Μέτρα και ενέργειες για την εκτίμηση των πληθυσμών και την καταγραφή της κυνηγετικής κάρπωσης
Του Ευάγγελου Χατζηνίκου, Δασολόγου Περιβαλλοντολόγου, MSc στη Διαχείριση Άγριας Πανίδας
Έχουμε αναλύσει εκτενώς τα τελευταία χρόνια ότι ο κυνηγός πρέπει, πέρα από την αγαπημένη του δραστηριότητα, να διατελεί και έναν σύνθετο ρόλο, αυτόν του διαχειριστή της φύσης και των βιοτόπων καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ώστε να «σπέρνει» για να έχει τη δυνατότητα να «θερίζει» και να μην αφήνει τα πράγματα στην τύχη τους. Ποια είναι αυτά τα διαχειριστικά μέτρα και οι ενέργειες και από ποιους θα πρέπει να υλοποιούνται;
Όλοι εμείς που ασχολούμαστε με τη δραστηριότητα του κυνηγίου, θα πρέπει να συμμετέχουμε, ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του και με διακριτούς ρόλους, στη διαχείριση των θηραματικών ειδών. Οι Κυνηγετικές Οργανώσεις, πάντα με τη βοήθεια των κυνηγών, θα πρέπει να πραγματοποιούν με επιστημονικές μεθόδους, εκτίμηση των πληθυσμών των ειδών της άγριας πανίδας και καταγραφή της κυνηγετικής κάρπωσης.
α) Εκτίμηση (καταμέτρηση) των ειδών της άγριας πανίδας
Η γνώση του μεγέθους του πληθυσμού ενός ζωικού είδους, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ορθολογική διαχείρισή του. Με βάση το στοιχείο αυτό μπορούμε να υπολογίσουμε τη ζωοχωρητικότητα της υπό διαχείριση περιοχής, να εκτιμήσουμε την αποτελεσματικότητα των διαχειριστικών μέτρων και να συγκρίνουμε την παραγωγικότητα διάφορων βιοτόπων. Η εκτίμηση του πληθυσμού των άγριων ζώων παρουσιάζει σημαντικές δυσκολίες που οφείλονται κυρίως στη συνεχή μετακίνησή τους, την κρυπτική τους συμπεριφορά κ.λπ. Ανάλογα με το είδος και το βιότοπο που ζει κάθε είδος, ο πληθυσμός του μπορεί να καταγραφεί ή να εκτιμηθεί με δειγματοληψία.
Αν ο πληθυσμός είναι σχετικά μικρός, τα άτομά του είναι αρκετά μεγάλα (π.χ. ζαρκάδια, ελάφια), ζουν σε αγέλες και σ’ ανοιχτές περιοχές ή περιορισμένο χώρο (νησιά), τότε μπορούμε να κάνουμε καταμέτρηση των ατόμων του και εφόσον η έκταση που ζει είναι γνωστή, μπορούμε να υπολογίσουμε την πυκνότητά του.
Όταν δεν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, τότε κάνουμε εκτίμηση της πληθυσμιακής τους πυκνότητας με δειγματοληψίες σε τυχαίες ή συστηματικά επιλεχθείσες περιοχές και στη συνέχεια υπολογίζουμε το μέγεθός του με βάση τη συνολική έκταση που καταλαμβάνει.
Σε περιπτώσεις μεγάλων περιοχών και για είδη που είναι εύκολη η παρατήρησή τους, κάνουμε εκτίμηση της σχετικής αφθονίας του πληθυσμού με τη χρησιμοποίηση δεικτών αφθονίας του πληθυσμού, οι οποίοι εκφράζουν τον αριθμό ατόμων ανά μονάδα δειγματοληπτικής προσπάθειας (π.χ. αριθμός παρατηρηθέντων φασιανών ανά χιλιόμετρο διαδρομής). Με βάση τους δείκτες αυτούς, μπορούμε να κάνουμε ποσοτικές συγκρίσεις πληθυσμών σε διαφορετικές περιοχές ή να εκτιμήσουμε διαχρονικά τις πληθυσμιακές μεταβολές.
