Μήκος κάννης: Ποιό είναι το κατάλληλο;

Το μήκος της κάννης αποτελεί το συχνότερο ερώτημα για κάθε υποψήφιο αγοραστή κυνηγετικού όπλου. Το εντυπωσιακό είναι ότι το ερώτημα αυτό τίθεται όχι μόνο από νέους κυνηγούς που ενδιαφέρονται να αποκτήσουν το πρώτο όπλο της κυνηγετικής τους καριέρας, αλλά και από ανθρώπους που κυνηγάνε επί δεκαετίες και αποφασίζουν να αγοράσουν ένα καινούριο όπλο.

Του Μπάμπη ΑιγινήτηΕλληνική Σχολή Κυνηγετικής Σκοποβολής

Είναι γεγονός ότι ελάχιστοι από εμάς, τους κυνηγούς, είμαστε σε θέση να τεκμηριώσουμε με αδιάσειστα στοιχεία και αντικειμενικά, την προτίμησή μας στον έναν ή τον άλλο τύπο όπλου. Στην πραγματικότητα αυτό που μας οδηγεί στην αποδοχή των ‘κοντόκαννων’ ή των ‘μακρύκαννων’ όπλων στις επιλογές μας, είναι άλλοτε λόγοι παράδοσης κι άλλοτε λόγοι άσχετοι με αυτό καθεαυτό το μήκος των καννών.
Για παράδειγμα αν κάποιος συνάντησε κάποτε έναν εξαιρετικό σκοπευτή στο κυνήγι που χρησιμοποιούσε ένα όπλο με 76 εκατοστά κάννη, είναι λογικό να είναι θετικά διακείμενος απέναντι στα μακρύκαννα όπλα. Πολύ περισσότερο αν έτυχε να αποκτήσει ο ίδιος ένα όπλο που τα μέτρα του κοντακιού του ήταν πολύ κοντά στις δικές του προδιαγραφές, θα είχε μια σημαντική αύξηση των επιτυχιών του, ανεξάρτητα από το μήκος της κάννης. Είναι πολύ πιθανό αυτή την αύξηση των επιτυχιών να τη «χρέωσε» στις κοντές ή μακριές κάννες του όπλου αυτού, ειδικά αν το προηγούμενο όπλο του είχε τελείως διαφορετικό μήκος καννών, χωρίς να είναι βέβαιο ότι αντιλαμβάνονται τη πραγματική αιτία της διαφοράς στην απόδοση.

Από την εποχή της μαύρης πυρίτιδας, υπήρχε στους κυνηγούς μία σημαντική προτίμηση προς τα μακρύκαννα όπλα. Η προτίμηση αυτή είχε λογική και αντικειμενική βάση. Πράγματι τα 76 περίπου εκατοστά (για την ακρίβεια οι 30 ίντσες) που διέθεταν τα περισσότερα όπλα της περιόδου εκείνης, μπορούσαν να εκμεταλλευτούν άριστα την παραγόμενη ενέργεια από την καύση της μαύρης πυρίτιδας.

Κάθε επιλογή βραχύτερου μήκους κάννης, οδηγούσε σε μία υπολογίσιμη απώλεια ενέργειας με τα ανάλογα επακόλουθα στις κυνηγετικές επιτυχίες του κυνηγού. Έτσι καθιερώθηκε σαν «κλασικό μήκος καννών» εκείνο των 30 ή των 32 ιντσών (76,2 και 81,3 εκατοστά αντίστοιχα). Η διάδοση της άκαπνης πυρίτιδας έπεισε γρήγορα τους κυνηγούς της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης, ότι ένα μήκος καννών κοντύτερο των 76 εκατοστών δεν έχει να στερήσει σε τίποτα, από πλευράς βλητικών χαρακτηριστικών, την απόδοση ενός όπλου.
Ωστόσο ο συντηρητισμός της περιόδου εκείνης δεν μπόρεσε να κατέβει χαμηλότερα από τις 28 ίντσες (71 εκατοστά περίπου) που σταδιακά κέρδιζαν έδαφος στην αγορά των λειόκαννων όπλων.

