετέφεραν σε ειδικά κατασκευασμένα κλουβιά. Τα κλουβιά αυτά ήταν ξύλινα και σκεπάζονταν με πανί στην οροφή για να μην τραυματίζονται στο κεφάλι κατά τα τινάγματά τους στην προσπάθειά τους να πετάξουν.

Σύμφωνα με τον Ντίνο Παπαδογεωργή, από τα μέσα του 16ου αιώνα, οπότε καταστέλλεται η πειρατεία και η Μεσόγειος απαλλάσσεται από την Αραβική μάστιγα, αρχίζει το εμπόριο της Μάνης με τα λιμάνια της Ελλάδας και της υπόλοιπης Μεσογείου. Μεγάλες κλούβες με ζωντανά ορτύκια πωλούνται από τους Μανιάτες και αναπτύσσεται ένα προσοδοφόρο εμπόριο.

Έτσι δημιουργείται η ανάγκη να συλλαμβάνονται περισσότερα ορτύκια ζωντανά και οπωσδήποτε να μην είναι «ουδέ εις το ελάχιστον τραυματισμένα». Στα 1895 ο Γ. Π. Παρασκευόπουλος αναφέρει: «Ζωηρότατον δε το εμπόριον των ορτύγων. Ποίος δεν έτυχε να παρατηρήση τα διάφορα Γαλλικά ατμόπλοια τα δια Μασσαλίαν αναχωρούντα εκ Πειραιώς, πως εστοιβαγμένα έχουν εκατοντάδας κλωβών πλήρων του νοστιμωτάτου αυτού κυνηγίου». Σύμφωνα με την Ευαγγελία Καπετανάκου στα τέλη του 19ου αιώνα «Η εξαγωγή των ορτύγων γίνεται δια του Γέρω-Λιμένα, του επινείου της Μέσα Μάνης, όπου κυρίως πίπτουν ελαττούμενοι βαθμιαίως καθόσον χωρούμεν προς Βορράν. Η εξαγωγή κυμαίνεται από έτους εις έτος μεταξύ των 100 και 150 χιλιάδων ζώντων ορτύγων. Γίνεται δε εις διάφορα μέρη της Ελλάδος και εις την Μασσαλίαν».

Στα 1910 ο Πέτρος Κολονάρος γράφει: «από τον Γερολιμένα εφορτώθη υπό των ενταύθα εμπόρων ορτυκίων κ.κ. Ι. Χεριάτου, Περιμένη και Θ. Κυρίμη η πρώτη δόσις των ορτυκίων επί του ατμοπλοίου «Κρήτη» της Εταιρείας Γουδή κατευθυνομένου εις Πειραιά. Εκείθεν θα κατευθυνθούν εις Μασσαλίαν της Γαλλίας. Δια συμφωνίας έχουν ορίσει να μεταπωλούν ίσον ποσόν ορτυκίων, όπερ εφέτος έφθασεν εις τας 33 χιλιάδας (11 χιλιάδας έκαστος). Το ποσόν αυτό δεν είναι διόλου ικανοποιητικόν, διότι άλλα έτη το άθροισμα της α΄ δόσεως και των τριών εμπόρων υπερέβαινε τας 150 και 170 πολλάκις χιλιάδας». Ένας παλιός πρόεδρος της κοινότητας του Γερολιμένα στα 1966 θυμάται: «Εκατόν είκοσι χιλιάδες ορτύκια το χρόνο έφθανε η εξαγωγή στη Γαλλία. Έρχονταν τα φραντσέζικα παπόρια στην Καλαμάτα και φόρτωναν κατευθείαν για Μασσαλία».

Στις αρχές του 20ού αιώνα το ορτύκι κατακτά όλο και περισσότερο τις διατροφικές προτιμήσεις των Αθηναίων. Ως αστική διατροφική επιλογή σχολιάζεται μάλιστα και από τον τύπο της εποχής: «Οι Αθηναίοι αυτήν την εποχήν δεν έχουν ανάγκην από γάλλους, τρέφονται όλο με ορτύκι και τρυγώνι!». Οι προμηθευτές διαφημίζονται ακόμα και μέσω του τύπου:

