Του Κωνσταντίνου Μουσά
Εκείνη τη χρονιά, η φίλη μας η μπεκάτσα μάς έκανε την τιμή να μας επισκεφτεί σε μεγαλύτερους αριθμούς, σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά η οποία είχε κριθεί ως άκρως καταστρεπτική για την μπεκάτσα, μιας και οι εμφανίσεις της ήταν σπάνιες έως ανύπαρκτες. Έτσι, ήρθε το φθινόπωρο το οποίο από τις αρχές του κιόλας άρχισε να δείχνει το αντίθετο…
Οι φίλες μας άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους δειλά δειλά από τις πρώτες κιόλας μέρες του Οκτώβρη, σε μεγάλα υψόμετρα αρχικά, ενώ με το πέρασμα των ημερών άρχισαν να κατεβαίνουν και στα ημιορεινά, μέχρις ότου έφτασαν και στα πεδινά από το πρώτο δεκαήμερο του Νοέμβρη και ύστερα.
Οι μπεκάτσες, φέτος, θα έλεγα πως δεν προτίμησαν έντονα τα κλασικά μπεκατσοτόπια, στα οποία άλλες χρονιές σήκωνες σε ένα 4ωρο κυνήγι από 2 έως και 5 πουλιά, αλλά προτίμησαν μέρη ανοικτά, εκτός λίγων περιπτώσεων, βέβαια, όπου ο καιρός τις ανάγκασε να μετακινηθούν σε μέρη σφικτά, όπου θα προφυλάσσονταν από τον καιρό, καθώς και μέρη παραθαλάσσια με πουρνάρια, στα οποία Σεπτέμβρη μήνα κυνηγούσαμε ορτύκια.
Έφτασαν, λοιπόν, και τα μέσα Δεκέμβρη όπου τα περάσματα έχουν φτάσει στο ζενίθ τους κάθε χρονιά και οι μπεκάτσες μπορείς να πεις πως έχουν κατασταλάξει ως προς τις μετακινήσεις τους και έχουν επιλέξει τα μέρη στα οποία θα ξεχειμωνιάσουν. Είναι η εποχή όπου μπορείς να πεις πως τα πουλιά, εάν δεν έχουν κυνηγηθεί-πιεστεί πολύ από τους κυνηγούς, δέχονται φέρμα και δεν παρουσιάζουν τη νευρικότητα που δείχνουν τις πρώτες μέρες, όπου κάνουν τις πρώτες εμφανίσεις τους.
Ήταν, λοιπόν, μια νύχτα στα μέσα Δεκέμβρη και ο καιρός ήταν καθαρός με άνεμο ελαφρύ βορειο-βορειοδυτικό και με τα αστέρια να λάμπουν, δείχνοντας το δρόμο στις βελουδομάτες για τα νότια μέρη όπου τις περιμένουν κάθε χρόνο, προσφέροντάς τους προστασία από τους παγωμένους χειμώνες των βορειότερων χωρών, αλλά και περιοχών (όταν μιλάμε για εσωτερικές μετακινήσεις).
Πάγος, ο εχθρός της μπεκάτσας
Το ξημέρωμα δεν άργησε να έρθει και ο ουρανός συνέχιζε να είναι καθαρός, με αποτέλεσμα ένα όχι και τόσο λεπτό στρώμα πάγου να έχει σκεπάσει τα πάντα. Από λούμπες με νερό μέχρι και την υγρασία από τα χόρτα ή τα φύλλα των δέντρων, να τα έχει κάνει να δείχνουν όλα ένα κρύσταλλο. Όλα ένας πάγος. Ο εχθρός της μπεκάτσας. Και κάτω από τέτοιες συνθήκες, γνωρίζουμε πως η μπεκάτσα θα επιλέξει να μετακινηθεί σε μέρη παραθαλάσσια, όπου το πέτρωμα του εδάφους περιορίζεται, ή σε ρεματιές, οι οποίες θα καλύπτονται γύρω γύρω από δέντρα που έχουν ρίξει τα φύλλα τους στα οποία βρίσκει τη ζεστασιά της η φίλη μας και, συνήθως, οι κορμοί των γύρω δέντρων είναι περικυκλωμένοι απο κισσούς.
