Λόγω της έκδηλης ανησυχίας που επικρατεί στους κυνηγετικούς κύκλους το τελευταίο διάστημα σε σχέση με τον νόμο για την ευζωία των ζώων συντροφιάς, ο Κυνηγετικός Σύλλογος Λαμίας έχει ξεκινήσει εκστρατεία ενημέρωσης καθώς ανακυκλώνονται από αναρμόδια άτομα άκυρες τοποθετήσεις που οδηγούν στην παραπληροφόρηση των κυνηγών αλλά και όλων εν γένει των ιδιοκτητών ζώων συντροφιάς.
Ο Κυνηγετικός Σύλλογος Λαμίας συστηματικά και αδιάκοπα εργάζεται τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο συνεργασίας με την Ομοσπονδία και με τη Συνομοσπονδία για να καταδείξει τον αντιδεοντολογικό χαρακτήρα του συγκεκριμένου νόμου ο οποίος ταυτίζει την αντίληψη της ευζωίας των ζώων με την υποχρέωση ακρωτηριασμού τους (στείρωση).
Οργανώσαμε και συντονίσαμε συναντήσεις με τοπικούς φορείς, αποστείλαμε επιστολές στους βουλευτές του νομού μας, πραγματοποιήσαμε διαμαρτυρίες καταθέτοντας τις επιστημονικά τεκμηριωμένες θέσεις μας στους αρμόδιους φορείς, συντονίσαμε τη μαζική συμμετοχή των κυνηγών στη δημόσια διαβούλευση η οποία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο.
Όλες αυτές οι προσπάθειες δεν έμειναν άκαρπες καθώς τελικά ενσωματώθηκε στον νόμο η εναλλακτική λύση της συλλογής γενετικού υλικού αλλά και ο νόμος στο σύνολό του παρέμεινε ανεφάρμοστος εδώ και τρία χρόνια. Η διαδικασία συλλογής DNA στην οποία θα αναγκαστούν να καταφύγουν όσοι δεν θέλουν να υιοθετήσουν τη βάναυση πρακτική της στείρωσης, είναι εκβιαστική και οικονομικά δυσβάσταχτη. Ταυτόχρονα, η εφαρμογή του νόμου είναι προβληματική και καταδικασμένη να αποτύχει.
Σήμερα, Τετάρτη 17 Ιανουαρίου βρισκόμαστε στο πλευρό των κτηνιάτρων οι οποίοι συμμερίζονται ακριβώς τις ίδιες ανησυχίες και κορυφώνουν τις αντιδράσεις τους με Πανελλήνια Απεργία καταγγέλλοντας πλήθος αντιεπιστημονικών άρθρων και ανεφάρμοστων… εφαρμοστικών διατάξεων του νόμου.
Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος εξέδωσε εχθές σχετική ανακοίνωση και έχει, ήδη, προσφύγει εναντίον του νόμου στο ΣτΕ, ενώ ο Πανελλήνιος Κτηνιατρικός Σύλλογος ανακοίνωσε παρόμοια προσφυγή εναντίον του νόμου στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η ΚΣΕ καλεί την αρμόδια Υπουργό και την κυβέρνηση συνολικά να αναθεωρήσει τις αστοχίες του νόμου έστω και αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επανεξεταστεί από μηδενική βάση.