«Εις το κατάστημα του κ. Θ. Πιτσούλη και Κ. Μηλούλη ευρίσκονται ορτύκια του κυνηγιού προς 60 λεπτά έκαστον». Η ζήτηση αυτή διαμορφώνει και την υψηλή τους τιμή. Στα 1901 η εφημερίδα Σκριπ αναφέρει: «Το ακριβώτερον πράγμα είναι εις τα ξενοδοχεία το ορτύκι! Έχει 1,20 το ολιγώτερον! Εις την αγοράν έχει 30 λεπτά μονάχα». Δύο χρόνια αργότερα, στα 1903, η ίδια εφημερίδα ενημερώνει το αναγνωστικό της κοινό ότι:

«Εις την αγοράν τα τελευταία ορτύκια και τρυγώνια υπερτιμήθησαν» και συνεχίζει: «Εις τα ξενοδοχεία η τιμή ενός ορτυκιού ανέρχεται εις το ποσόν, το οποίον έδωσαν μέχρι τούδε οι πλούσιοι υπέρ της Μακεδονίας, δηλαδή εις 2 και 50».

Αίγυπτος
Το κυνήγι των ορτυκιών συνεχιζόταν και στις χώρες του τελικού τους προορισμού. Στην Αίγυπτο το εσωτερικό εμπόριο των ορτυκιών αναπτύχθηκε για να καλύψει τις προτιμήσεις του αγοραστικού κοινού της χώρας. Αναδείχθηκαν όμως και μεγάλα εμπορικά εξαγωγικά κέντρα, όπως το Κάϊρο, από το οποίο το 1960 έγινε εξαγωγή 100 χιλιάδων κατεψυγμένων ορτυκιών στο εξωτερικό. Επίσης η Μάρσα Ματρούχ της Αιγύπτου αποτελούσε σημαντικό εξαγωγικό κέντρο ορτυκιών. Ο Βασίλης Αγτζόγλου, που υπήρξε Γεν. Γραμματέας της εκεί ελληνικής Κοινότητας, στα 1975 γράφει:

«Εδώ στη Δυτική Έρημο ο δεκαπενταύγουστος σημάδευε την εποχή του κυνηγιού των ορτυκιών από τους Μπετουβίνους. Ευλογία του θεού τα ορτύκια για τους ερημίτες, από τότε που ο Παντοδύναμος γλύτωσε τους πιστούς του από τον εξ ασιτίας θάνατο, στέλνοντάς τα εξ ουρανών τακτικά κάθε χρόνο, δίνουν τροφή και βιοπορισμό στους ερημίτες που με το κριθάρι που τους δίδει η γη τους και τα αρνιά τους αποτελούν τα τρία στοιχεία του βιοπορισμού των.

Έτσι σε χρόνια που ο Μπετουβίνος δεν μπόρεσε να εξοφλήσει τις προμήθειες του χρόνου από τα Ελληνικά καταστήματα της Ματρούχας με κριθάρι ή αρνιά, ανέβαλλε την εξόφληση στην εποχή των ορτυκιών, οπότε και αφήνονταν παγίδες και δίκτυα στην απέραντη Δυτική Έρημο και συνάζονταν τα ορτύκια παγιδευμένα κατά χιλιάδες και δινόντουσαν για εξόφληση στους εμπόρους της Μάρσα Ματρούχ που κι αυτοί με την σειρά τους τα εμπορεύονταν είτε στις πόλεις της Αιγύπτου, είτε τα έκαμναν εξαγωγή στην Ευρώπη. Γινόταν μεγάλη εξαγωγή τότε από την Μάρσα Ματρούχ στην Ευρώπη και προ παντός στην Αγγλία. Μεγάλο το περιθώριο του κέρδους.

Αγοράζονταν εδώ τα ορτύκια 3 ή 4 το πολύ μιλλιέμ και πουλιόνταν στην Αγγλία μέχρι 3 σελίνια. Πλοία ψυγεία βέβαια δεν υπήρχαν τότε, αλλά είχε βρεθεί ο τρόπος για την εξαγωγή από τους εφευρετικούς έλληνες εμπόρους. Τα έβαζαν ζωντανά βέβαια σε ειδικά κλουβιά ψηλοτάβανα με ταβάνι πάνινο για να μη λαβώνονται τα πουλιά στο κεφάλι τους, στην προσπάθειά τους για πέταγμα.