Η ώρα ήταν 6: 30 το πρωί και ξεκινήσαμε να πάρουμε τα σκυλιά μαζί με τον φίλο μου Πέτρο. Πρώτα πήγαμε και πήραμε τα δικά μου. Τον Ντοκ ένα Πόιντερ 2,5 περίπου χρόνων και τη Μάγια. Ένα Σέττερ Ιρλανδίας το οποίο είναι 8,5 μηνών και έχει δείξει πολύ έντονα, θετικά σημάδια στο κυνήγι της μπεκάτσας. Φτάσαμε στο κτήμα μου και πριν προλάβω να σβήσω τη μηχανή του αυτοκινήτου, ήδη τα σκυλιά είχαν αρχίσει να περιμένουν ανυπόμονα και να κουνάνε τις ουρές τους πέρα δώθε, λες και ήξεραν πως επρόκειτο να πάμε για κυνήγι, κοιτώντας προς το πορτόνι του κτήματος σαν να μου λένε: “άργησες αφεντικό, σήμερα είναι ωραία μέρα για κυνήγι”. Λύσιμο των σκυλιών και φόρτωμά τους στο πορτ-παγκάζ τού πλέον καταπονημένου Fiat Punto, το οποίο με οδηγεί 5 χρόνια τώρα στα κυνηγοτόπια, χωρίς να πει πουθενά όχι, μέχρι στιγμής. Ύστερα πήγαμε και πήραμε τη σκύλα του φίλου μου Πέτρου, την Ήρα, ένα αγγλικό Σέττερ 3,5 χρόνων, με αρκετές συναντήσεις με θήραμα στο κυνήγι της μπεκάτσας. Αφού φορτώσαμε και την Ήρα, φτάσαμε, επιτέλους, ύστερα από 45’ στο μέρος όπου επιλέξαμε να κυνηγήσουμε. Η ώρα ήταν πλέον 7: 40 και ήδη ο ήλιος είχε σηκωθεί ψηλά σιγά σιγά, φανερώνοντάς μας όλο και πιο έντονα με το πέρασμα της ώρας τα υπέροχα αυτά χρώματα της φύσης, όπου μόνο εμείς οι κυνηγοί μπορούμε να ζήσουμε! Ένα μέρος μαγικό, μέρος παραθαλάσσιο, με πεύκα ψηλά και ανάμεσα σε αυτά, πουρνάρια σφιχτά, τα οποία προσφέρουν προστασία της φίλης μας της μπεκάτσας από τον εχθρό της τον πάγο. Σταματήσαμε, λοιπόν, κατεβάσαμε τα σκυλιά για να ξεμουδιάσουν, ήπιαμε στα γρήγορα ένα ζεστό καφέ από το θερμός, φορέσαμε τα γιλέκα μας, πήραμε τα όπλα και ξεκινήσαμε το ψάξιμο της βασίλισσας του δάσους. Ο φίλος μου Πέτρος αποφάσισε να ψάξει δεξιά του δρόμου, ενώ εγώ, αναγκαστικά, θα έπαιρνα το αριστερό μέρος του. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, και αφού είχαμε ήδη προχωρήσει περίπου 800 μέτρα, το Πόιντέρ μου έπιασε ένα ντορό, έκανε ένα ανέβασμα και με το γρήγορο αυτό ανέβασμα-ποντάρισμα, που έχουν τα Πόιντερ, προσπαθούσε να εντοπίσει την πηγή αυτής της μαγευτικής μυρουδιάς που μεθάει τα σκυλιά και τα κάνει να παθιάζονται όλο και πιο πολύ στην ανεύρεσή της.