Η πραγματική επανάσταση που τάραξε τα ήσυχα νερά της «μακρύκαννης παράδοσης» ανήκει στον Churchill, εκκεντρικό Άγγλο οπλοκατασκευαστή, που καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του επέδειξε ιδιαίτερη έφεση στις πρωτότυπες και επαναστατικές πατέντες στο λειόκαννο όπλο. Το εικοσιπεντάιντσο όπλο του Churchill, ένα πλαγιόκαννο δίκαννο με κάννες μήκους 63,5 εκατοστών, ανάγκασε τους οπλοκατασκευαστές της περιόδου εκείνης να ασχοληθούν, σε πειραματικό επίπεδο πλέον, και να τεκμηριώσουν με μετρήσεις και στοιχεία, την όποια άποψή τους για το μήκος των καννών.
Έτσι αποδείχτηκε, ότι η απώλεια στην ταχύτητα των σκαγιών δύο πανομοιότυπων όπλων, με πανομοιότυπα φυσίγγια και με μήκη καννών 63,5 και 71 εκατοστά αντίστοιχα, ήταν μόλις 2,6%. Η απώλεια αυτή, μια απώλεια στην κυριολεξία αμελητέα, δικαίωσε τον Churchill μετά από μία εικοσαετή διαμάχη του με το σύνολο σχεδόν των υπόλοιπων οπλοκατασκευαστών. Επί πλέον το θεωρητικό του επιχείρημα ότι ένα όπλο με πολύ κοντύτερες κάννες επωμίζεται ταχύτερα και μας δίνει τη δυνατότητα για μια βολή σε λίγο μικρότερη απόσταση απ’ ότι ένα μακρύκαννο όπλο, εξισορροπούσε τελείως ακόμα κι αυτή την αμελητέα διαφορά στην αρχική ταχύτητα των σκαγιών.

Τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, ίσως και περισσότερο, τουλάχιστον όσον αφορά το χώρο των πλαγιόκαννων και αλληλεπίθετων δίκαννων, οι μοναδικές «ανακαλύψεις» που είδαν το φως της παγκόσμιας αγοράς, είχαν να κάνουν με τα πέλματα των κοντακιών, τις εναλλασσόμενες προσθήκες σύσφιγξης (τσοκάκια), μ’ άλλα λόγια είχαν να κάνουν με στοιχεία που δεν επηρέαζαν αυτή καθεαυτή τη φύση του κυνηγετικού όπλου.

Έτσι οι όποιες απόψεις επιβίωσαν στο ευρύ κυνηγετικό κοινό, σχετίζονταν με την αποδοχή των παλαιών απόψεων υπέρ των μακρύκαννων όπλων, ή με την αντίδραση απέναντι σ’ αυτές τις απόψεις και την υποστήριξη των βραχύκαννων όπλων. Στην πραγματικότητα και οι δύο αυτές απόψεις, εξετάζουν συνήθως ένα μόνο από τα στοιχεία που σχετίζονται με το μήκος της κάννης: εκείνο της βλητικής απόδοσης. Αυτό είναι λάθος, γιατί το στοιχείο της βλητικής απόδοσης σε απόλυτους αριθμούς, έχει ερευνηθεί διεξοδικά και έχει δώσει σαφές προβάδισμα στα βραχύκαννα όπλα. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί στις μέρες μας, παραμένοντας σοβαρός, ότι η απειροελάχιστη διαφορά στην ενέργεια και τις αρχικές ταχύτητες μεταξύ βραχύκαννων και μακρύκαννων όπλων, αποτελεί επαρκή δικαιολογία για να κουβαλάμε πέντε ή δέκα πόντους επί πλέον σωλήνα στο κυνήγι. Είναι όμως μόνο αυτό το στοιχείο που καθορίζει την επιλογή μας σε ένα όπλο; Σαφώς όχι. Το μήκος της κάννης πέρα από τα βλητικά χαρακτηριστικά που προσδίδει στο όπλο, σχετίζεται και με πολλούς άλλους παράγοντες, παράγοντες εξίσου σημαντικούς για την επιτυχή άσκηση του κυνηγίου. Να περάσουμε όμως στην ουσιαστική πλευρά του ζητήματος που είναι η σχέση του μήκους της κάννης και η εύστοχη βολή.

Σχέση μήκους κάννης και εύστοχης βολής

Αν κάτι είναι κοινά αποδεκτό στο χώρο των κυνηγών και σ’ εκείνους που ασχολούνται συστηματικά σε επιστημονικό επίπεδο με το κυνηγετικό όπλο, είναι η άποψη ότι το πρώτο στοιχείο που πρέπει να αποζητά ένας κυνηγός είναι οι σκοπευτικές ικανότητες. Χωρίς αυτές όποιες κι αν είναι οι προδιαγραφές ενός όπλου, είναι καταδικασμένος ο χρήστης του να παραμείνει ένας αποτυχημένος κυνηγός. Οι σκοπευτικές ικανότητες όμως, δεν εξαρτώνται μόνο από υποκειμενικούς παράγοντες.

