Πολλά χρόνια τώρα, παραθερίζω κάθε καλοκαίρι στο δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής στη μαγευτική Σάρτη. Ονειρεμένες, πεντακάθαρες ακρογιαλιές και φιλόξενοι άνθρωποι. Γνώρισα πολλούς καλούς φίλους και όλοι τους κυνηγοί αγριόχοιρων.
Μαζεμένοι στην πιτσαρία του Παναγιώτη, κυνηγός με μεράκι και ξεχωριστή τέχνη στο μαγείρεμα.
Η παρέα μας αποτελείτο από: τον Γιάννη Ανδρεάδη, Γιώργο Δασκάλου, Δημήτρη Σταμάτιαλη, τον γιατρό μας Δημήτρη Αργυρίδη και τον Νίκο, τον αδελφό του Παναγιώτη.
Καθισμένοι γύρω από το τραπέζι τρώγοντας και πίνοντας κόκκινο κρασί, λέγαμε τις κυνηγετικές μας ιστορίες. Ο Νίκος μάς διηγήθηκε μία απίθανη αλλά πραγματική ιστορία που συνέβη στο χωριό του, το 1963…
Δεκέμβριος του 1963
«Περιμέναμε τα Χριστούγεννα» λέει ο Νίκος. Ο συγχωριανός του ο Κώστας, ψαράς και κυνηγός συγχρόνως, έφθασε ξημερώματα με τη βαρκούλα του στο Λιμάνι με άδεια δίχτυα.
Στεναχωρημένος και απογοητευμένος, έδεσε τη βάρκα του στο λιμάνι και πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Φθάνοντας στο σπίτι του, τον ρώτησε η γυναίκα του: «Πάλι με άδεια χέρια γύρισες βρε Κώστα»;
«Δυστυχώς, πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και όλο γκίνια με δέρνει»… απάντησε ο Κώστας μη μπορώντας να βγάλει πλέον το μεροκάματο της ημέρας.
Πετά το βαρύ επανωφόρι του πάνω στο κρεβάτι και λέει στη γυναίκα του να του ψήσει ένα καφέ.
Βλέποντας τόσο στεναχωρημένο τον άνδρα της του λέει: «Δεν θα πεθάνουμε Κώστα για την άδεια ψαριά. Αποτυχία σήμερα, επιτυχία αύριο. Ο Θεός είναι μεγάλος».
Πίνει τον καφέ του ο Κώστας και ακουμπισμένος στον αγκώνα του κρατά το μέτωπό του και συλλογίζεται.
Δεν πέρασαν δύο λεπτά και σαν ελατήριο πετιέται όρθιος, βγάζοντας γρήγορά-γρήγορα τα ρούχα του και να φορά τα κυνηγετικά του.
«Που πας τέτοια ώρα»; Τον ρώτησε η γυναίκα του.
«Άσε ρε γυναίκα θα τρελαθώ εδώ μέσα! Θα ανέβω στο βουνό το Δραγοδέλι, να αναπνεύσω λίγο καθαρό αέρα, μήπως βρω καμιά μπεκάτσα», της απάντησε.
Το όπλο επ΄ ώμου και χωρίς το σκύλο του που ασθενούσε τη συγκεκριμένη στιγμή, ξεκίνησε για το βουνό. Μετά από λίγη ώρα έφθασε στον τόπο του κυνηγίου. Γέμισε το τουφέκι του με κατάλληλα φυσίγγια για πουλιά και ξεκίνησε για να συναντήσει τη βασίλισσα του δάσους, τη μπεκάτσα.
Κατηφορίζοντας το λόφο
Πέρασε από τα πιο πιθανά σημεία μήπως και συναντήσει κάποια, δυστυχώς όμως κανένα πουλί δεν βρέθηκε στο δρόμο του.
Η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί σκέφτηκε ο Κώστας και πήρε το δρόμο της επιστροφής, κατηφορίζοντας το πυκνό δάσος. Πριν από ένα χρόνο στο ίδιο γνωστό μέρος που κατέβαινε, στη ρίζα ενός δένδρου φώλιαζε ένας λαγός, τον οποίο τον είχε δει ο Κώστας και τον είχε πυροβολήσει. Κατηφόριζε τώρα και μονολογούσε τι ωραία που θα ήταν αν συνέβαινε το ίδιο.
Βάδιζε και τα μάτια του έλεγχαν όλα τα σημεία μήπως και ανακαλύψει κάποιον αυτιά να φωλιάζει. Δεν περπάτησε περισσότερα από 50 μέτρα και βλέπει στα 5 μέτρα αριστερά του, να τον κοιτάζουν δύο μεγάλα μάτια, μέσα από ένα πυκνό θάμνο.