Τους έβαζαν φαγί, σπασμένο σιτάρι και νερό, και με συνοδούς ειδικούς υπαλλήλους, που τα πρόσεχαν, τα έστελναν με ιστιοφόρα στο μακρινό τους ταξίδι να διασχίσουν όλη τη Μεσόγειο από Ανατολή σε Δύση, να βγουν στον Ατλαντικό και να φθάσουν στην Αγγλία. Αργότερα μεταχειρίσθηκαν και ένα μικρό ατμόπλοιο. Χρόνια γινόταν αυτή η δουλειά και άφθονα ήταν τα κέρδη όλων, έτσι που σήμερα αναφέρονται ως θρύλος».

Σήμερα το κυνήγι του ορτυκιού έπαψε να αποτελεί σημαντικό οικονομικό παράγοντα της συλλεκτικής οικονομίας. Παραμένει όμως επιτακτική η ανάγκη για την προστασία και τη σωστή διαχείριση του οικοσυστήματος τόσο στα περάσματα των ορτυκιών όσο και στους τόπους προορισμού της αποδημίας τους. Ας αναστρέψουμε τη συνεχή μείωση του πληθυσμού τους κάνοντας τις «πλαγιάδες» της Μάνης το πιο φιλόξενο σταυροδρόμι τους.

 

ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ακριώτης Τριαντάφυλλος, «Τρόποι μελέτης», στο Επτά Ημέρες της Καθημερινής, 1 Οκτωβρίου 2000. Απαλοδήμος Ντίνος, Περιγραφικό λεξικό των πουλιών της Ελλάδος, Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, 1993 Βαγιακάκος Δικαίος, «Ο Λάμπρος Κατσώνης και η Μάνη. Λεβάδεια-Λιβαδειά, Ψαμαθούς-Πορτοκάγιο», Λακωνικαί Σπουδαί, τόμ 12ος, Αθήναι, 1994. Γερμανός Νικόλαος Κ., Ο βίος των ζώων, έκδοσις δεκάτη, εκδοτικός οίκος Ελευθερουδάκη-Νίκα, Αθήναι. Γιαλουράκης Μανώλης, Η Αίγυπτος των Ελλήνων, δεύτερη έκδοση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2006 Καπετανάκου Ευαγγελία, Λακωνικά περίεργα, εν Αθήναις 1909, Εκδόσεις Πελασγός, Α΄ Αναστατική έκδοση, Μάρτιος 2001 Κάσσης Κυριάκος Δ., Λαογραφικά της Μέσα Μάνης, Α΄ Υλική ζωή, Αθήνα 1980 Κουτσιλιέρης Ανάργυρος, «Κυνηγετικά της Μάνης», στο Λαογραφία, τόμος ΙΖ΄, εν Αθήναις, 1957 Κρητικός Θοδωρής, «Ορτύκια-τρυγόνια, οι δρόμοι του γυρισμού…», Έθνος Κυνήγι, αρ. 359/26-3-2008. Μπαζίγος Παναγιώτης, Το φυσικό περιβάλλον της Μάνης και η σημασία του για ανάπτυξη, περ. Μάνη, τεύχ. 20, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2005 Παπαγεωργίου Νικ. Κ., Βιολογία άγριας πανίδας, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1990 Παρασκευόπουλος Γ. Π., Ταξείδια ανά την Ελλάδα, εν Αθήναις 1895, Εκδόσεις Πελασγός, Α΄ Αναστατική έκδοση, Ιούλιος, 2002 Roger Peterso, Guy Mountfort και P.A.D. Hollom, Τα πουλιά της Ελλάδος και της Ευρώπης, Χρυσός τύπος, 1981 Σιμόπουλος Κυριάκος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800, τόμ. Β΄, Αθήνα, 1973 Τσούνης Γρηγόρης, Bird Watching Στο μαγικό κόσμο των πουλιών, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1999 Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΘ΄, Πυρσός Α.Ε Εφημ. Ελευθερία, Αθήνα, 1954, 1955, 1960,1963, 1966 Εφημ. Εμπρός, Αθήνα, 1901, 1906, 1912, 1948, 1962 Εφημ. Σκρίπ, Αθήνα, 1901, 1903, 1908, 1910 Εφημ. Ταχυδρόμος, Αλεξάνδρεια, 1958, 1968, 1975, 1990 Εφημ. Ο Φάρος της Λακωνίας, Πειραιάς, 1983.

 

Πηγή: http://www.mani-ekdoseis.gr/mag.asp?magid=36&catid=4
Αναδημοσίευση από: http://www.enimerosi360.gr/

Πηγή: http://www.gpeppas.gr

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook39
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top