Η σεττερίτσα η Μάγια
Ύστερα από λίγα λεπτά και ενώ έδειχνε έντονα σημάδια πως ήξερε που περίπου ήταν η μπεκάτσα, ένα ξαφνικό σταμάτημα ήρθε, σαν συλλογισμός θα έλεγα, σαν να προσπαθεί να σκεφτεί πώς θα την κυκλώσει δίνοντάς μου ευκολότερο στόχο. Δεν πέρασαν ούτε 5 δευτερόλεπτα και συνέχισε το ψάξιμο πιο μεθοδικά, ανοίγοντας τον κύκλο έρευνάς του ακόμα πιο πολύ, έτσι ώστε να μην ζορίσει το πουλί και το κάνει να σηκωθεί. Από κοντά του, βέβαια, πήγαινε η σεττερίτσα μου, η Μάγια, η οποία πλέον είχε καταλάβει μάλλον τι γινόταν.
Ξαφνικά, απόλυτη ησυχία. Το τσοκάνι του σκύλου μου δεν ακουγόταν πια και προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω σε ποιο μέρος άκουσα για τελευταία φορά τον κλασικό αυτό ήχο του τσοκανιού. Μπίπερ δεν χρησιμοποιώ, όχι διότι δεν είναι ικανά τα σκυλιά μου να χάνονται στο πυκνό, με αποτέλεσμα να μην έχω άμεση οπτική επαφή με αυτά έτσι ώστε να χρησιμοποιήσω το Μπίπερ, απλά το βρίσκω άκρως ΑΝΤΙΑΙΣΘΗΤΙΚΟ στο κυνήγι της μπεκάτσας, το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο παρά το πιο κλασικό, παραδοσιακό κυνήγι και είναι κρίμα να χρησιμοποιούμε τέτοιου είδους ηλεκτρονικά μέσα σε ένα τέτοιο κυνήγι. Χαλάει όλη την ομορφιά αυτού του κυνηγίου. Ναι, μεν, ίσως να σου δώσει σε μερικές περιπτώσεις σε πολύ σφιχτό μέρος κάποια περισσότερα πουλιά, αλλά χαλάει την όλη ομορφιά του κυνηγίου τής μπεκάτσας! Δεν πειράζει, ας χάσω μερικά πουλιά, εξάλλου αν τα χτυπήσουμε όλα δεν θα μείνει και τίποτα.
Εγώ προσωπικά βασίζομαι περισσότερο στις δυνατότητες των σκυλιών. Εξάλλου, αυτά είναι που δίνουν την πραγματική μάχη απέναντι στη βασίλισσα του δάσους.
Εκεί, λοιπόν, που προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω από που άκουσα τελευταία φορά τον ήχο από το τσοκάνι, ακούω μέσα από ένα πουρνάρι, από αυτά που δημιουργούν τους “κουφόλογγους” και η μπεκάτσα λατρεύει, κλαριά να κουνιούνται. Ξαφνικά ακούω ένα δυνατό “πα-πα-πα-πα”, το γνωστό ήχο που κάνει η μπεκάτσα όταν σηκώνεται. Ενστικτωδώς σηκώνω το όπλο και ρίχνω μια μπηχτή τουφεκιά, χωρίς να μου δοθεί ευκαιρία για δεύτερη, και περιμένω να δω αν το Πόιντερ θα μου απορτάρει το πουλί ή όχι. Δυστυχώς, το πουλί είχε φύγει, αλλά τελικά μου βγήκε σε καλό. Το πουλί αυτό είχε δεχτεί την πίεση από το Πόιντερ από τη μια, και από την άλλη πλευρά ήμουν εγώ, με αποτέλεσμα να παραμένει λουφαγμένο, πιέζοντας όσο το δυνατό περισσότερο την πλάτη του, προσπαθώντας να γίνει ένα με το έδαφος. Όμως, κάπου στο ενδιάμεσο υπήρχε και η Μάγια, η οποία προφανώς είχε αντιληφθεί και αυτή τη μαγευτική μυρωδιά της μπεκάτσας, είχε δει τον Ντοκ φερμαρισμένο και προσπάθησε με ένα γρήγορο αλλά και συνάμα αιλουροειδές πλησίασμα να πλησιάσει την πηγή της μαγευτικής αυτής μυρουδιάς, που προερχόταν από την μπεκάτσα. Δεν τα κατάφερε, όμως. Η απειρία της και το πλησίασμα που προσπάθησε να κάνει ήταν τα αίτια να σηκωθεί το πουλί, αφού, πλησιάζοντάς το, δημιούργησε “αρκετό” θόρυβο, τέτοιο ώστε να αναγκάσει το πουλί να σηκωθεί φοβισμένο και πανικοβλημένο από την πίεση των σκύλων και τη δική μου.