Δεν σταμάτησε να περπατά και συνέχισε. Κατάλαβε πως είναι κάποιο μεγάλο αγριογούρουνο. Απομακρύνθηκε αρκετά μέτρα, σταμάτησε λίγο και αφού σημάδεψε καλά το μέρος με το μυαλό του, κατέβηκε στο χωριό.
Παζαρεύοντας…
Πήγε στο σπίτι του, άφησε το τουφέκι του και τράβηξε αμέσως για την πλατεία. Βρέθηκε στο κρεοπωλείο του Σάκια. Τι δουλειά είχε εκεί; Απλούστατα πήγε για να παζαρέψει το αγριογούρουνο που ήταν φωλιασμένο στον πυκνό θάμνο.
«Σάκια»,του λέει, «έχω ένα αγριογούρουνο κάτι παραπάνω από πενήντα οκάδες, πόσο θα το πληρώσεις την οκά»; «Τριανταπέντε δραχμές την οκά» του λέει ο κρεοπώλης. «Δεν σου το δίνω», του λέει ο Κώστας. «Και πόσο το θέλεις εσύ ρε Κώστα»; «Σαρανταπέντε ακατέβατα αλλιώς το δίνω στο άλλο κρεοπωλείο», απαντά ο Κώστα.
«Τέλος πάντων… Επειδή έρχονται Χριστούγεννα, στο δίνω 45». «Δεν μου δίνεις και μία μικρή προκαταβολή;», τον ρωτά ο Κώστας. Ο κρεοπώλης του δίνει 500 δραχμές για καπάρο.
Χαρούμενος τώρα ο Κώστας που η συμφωνία έκλεισε, έφυγε ολοταχώς για το σπίτι του.
Ο κρεοπώλης τώρα κάνει λογαριασμό για το κέρδος που θα απεκόμιζε από το αγριογούρουνο, χωρίς βέβαια να γνωρίζει ότι το ζώο βρισκόταν ακόμη στο δάσος και κοιμόταν του καλού καιρού στη φωλιά του!
Μόλις φθάνει στο σπίτι του ο Κώστας, σαμαρώνει το μουλάρι, παίρνει το τουφέκι του, καβαλάει το ζώο και ξεκινά για να φορτώσει το αγριογούρουνο. Φθάνοντας περίπου διακόσια μέτρα μακριά από το θήραμα, έδεσε το ζώο σε κάποιο δέντρο, γέμισε το τουφέκι του και ξεκίνησε για να σκοτώσει το πουλημένο αγριογούρουνο.
Παίρνει λοιπόν το ίδιο μονοπάτι και άρχισε να κατηφορίζει. Βάδιζε τώρα αργά και προσεκτικά με το όπλο του ανά χείρας, πανέτοιμος και η αδρεναλίνη να χτυπά κόκκινο.
Όσο πλησίαζε το θήραμα, τόσο η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Πλησίασε το στόχο με βήματα αργά και σταθερά, χωρίς να διακόπτει το περπάτημά του. Με τα μάτια του στραμμένα πάντα αριστερά, προσπαθούσε να εντοπίσει το αγριογούρουνο.
Συγκεντρωμένες τώρα όλες οι αισθήσεις του, εντοπίζει το στόχο. Αστραπιαία γυρίζει το όπλο του, σημαδεύει και… πυροβολεί!
Ακριβής εκτίμηση
Απόλυτη επιτυχία! Το αγριογούρουνο χτυπιέται μέσα στο θάμνο και σε λίγο ησυχία. Απερίγραπτη η χαρά του Κώστα! Κάθισε σε μία πέτρα να ηρεμίσει λίγο, ενώ στο πρόσωπό του έτρεχε ιδρώτας. Αφού ηρέμησε λίγο, πήγε και πήρε το μουλάρι του. Έδεσε με δυνατό σχοινί τα πισινά πόδια του αγριόχοιρου με τη μία άκρη, ενώ με την άλλη άκρη στο σαμάρι του ζώου.
Έτσι, έσυρε το αγριογούρουνο έξω από το δάσος. Βρήκε το κατάλληλο μέρος για τη φορτωτική και με λίγη δυσκολία τα κατάφερε. Σε λίγο βρέθηκε στο κρεοπωλείο του Σάκια και εισέπραξε τη συμφωνηθείσα τιμή. Και το παράξενο ήταν πως το αγριογούρουνο ζύγιζε ακριβώς πενήντα πέντε οκάδες, όπως ακριβώς το είχε εκτιμήσει ο Κώστας από την πρώτη στιγμή που το αντίκρισε!!!