Το μήκος της κάννης ενός όπλου, συντελεί σημαντικά στην ακρίβεια της σκόπευσης. Η απόκλιση ενός χιλιοστού σε ένα όπλο με μήκος κάννης 65 εκατοστά, μετατρέπεται στα 35 μέτρα σε μία απόκλιση της βολής υπερβολικά μεγάλη, σαφώς μεγαλύτερη απ’ ότι σ’ ένα όπλο με κάννη μήκους 76 εκατοστών.

Το πρόβλημα αυτό είναι πολύ εντονότερο στα πλαγιόκαννα και αλληλεπίθετα δίκαννα, που το μήκος της μπάσκουλας είναι πολύ μικρότερο και δε συμμετέχει ουσιαστικά σαν προσαύξηση της σκοπευτικής ευθείας.

Αντίθετα στα ημιαυτόματα και επαναληπτικά αυτογεμή όπλα (καραμπίνες), ένα από τα ελάχιστα πλεονεκτήματα που συναντά κανείς, είναι η αύξηση της «σκοπευτικής ευθείας», εφόσον η ιδιαίτερα επιμήκης μπάσκουλα του μηχανισμού τους, προστίθεται σ’ αυτή.

Αυτός λοιπόν είναι ένας σημαντικός λόγος, ιδιαίτερα για τους κυνηγούς που επιδίδονται σε κυνήγι καρτεριού, που συνήθως οι βολές είναι πιο «ψαγμένες» ως προς τη σκόπευση και σε μακρύτερες αποστάσεις, να προτιμήσουν ένα όπλο με μεγαλύτερο μήκος καννών. Στην πράξη θα διαπιστώσουν ότι ειδικά στις πλάγιες τουφεκιές (τραβέρσες) μία τέτοια επιλογή θα τους χαρίσει σημαντική αύξηση σκοπευτικών επιτυχιών.

Εκείνοι που δεν έχουν καμία δικαιολογία για την απόκτηση ενός μακρύκαννου όπλου, είναι οι κυνηγοί που επιδίδονται σε κυνήγια με σκύλο φέρμας. Δηλαδή, σε κυνήγια που η μέση απόσταση βολής είναι συνήθως τα 15 ως 25 μέτρα, σ’ αυτές τις σχεδόν ενστικτώδεις βολές, τον σημαντικότερο ρόλο παίζει η ψυχραιμία.
Βέβαια το μήκος της κάννης δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που συμβάλλει στην ακρίβεια της σκόπευσης.

Το μειονέκτημα της κοντής κάννης, αντισταθμίζεται εύκολα στα «καρτεριτζίδικα» κυνήγια, από μια στενή και ψιλή ρίγα, κατάλληλα διαμορφωμένη για ακριβή σκόπευση. Η διαμόρφωση της ρίγας παίζει κι αυτή σημαντικό ρόλο στη βοήθεια για ακρίβεια της σκόπευση. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί μπεκατσοκυνηγοί βρίσκουν εξαιρετικά εύχρηστα τα όπλα με φαρδιά κοίλη ρίγα. Αυτό που δεν ξεπερνιέται, είναι η ψυχραιμία και η ακρίβεια στη σκόπευση, που είναι δύο παράγοντες εξ ορισμού ανταγωνιστικοί σε κάθε μας επιλογή.

Μήκος κάννης και ζύγισμα όπλου

Ένα σημαντικό μειονέκτημα των μακρύκαννων όπλων, είναι η προσθήκη βάρους στο πρόσθιο άκρο της κάννης ή των καννών του. Μια προσθήκη βάρους δηλαδή που δημιουργεί τις εντονότερες εμπροσθόβαρες τάσεις σε κάθε όπλο, τάσεις που καταστρέφουν το “balance” του όπλου, δημιουργώντας έντονες τάσεις για χαμηλές βολές. Το ζύγισμα ενός όπλου όπως το αντιλαμβάνονται πολλοί θέλοντας το όπλο να ισορροπεί όταν τοποθετήσουν το δάχτυλό τους κάτω από τον πίρο συγκράτησης των καννών, ελάχιστη σημασία έχει στην κυνηγετική πράξη.