Ο Ντοκ, στητός σαν άγαλμα
Φώναξα γρήγορα τα σκυλιά και πήρα την πορεία την οποία ακολούθησε το πουλί, προσπαθώντας να το ξαναβρώ. Καθώς έψαχνα, ακούω από την απέναντι πλευρά του δρόμου δύο απανωτές τουφεκιές. Ένα χαμόγελο ήρθε γρήγορα στα χείλη μου και σκέφτηκα: “ο Πέτρος την πήρε”. Ξέροντας τις σκοπευτικές του ικανότητες και πως για να ρίξει δεύτερη τουφεκιά σε αυτό το μέρος, μάλλον, του δόθηκε η ευκαιρία να την πάρει.
Προχώρησα, λοιπόν, ψάχνοντας δεξιά και αριστερά για την εύρεση του πουλιού, που μόλις είχε σηκωθεί.
Έφτασα σε μια απόσταση περίπου 300-350 μέτρων από εκεί που πρωτοσηκώθηκε και γρήγορα ο Ντοκ μού έδειξε ξανά σημάδια, βρήκε τη γνώριμη πλέον σε αυτόν μυρωδιά. Αυτή τη φορά, όμως, το σκηνικό ήταν πιο σύντομο. Ο Ντοκ έμεινε σε μια αγαλματένια στάση, κόντρα στο ελαφρύ αεράκι που του έφερνε κυριολεκτικά στα ρουθούνια του τη γνωστή μυρωδιά και να προσπαθεί να “γευτεί” όσο το δυνατό περισσότερο τη στιγμή, ανοιγοκλείνοντας τα ρουθούνια του και με την ουρά όχι ιδιαίτερα σηκωμένη ψηλά, σημάδι που μου έδειχνε πως το πουλί βρισκόταν σε μικρή απόσταση από αυτόν.
Βλέπω τη Μάγια, από πίσω του αυτή τη φορά, να πλησιάζει πιο επιφυλακτικά και να μένει σε φέρμα και αυτή, κάνα μέτρο πίσω από το Πόιντερ. Οι χτύποι της καρδιάς στο maximum αυτή τη φορά, όχι γιατί βρήκα ξανά το πουλί, αλλά περισσότερο διότι χαιρόμουν που είδα επιτέλους τη Μάγια να έχει συνειδητοποιήσει και να έχει μπει στο παιχνίδι με “αντίπαλο” την μπεκάτσα, ακολουθώντας τους κανόνες. Άφησα τα σκυλιά να μείνουν σε φέρμα όση ώρα γινόταν. Ήθελα περισσότερο η μικρή να “ψηθεί” σε αυτή τη μυρωδιά και να της γίνει γνώριμη αλλά παράλληλα να παθιαστεί.
Το πουλί μάλλον προσπάθησε να ποδαρώσει λίγο και ένα βίαιο ποντάρισμα από το Πόιντερ την ανάγκασε να σηκωθεί, με αποτέλεσμα με μια τουφεκιά να πέσει.
Μάθημα μεθόδου
Ο Ντοκ έτρεξε γρήγορα και μου έφερε την μπεκάτσα, ενώ από πίσω η Μάγια να προσπαθεί να την πάρει σαν να ήθελε να του πει πως η μπεκάτσα ήταν για αυτήν!
