Απαντήσεις στα πρακτικά ζητήματα που έχουν δημιουργηθεί σχετικά με την θεώρηση άδειας κυνηγιού, με την κατάσχεση αυτής και σε ποιες περιπτώσεις επιτρέπεται η ανάκλησή της και από ποιόν πρέπει να εκδοθεί.
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Όπως είναι γνωστό σε όλους μας απαραίτητη προϋπόθεση για να κυνηγήσουμε πρέπει να έχουμε και να κατέχουμε, κατά την άσκηση του κυνηγιού, την θεωρημένη άδεια θήρας (κυνηγιού) για την συγκεκριμένη κυνηγετική περίοδο. Σύμφωνα με το άρθρο 262 παρ. 1 του Δασικού Κώδικα (ΝΔ 86/69) «Η θήρα επιτρέπεται μόνο εις τον κάτοχο άδειας θήρας, εκδιδόμενης εις τον τόπο της μονίμου κατοικίας του υπό της αρμόδιας δασικής αρχής». Κατά την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου «Η άδεια θήρας, ούσα προσωπική και αμεταβίβαστος, ισχύει για την κυνηγετική περίοδο και περιφέρεια, δι’ ήν εξεδόθη, διακρίνεται δε σε τοπική, περιφερειακή, γενική…».
Σύμφωνα με τα άρθρο 264 παρ. 1 «Άδεια θήρας δεν χορηγείται εις τους καταδικασθέντας:
α. επί κακουργήματι εις οιαδήποτε ποινή ή πλημμελήματι, δι’ ο επεβλήθη στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων,
β. επί ζωοκλοπή, ζωοκτονία, παράνομη οπλοφορία, παράνομη κατοχή όπλου και παράβαση των διατάξεων περί θήρας,
γ. επί εμπρησμώ, ανθρωποκτονία εξ’ αμελείας και φθορά ξένης ιδιοκτησίας εφ’ όσον η τέλεσις των αδικημάτων τούτων συνδέεται προς την άσκηση θήρας και προς την προστασία των Δασών».
Παρ. γ΄περ. β΄ «προκειμένου για καταδικασθέντος μεν για παράβαση των διατάξεων περί θήρας δύναται να εγκριθεί η χορήγηση άδειας θήρας … μετά πάροδο δύο (2) ετών από της εκτίσεως της ποινής για καταδικασθέντα σε βαθμό πταίσματος και μετά πάροδο πέντε (5) ετών για καταδικασθέντα σε βαθμό πλημμελήματος».
Άρθρο 2 «Η μετά την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου καταδίκη δια παράβασιν των διατάξεων του παρόντος, συνεπάγεται την ακύρωση της άδειας θήρας, ήτις κατάσχεται υπό των αρμόδιων δια την τήρηση των διατάξεων του παρόντος δημοσίων οργάνων άνευ επιστροφής των καταβληθέντων δια την έκδοσιν χρηματικών ποσών».
Τέλος σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 289 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα «…. Οι υπάλληλοι και τα όργανα της παρ. 1 ως και οι φύλακες θήρας ……. Οι ανωτέρω υποχρεούνται όπως επί πάσης παράβασης των διατάξεων του παρόντος, καθ’ οιονδήποτε περίοδο, κατάσχουν την άδεια θήρας, τα όπλα ως και πάντα τα χρησιμοποιηθέντα μέσα δια την ενέργεια παρανόμου θήρας….».
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν τα εξής:
1. Η άδεια κυνηγιού είναι προσωπική και αμεταβίβαστος. Δηλαδή με αυτή μπορεί να κυνηγά μόνο το πρόσωπο για το οποίο εξεδόθη (θεωρήθηκε) και κανείς άλλος.
2. Εκδίδεται από την αρμόδια δασική αρχή-Δασαρχείο του τόπου κατοικίας του κυνηγού. Τούτο διότι, ως προεξέθεσα, το Δασαρχείο του τόπου κατοικίας του κυνηγού ενημερώνεται από τον αρμόδια Εισαγγελέα για όποια καταδίκη του οιουδήποτε κυνηγού η οποία στερεί τούτον (κυνηγό) του δικαιώματος να θεωρήσει άδεια θήρας και κατ’ ακολουθία να κυνηγήσει.
Πολλοί συνάδελφοι κυνηγοί και στις περιπτώσεις αυτές αλλά και σε περιπτώσεις που κατάσχεται η άδεια θεωρούν άδεια κυνηγιού σε διαφορετικά Δασαρχεία και κυνηγετικούς συλλόγους άλλων περιοχών εκτός του τόπου της μονίμου κατοικίας των υπογράφοντες υπεύθυνη δήλωση που υποβάλλουν στο Δασαρχείο με την οποία βεβαιώνουν στο Δασαρχείο ότι είναι μόνιμοι κάτοικοι της άλλης περιοχής και ότι δεν έχουν καταδικαστεί για τα άνω αδικήματα.
