«Mαγεμένα πουλιά» αποκαλούν οι περισσότεροι τις μπεκάτσες, και δεν έχουν άδικο. Αν και γνωρίζουμε γενικά τη συμπεριφορά και τις κινήσεις της μπεκάτσας, εντούτοις πέφτουμε αρκετά συχνά έξω στις προβλέψεις μας. Ιδού όμως πώς θα μάθουμε περισσότερα για τη βασίλισσα του δάσους και πώς θα μειώσουμε το ρίσκο να μείνουμε τελικά με άδεια χέρια.
Η μυστηριακή συμπεριφορά και διάθεση της μπεκάτσας είναι που κάνει το κυνήγι της ιεροτελεστία. Το πολύχρωμο φθινοπωρινό δάσος, οι πυκνές σκοτεινές γωνιές του, τα ομιχλώδη μονοπάτια, οι δροσοσταλίδες της φυλλωσιάς, το λαμπύρισμα της ηλιαχτίδας ανάμεσα στα κλαδιά, η ίδια η μπεκάτσα σιωπηλή και αόρατη, ο σκύλος που εξαφανίζεται και παρουσιάζεται σαν ξωτικό, είναι τα πάντα για τον κυνηγό. Η μπεκάτσα είναι πρόκληση για κυνήγι πνευματικό, για κυνήγι ποιότητας.
Είναι είδος μοναχικό. Συνήθως μεταναστεύει μόνη της, μερικές φορές ανά δύο και σπανιότερα σε ομάδες των έξι ή μεγαλύτερες. Με δακτυλιώσεις που έγιναν αποδείχθηκε ότι παραμένουν πιστά στον τόπο που γεννήθηκαν και επιστρέφουν εκεί για να αναπαραχθούν, χωρίς αυτό να είναι απόλυτο. Τα αρσενικά παρουσιάζουν περισσότερο αυτή τη συμπεριφορά από ό,τι τα θηλυκά.
Αρχίζει να γεννά τα αβγά της τον Μάρτιο, με αποκορύφωμα τα μέσα Μαρτίου ως τα μέσα του Απριλίου. Οι πιο όψιμες φωλιές έχουν βρεθεί ως τα μέσα Ιουλίου. Επιπλέον γεννά τα αβγά της στο έδαφος. Οι νεαρές μπεκάτσες γίνονται ανεξάρτητες στην ηλικία των πέντε-έξι εβδομάδων.
Το χειμώνα, κατά τη διάρκεια της ημέρας, τα πουλιά ξεκουράζονται σε τακτικές θέσεις με πυκνή κάλυψη. Στη συνέχεια, 16-53 λεπτά μετά το ηλιοβασίλεμα πετούν προς τις θέσεις τροφοληψίας και επιστρέφουν ξανά στις θέσεις τους, 23-57 λεπτά πριν το ηλιοβασίλεμα.
Οι παραπάνω χρόνοι μεταβάλλονται ανάλογα με τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες. Σε περίπτωση νεφοκάλυψης εγκαταλείπουν τις θέσεις τους νωρίτερα και επιστρέφουν αργότερα. Τα δρομολόγια αυτά ακολουθούνται καθημερινά, εκτός από μέρες υψηλού παγετού. Τη συνήθεια αυτή της μπεκάτσας εκμεταλλεύονται, καταπατώντας το νόμο, οι λαθροθήρες, που δεν έχουν την ικανότητα και το θάρρος να κυνηγήσουν τη βελουδομάτα στο δάσος.
Η ιδανική μέρα για μπεκάτσες
Ένα υγρό ομιχλώδες περιβάλλον με θερμοκρασίες λίγο κάτω του μηδενός ως επτά ή οχτώ βαθμούς πάνω, με ελαφρύ βοριαδάκι, είναι το ιδανικό σκηνικό για το κυνήγι της, σκηνικό που συντείνει στην επιτυχία και δίνει στον κυνηγό την όρεξη και το κουράγιο να ψάχνει και να περπατάει στις γνωστές γωνιές του δάσους με πάθος γι’ αυτή την πολυπόθητη συνάντηση, με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και σιγουριά.