Η απειρία, λοιπόν, αυτή της σεττερίτσας μου, στην πρώτη συνάντηση με αυτό το πουλί, βγήκε σε καλό μιας και έκανε τη Μάγια να γίνει πιο επιφυλακτική και πιο μεθοδική ίσως, θα έλεγα, στο ψάξιμο του μοναχικού αυτού πουλιού, αφού πραγματικά η διαφορά ύστερα από αυτή τη συνάντηση φάνηκε πολύ έντονα.
Συνεχίσαμε το ψάξιμο και έπειτα από αρκετή ώρα βρήκαμε ένα ακόμα ντόρο με αποτέλεσμα, ύστερα από επανάληψη του προηγούμενου σκηνικού, πιο σύντομου, όμως, αυτή τη φορά, η δεύτερη μπεκάτσα να μπει στο γιλέκο. Από την πλευρά του φίλου μου Πέτρου δεν άκουσα άλλες τουφεκιές, σημάδι πως μάλλον δε βρήκε άλλο πουλί. Τον πήρα τηλέφωνο στο κινητό του και αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο αυτοκίνητο για να επιστρέψουμε. Άλλωστε, η ώρα ήταν ήδη περασμένη, 12 το μεσημέρι.
Βρεθήκαμε, λοιπόν, στο αυτοκίνητο ύστερα από μισή ώρα και είδα με έκπληξη πως ο φίλος μου είχε πάρει και αυτός μια μπεκάτσα, τεράστια σε μέγεθος και γεμάτη πλούσια χρώματα. Άρα, προφανώς, ήταν μεγάλη και σε ηλικία.
Ήταν ένα πουλί πολύ έξυπνο και πονηρό και μου είπε πως την είχε σηκώσει 3 φορές μέχρι να την πάρει, απλά δεν τουφέκισε γιατί δεν είχε καθαρό και για να μην κάνει το πουλί αυτό να απομακρυνθεί πολύ, ζορίζοντάς το με τις τουφεκιές, με αποτέλεσμα να μην το βρει αφού θα έπιανε σε πολύ μακρινό μέρος. Συνηθισμένο φαινόμενο στα πουλιά τη φετινή χρονιά. Πόσο μάλιστα σε πουλιά ενήλικα, κυνηγημένα.
Πήραμε, λοιπόν, το δρόμο του γυρισμού, εξιστορώντας ο καθένας πώς πλησιάσαμε τα πουλιά αυτά. Μια συζήτηση που ο καθένας μας πιστεύω κάνει στο γυρισμό από το κυνήγι και είναι το μέρος του κυνηγίου που δίνει ένα άλλο είδος ευχαρίστησης σε όλους μας. Αυτή τη φορά, όμως, ήταν κάτι το ξεχωριστό μιας και άρχισε να μπαίνει στο παιχνίδι και η μικρή μου φίλη Μάγια.
Αρκετά καλή χρονιά
Όχι υπερβολικά πολλά πουλιά, αλλά η χρονιά εκείνη ήταν αρκετά καλή. Επίσης, παρατηρήθηκε το φαινόμενο της μείωσης του παράνομου καρτεριού τής μπεκάτσας, κάτι το οποίο είναι πραγματική κατάρα, τόσο για εμάς τους μπεκατσοκυνηγούς όσο και για την ίδια την μπεκάτσα!
Πιστεύω οι επόμενες χρονιές, αν ο καιρός μας πάει καλά, και το λέω αυτό διότι οι μετακινήσεις τής μπεκάτσας εξαρτώνται άμεσα από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην Ευρώπη, αλλά και στη χώρα μας, θα είναι ακόμα καλύτερες, με περισσότερες συγκινήσεις σε αυτό το μαγευτικό κυνήγι της μπεκάτσας.
Εύχομαι σε όλους μας, καλά κυνήγια και με καλά μπεκατσόσκυλα!