Σε τέτοια περίπτωση διαπράττουν το αδίκημα της υποβολής ενώπιον δημόσιας αρχής ψευδούς δήλωσης κατά παράβαση του άρθρου 4 του Ν. 1599/1986, η οποία (παράβαση) επισύρει ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους… για να παραγραφεί το εν λόγω αδίκημα, αν δεν ασκηθεί εν τω μεταξύ ποινική δίωξη, απαιτείται να παρέλθουν πέντε (5) χρόνια από τον χρόνο της υποβολής της.
Πιστεύω και συνιστώ να αποφεύγεται η «οδός» αυτή. Άλλωστε αν δεν συντρέχει καταδίκη για κακούργημα κλπ τότε η στέρηση της άδειας θα είναι για μια μόνο κυνηγετική περίοδο όπως και κατωτέρω θα εκθέσω.
3. Αν δεν κατασχεθεί η άδεια κυνηγιού, για οιονδήποτε λόγο, τότε μπορεί να κυνηγήσει κατά την περίοδο για την οποία έχει θεωρηθεί. Από καμία διάταξη δεν προβλέπεται η εκ των υστέρων κατάσχεσή της ή ανάκληση και ακύρωσή της. Αν τούτο ήθελε ο νομοθέτης να εφαρμόζεται τότε θα ορίζετο ρητά από κάποια διάταξη της δασικής νομοθεσίας.
4. Τα Δασαρχεία, σχεδόν παγίως, σε περίπτωση υποβολής εναντίον κάποιου κυνηγού μήνυσης για παράβαση του νόμου περί θήρας και αφού λάβουν γνώση αυτής, ανακαλούν την άδεια κυνηγιού επικαλούμενα την άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 264 του Δασικού Κώδικα. Τούτο πιστεύω δεν είναι σωστό διότι η συγκεκριμένη διάταξη προβλέπει την ανάκληση και ακύρωση της άδεια θήρας μόνο σε περίπτωση καταδίκης του κυνηγού και όχι σε περίπτωση υποβολής εναντίον του μήνυσης. Ο κατηγορούμενος έχει πάντοτε το τεκμήριο της αθωότητας και αν δεν είναι δυνατόν να ανακαλείται η άδεια κυνηγιού η οποία δεν κατεσχέθη κατά την διαπίστωση της παράβασης για οιονδήποτε λόγο. Είναι δε πολύ πιθανόν να αθωωθεί από το αρμόδιο δικαστήριο κατά την εκδίκαση της μήνυσης. Είναι τελείως διαφορετική η περίπτωση της κατάσχεσης της όταν καταλαμβάνεται να διενεργεί παράνομη θήρα στοιχείο που κατά ρητή επιταγή του άνω άρθρου 289 παρ. 2 ο θηροφύλακας υποχρεούται, εκείνη τη στιγμή, να κατάσχει την άδεια του κυνηγιού.
Επίσης πολλά Δασαρχεία δεν θεωρούν άδεια θήρας σε κυνηγούς οι οποίοι έχουν μηνυθεί πριν από την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου δηλαδή στο χρονικό διάστημα από 1/3 έως 20/8 κάθε χρόνου. Τούτο δεν προβλέπεται από καμία διάταξη του Δασικού Κώδικα.
Επίσης και σε περίπτωση καταδίκης του κυνηγού για παράβαση των περί θήρας διατάξεων και πάλι οι δασικές αρχές υποχρεούνται να θεωρούν άδειες κυνηγιού στους καταδικασθέντες αν η επιβληθείσα σε αυτούς ποινή ανεστάλη με απόφαση του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση οπότε αναστέλλονται και οι παρεπόμενες ποινές όπως είναι και η στέρησης του δικαιώματος στον καταδικασθέντα κυνηγό να θεωρήσει άδεια κυνηγιού ή αν ασκήθηκε από τον καταδικασθέντα κατά της καταδικαστικής απόφασης, έφεση, η οποία έχει από τον νόμο ανασταλτικό αποτέλεσμα αν η επιβληθείσα ποινή δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια. Επίσης και πέραν των τριών ετών η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα αν το δικαστήριο κρίνει αλλιώς.
Άρθρο του δικηγόρου Ηλία Μπεκιάρη από το περιοδικό Κυνηγός & Φύση