Στις υγρές μέρες του νοτιά, εξαφανίζεται από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, χάνεται καθώς αυτός ο καιρός την ξαποστέλνει στα ανήλια των βουνών μας και ακόμα παραπέρα. Νευρική, φιλύποπτη και ανήσυχη φεύγει από μακριά, αθόρυβη, αλαφροΐσκιωτη, χωρίς να μπορούμε να τη δούμε, σαν μια φτερωτή ανάλαφρη φευγαλέα οπτασία, που γλιστρά μέσα στα σκοτεινά φυλλώματα και στους κορμούς των δέντρων.
Στην περιγραφή αυτού του πουλιού που καταπλήσσει με την απρόβλεπτη συμπεριφορά του τους πάντες και τα πάντα, οφείλουμε να επισημάνουμε τη μοναδική ικανότητα της μπεκάτσας να ξεπερνάει και τα πιο ακριβή μετεωρολογικά δελτία σε πρόγνωση, καθώς αντιλαμβάνεται τις μεταβολές του καιρού μέρες πριν, με μεγάλη ακρίβεια, καθισμένη πάντοτε στη θέση που της ταιριάζει με τον εκάστοτε καιρό, καθ’ όλη τη διάρκεια της μυστηριώδους παραμονής της στη χώρα μας.
Ο καιρός και οι βασίλισσες
Oι ξαφνικές μεταβολές των καιρικών φαινομένων, στις συγκεκριμένες ημερομηνίες των περασμάτων, επηρεάζουν σίγουρα τη συμπεριφορά των πουλιών, όταν διαδραματίζονται έντονα μετεωρολογικά φαινόμενα, με άμεσους αποδέκτες την ίδια τη φύση, τα πουλιά, τα ζώα και τον άνθρωπο.
Τον Νοέμβριο του 1995 σημειώθηκε στην Ελλάδα ο ψυχρότερος Νοέμβρης των τελευταίων πενήντα χρόνων, κατά την εκτίμηση της Ε.Μ.Υ., με δύο χιονοπτώσεις, η μία στις 5 του μηνός και η άλλη στις 25, με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες για τα φθινοπωρινά δεδομένα της νοτίου Ευρώπης και της Βαλκανικής.
Την επόμενη χρονιά, αντίθετα, ο Νοέμβριος έκανε ρεκόρ υψηλών θερμοκρασιών πανευρωπαϊκά, καθώς και σ’ όλη την πρώην Σοβιετική Ένωση, όπου κανείς δεν θυμόταν τα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια να κυκλοφορούσε με κοντομάνικα μέχρι τα τέλη του μηνός. Αυτό συνέβη και στη χώρα μας όταν ο Νοέμβριος αυτός χαρακτηρίσθηκε ο ξηρότερος και ζεστότερος της τελευταίας πεντηκονταετίας.
Μια στο καρφί και μια στο πέταλο μας το παίζουν οι καιροί τα τελευταία χρόνια: δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες και οι σημαντικές καταστροφές από πλημμύρες στην Ξάνθη, στην Άρτα, στην Κέρκυρα, στην Πάτρα, στην Κόρινθο, στη Μυτιλήνη, στη Ρόδο τη χρονιά του 1997-98. Οι θεομηνίες, λοιπόν, αυτές, πιστεύω ότι, στην προσωρινή τουλάχιστον αλλαγή του τοπικού μας κλίματος, είναι υπεύθυνες για τις εμφανίσεις και για τις εξαφανίσεις ταυτόχρονα των πουλιών σε ευρύτερη γεωγραφική κλίμακα, στα τοπικά και χρονικά στάνταρντ της χώρας μας. Η μείωση της τσίχλας κατά τη χειμερινή περίοδο και ταυτόχρονα η δυναμική της εμφάνιση, σε σημαντικούς αριθμούς, στα μέσα του Φλεβάρη του 1998, μας βάζουν σε σκέψεις αντίθετες απ’ τις επικρατούσες, ότι δήθεν «μειώνονται τα πουλιά και γι’ αυτό δεν τα βλέπουμε το χειμώνα» και διάφορες ανάλογες θεωρίες.