Το ζύγισμα είναι καθοριστικός παράγοντας στην εύκολη και σωστή χρήση ενός κυνηγετικού όπλου, ως ο λόγος βάρους του όπλου που περικλείεται ανάμεσα στο αριστερό και το δεξιό μας χέρι όταν κρατάμε το όπλο σε μια σωστή επώμιση, προς το συνολικό βάρος του όπλου. Μ’ άλλα λόγια κρατώντας το όπλο στο λαιμό του κοντακιού με το δεξιό μας χέρι (οι δεξιόχειρες) και στο μέσο του ξυστού (πάπιας) για τα αυτογεμή όπλα ή στο πρόσθιο άκρο για τα πλαγιόκαννα δίκαννα με το αριστερό, πρέπει σ’ ένα καλοζυγισμένο όπλο να περικλείεται το μεγαλύτερο βάρος του ανάμεσα στα χέρια μας.

Μ’ αυτή την έννοια οποιαδήποτε προσθήκη βάρους στο πρόσθιο τμήμα του όπλου, προσθήκη που προκαλείται από την αύξηση του μήκους της κάννης, δεν έχει νόημα να εξισορροπείται από αντίστοιχη αύξηση του βάρους στο οπίσθιο τμήμα (στο κοντάκι). Ακριβέστερα δεν έχει νόημα να εξισορροπείται διότι το μειονέκτημα του κακού ζυγίσματος παραμένει κατά τη χρήση του όπλου και σ’ αυτή την περίπτωση. Και βέβαια όλοι γνωρίζουμε ότι ένα οπισθόβαρο κακοζυγισμένο όπλο, είναι προτιμότερο από ένα εμπροσθόβαρο όπλο.
Όλα αυτά βέβαια αφορούν τα’ ακριβά και χειροποίητα δίκαννα πλαγιόκαννα και αλληλεπίθετα. Στα όπλα μαζικής παραγωγής, που είναι και τα περισσότερα, στα χέρια των κυνηγών, το να προσθέσουμε μερικά γραμμάρια βάρους εσωτερικά στο κοντάκι, είναι καλύτερο από το τίποτα. Σίγουρα δεν είναι το ιδανικό αλλά η αίσθηση στα χέρια βελτιώνεται.
βρίσκουν εφαρμογή, μειώνοντας τις επιτυχίες, κυρίως στα κυνήγια εκείνα που απαιτούν ταχεία επώμιση και βολή. Στα καρτεριτζίδικα κυνήγια, οι επιπτώσεις του κακού ζυγίσματος δεν εκμηδενίζονται βέβαια, παρουσιάζονται όμως σαφώς μειωμένες, τουλάχιστον όσον αφορά την πρώτη βολή.

Η τελική επιλογή

Σαν επίλογο σε όσα αναφέρονται παραπάνω, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σημαντικότερο στοιχείο στην επιλογή ενός όπλου, είναι τα μέτρα του κοντακιού και δευτερευόντως το μήκος της κάννης.
Ως προς το μήκος της κάννης όμως, για τους κυνηγούς που επιδίδονται σε κυνήγια με σκύλο φέρμας, ένα όπλο με μήκος κάννης ως 66 εκατοστά, είναι η ορθή επιλογή.
Για εκείνους που επιδίδονται κυρίως σε κυνήγι σε καρτέρι, είναι σίγουρα προτιμότερο το μήκος των 76 εκατοστών, ιδιαίτερα αν πρόκειται για πλαγιόκαννο ή αλληλεπίθετο δίκαννο, ενώ για ένα αυτογεμές (καραμπίνα) ιδανικό μήκος είναι τα 71 εκατοστά.
Το δύσκολο ερώτημα είναι τι θα συνιστούσε κάποιος σαν ιδανικό όπλο γενικού κυνηγίου. Εκεί πιστεύω αναντίρρητα ότι ένα όπλο με μέσο μήκος καννών, 66 ως 68 εκατοστών, είναι η ορθότερη λύση εκλογής, γιατί ένα μεγαλύτερο μήκος κάννης θα ανταποκρινόταν δυσκολότερα στις απαιτήσεις ενός κυνηγιού με σκύλο φέρμας ενώ αντίθετα ένα βραχύτερο μήκος κάννης θα είχε μικρές επιπτώσεις στο καρτεριτζίδικο κυνήγι.

Συμβουλή: Μην επηρεάζεστε από ακραίες περιπτώσεις κυνηγών που αφηγούνται ανεπιβεβαίωτα περιστατικά. Φροντίστε να βελτιώσετε τις σκοπευτικές σας ικανότητες με σωστή προπόνηση και με το όπλο που πραγματικά σας ταιριάζει.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook41
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top