Καλές και κακές χρονιές
Αντιθέτως, η ξαφνική κακοκαιρία που ενέσκηψε στη συνέχεια, στο τέλος του Μάρτη του 1998, κράτησε τα επιστρόφια της μπεκάτσας πίσω. Τον Νοέμβρη του 1995, τα νησιά μας στις 6 του μηνός γέμισαν στην κυριολεξία από μπεκάτσες, όπως και στις 23 του ίδιου μηνός και –γιατί να μας φαίνεται παράξενο;– όταν στη Φλώρινα ο υδράργυρος κατέβηκε στους -10 βαθμούς Κελσίου. Η θαυμάσια αυτή χρονιά, στη συνέχεια, δεν μας έδωσε τίποτε σημαντικό, αφού τα πρώιμα αυτά χιόνια έφεραν για δυο-τρεις μέρες τις μπεκάτσες της χρονιάς στον τόπο μας και στη συνέχεια τις έδιωξαν ολοχρονίς από εδώ. Το 1996 μπορρεί να παρατηρήθηκε ο πιο ζεστός Νοέμβρης των τελευταίων ετών, αλλά και ο πιο υγρός συνάμα Σεπτέμβρης και Οκτώβρης, με αποτέλεσμα να βγουν τα χόρτα του βουνού και τα μανιτάρια ένα μήνα γρηγορότερα. Στη συνέχεια αυτές οι συνθήκες βοήθησαν να έρθουν αρκετές πρώιμες μπεκάτσες, οι οποίες χάθηκαν όμως εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών του Νοέμβρη και των συνεχών νοτιάδων.
Πώς το κλίμα επηρεάζει τις μεταναστεύσεις
Αναφέρονται ενδεικτικά κάποια μετεωρολογικά στοιχεία, για να φανεί ο ρόλος που παίζουν οι απότομες μεταβολές του καιρού στη χώρα μας πάνω στους φτερωτούς μετανάστες, μέσα από τις ακρότητες που επιβάλλουν άμεσα οι κλιματολογικές συνθήκες στο δικό μας περιβάλλον, σε σύγκριση με άλλες γειτονικές χώρες. Η βασικότερη αιτία αυτών των απότομων μεταβολών του καιρού στη χώρα μας είναι η συνεχής εναλλαγή της ξηράς με τη θάλασσα από την ύπαρξη του ορεινού όγκου κατά μήκος του άξονα της Ελλάδος, στον οποίο η ύπαρξη των βουνών προκαλεί σοβαρές μετεωρολογικές εντάσεις.
Οι οροσειρές της Πίνδου, των Αγράφων, ο Τυμφρηστός, το Παναιτωλικό, η Οίτη, τα Βαρδούσια, η Γκιώνα στα βόρεια και κεντρικά της χώρας, το Παναχαϊκό, ο Ερύμανθος, τα Αροάνια, η Κυλλήνη, το Μαίναλο, με τον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα στη νότια χώρα, χωρίζουν την Ελλάδα στα δύο, ρυθμίζοντας τη διανομή των μετεωρολογικών στοιχείων, έτσι ώστε κατά τη βροχερή εποχή του έτους οι θερμοί και υγροί άνεμοι του νότιου τομέα που φθάνουν στη χώρα μας να εναποθέτουν στη δυτική Ελλάδα και πάνω στους ορεινούς όγκους που προανέφερα το μεγαλύτερο μέρος της υγρασίας τους, ενώ στην ανατολική πλευρά να έχουν σχεδόν το μισό ποσοστό του μέσου όρου βροχής.
Έτσι, λοιπόν, οι οροσειρές συγκρατούν το μεγαλύτερο μέρος των όμβριων υδάτων στο δυτικό μέρος τους, ενώ καθιστούν το ανατολικό ξηρό. Οι οροσειρές επίσης αποτελούν φυσικό φράγμα των ανέμων, αναγκάζοντάς τους ή να αλλάξουν κατεύθυνση, προστατεύοντας τους τόπους πίσω από αυτές, ή περνώντας πάνω από τις κορυφές, αλλάζοντας τις τιμές της υγρασίας και της θερμοκρασίας από τις αρχικές τιμές, με αποτέλεσμα να χωρίζουν τον ελληνικό χώρο σε διαφορετικά κατά τόπους μικροκλίματα.
Ένας άλλος σημαντικός παράγων μεταβολών και δημιουργία των κατά τόπους κλιμάτων, είναι η διάταξη των οροσειρών από βορρά προς νότο, όπου προστατεύουν τη δυτική Ελλάδα, καθιστώντας τον ψυχρό βόρειο άνεμο του χειμώνα ηπιότερο και θερμότερο στις περιοχές αυτές. Δεν είναι τυχαίο που οι πόλεις, τα χωριά και τα μαντριά έχουν κατασκευαστεί σε πλαγιές των βουνών που κοιτάζουν το νότο και όχι καταμεσής των κάμπων, όπου η θερμοκρασία είναι σημαντικά χαμηλότερη το χειμώνα και μεγαλύτερη το καλοκαίρι.
Περάσματα πλούσια σε υγρασία
Οι περιοχές της Ελλάδος που έχουν το υψηλότερο ποσοστό ύψους βροχής κατ’ έτος, είναι οι περιοχές της δυτικής Ελλάδος, με μεγαλύτερο ποσοστό αυτό των 1.100 χιλιοστών στην Κέρκυρα και στη Ζάκυνθο, ενώ στους ορεινούς όγκους της Πίνδου φθάνει τα 1.400 χιλιοστά, και στις ορεινές περιοχές της Αρκαδίας τα 1.100. Τον ελάχιστο μέσο όρο βροχής τον παρατηρούμε στην Ιεράπετρα της Κρήτης, με 200 μόνο χιλιοστά, που θεωρείται και το πλέον άνομβρο μέρος της Ελλάδος. Στη συνέχεια, ο Σαρωνικός κόλπος, με 350 χιλ., και η κεντρική Μακεδονία, με 400 χιλ. Το ετήσιο ύψος βροχών στην Ελλάδα διαμορφώνεται κατά κανόνα με ελάττωση των βροχών από δυσμάς προς ανατολάς και από βορρά προς νότο, όπως σε όλες τις μεσογειακές χώρες. Αναφέρω με σειρά τις περιοχές με τις τιμές του ύψους βροχής που έχουν μετρηθεί.
α) Περιοχές ξηρασίας (κάτω των 250 χιλ.). Σ’ αυτές τις περιοχές υπάγονται η Ιεράπετρα και τα νοτιανατολικά της Κρήτης.
β) Περιοχές ασθενών βροχών (250-500 χιλ.). Τα πεδινά της κεντρικής Μακεδονίας, τα νότια πεδινά της ανατολικής Στερεάς, τα πεδινά της ανατολικής Πελοποννήσου, οι Κυκλάδες και η ανατολική Κρήτη.
γ) Περιοχές μέτριων βροχών (500-700 χιλ.). Σ’ αυτές τις περιοχές υπάγονται οι χαμηλοί τόποι της Θεσσαλίας και τα βόρεια πεδινά της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, οι παρά του Κορινθιακού Κόλπου τόποι της Δ. Ελλάδος, τα νησιά του βορείου Αιγαίου, το νοτιοανατολικό άκρο της Λακωνίας με τα Κύθηρα και τέλος η κεντρική Κρήτη.
δ) Περιοχές μεγάλων βροχών (750-1.000 χιλ.). Εκεί υπάγονται οι υψηλοί τόποι της Θεσσαλίας, οι βόρειες Σποράδες, η ανατολική Εύβοια, η δυτική και κεντρική Πελοπόννησος και μέρος της Κεφαλλονιάς.
ε) Στις περιοχές με πολύ μεγάλες βροχοπτώσεις (1.000-2.000 χιλ.) υπάγονται οι υψηλοί τόποι της βορείου Ελλάδος, γενικά της Πελοποννήσου, τα νησιά του Ιονίου Πελάγους και τα ορεινά της Κρήτης.
Παραθέτουμε τα στοιχεία αυτά (από το βιβλίο του Ηλία Μαριολόπουλου «Η διανομή των μετεωρολογικών στοιχείων στην Ελλάδα») για να βοηθήσουν στην καλύτερη εντόπιση των περιοχών που επισκέπτεται η μπεκάτσα, τις πρώτες ημέρες των περασμάτων, αφού η υγρασία που συγκεντρώνουν αυτές οι περιοχές, είναι άκρως απαραίτητη για τη βιολογία της και ειδικά σε σχέση με τις ποσότητες τροφής που υπάρχουν σε κάθε τόπο.
- Το άρθρο βασίζεται στο βιβλίο του Κώστα Δημητρακόπουλου «Οι καιροί και το Κυνήγι», των εκδόσεων O’NEL