Για να έχουμε συγκριτικά πληθυσμιακά στοιχεία, πρέπει η μέθοδος που επιλέξαμε για την εκτίμηση του πληθυσμού, να ξαναχρησιμοποιηθεί στην επόμενη δειγματοληψία, ώστε τυχόν λάθος της πρώτης εκτίμησης του πληθυσμού (υποεκτίμηση ή υπερεκτίμηση), να επηρεάσει ανάλογα το αποτέλεσμα της δεύτερης, χωρίς όμως να επηρεασθεί η τάση εξέλιξής του (ανοδική, σταθερή ή πτωτική).
Οι πληθυσμιακές καταμετρήσεις διενεργούνται σε καθορισμένες χρονικές περιόδους από εξειδικευμένους παρατηρητές οι οποίοι συλλέγουν τα στοιχεία υπαίθρου, στη συνέχεια αυτά τα στοιχεία τα επεξεργάζεται επιστημονική ομάδα.
β) Καταγραφή της κυνηγετικής κάρπωσης
Σκοπός της μελέτης είναι:
• Να προσδιοριστούν αριθμητικά οι δείκτες θηραματικής αφθονίας, ώστε συγκρινόμενοι στατιστικά από χρόνο σε χρόνο να εξάγονται συμπεράσματα για την πορεία των θηραματικών πληθυσμών (αύξηση ή μείωση).
• Να καταγραφούν διάφορα χαρακτηριστικά της κυνηγετικής δραστηριότητας (κυνηγετική ζήτηση κατά θήραμα και γεωγραφική περιφέρεια, μέσος αριθμός εξορμήσεων ανά κυνηγό το χρόνο κ.ά.).
Πώς λειτουργεί:
Για τη συλλογή των στοιχείων τυπώνεται κάθε χρόνο ένα ειδικά σχεδιασμένο έντυπο το «Στατιστικό ερωτηματολόγιο κυνηγού». Οι κυνηγοί το συμπληρώνουν κάθε φορά κατά το τέλος της κυνηγετικής εξόδου, υπό μορφή συνέντευξης που παραχωρούν σε εξειδικευμένα άτομα, στη συνέχεια επιστρέφουν τα ερωτηματολόγια σε ομάδα ειδικών επιστημόνων, η οποία επεξεργάζεται με ηλεκτρονικό υπολογιστή τα στοιχεία και εξάγει τα αποτελέσματα.
Η τεχνική της Βελτίωσης των Βιοτόπων με μικρά Τεχνικά Έργα
Οι Κυνηγετικές Οργανώσεις, με πρωτεργάτες τους Κυνηγετικούς Συλλόγους και με την έμπρακτη συμμετοχή των κυνηγών-μελών, θα πρέπει να βελτιώνουν τους βιοτόπους των θηραματικών ειδών.
Για τη βελτίωση των βιοτόπων απαιτείται η κατασκευή κάποιων απλών τεχνικών έργων, με σκοπό την απόδοση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης στην άγρια πανίδα.
Οι καλύτερες αυτές συνθήκες αφορούν αφ’ ενός στη παροχή νερού τις ξηρές περιόδους, και αφ’ ετέρου στην παροχή τροφής. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη συντήρηση και προφύλαξη των προτεινόμενων κατασκευών.
Όλες οι κατασκευές πρέπει να εξυπηρετούν το σκοπό για τον οποίο επιλέγονται, να γίνονται με υλικά καλής ποιότητας, να ελέγχονται και να συντηρούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Επίσης, όπου αυτό δεν αποβαίνει σε βάρος της λειτουργικότητας της κατασκευής, τα υλικά που χρησιμοποιούνται να είναι προσαρμοσμένα στο περιβάλλον, στα χρώματά του και στις γραμμές του.
Μικρά έργα Βελτίωσης Βιοτόπων
α) Ποτίστρες
Όλα τα είδη της άγριας πανίδας υποφέρουν από την έλλειψη νερού κατά τις ξηρές περιόδους και ιδιαίτερα όταν αυτές συμπίπτουν με την περίοδο αναπαραγωγής. Η τεχνητή παροχή νερού ή η εκμετάλλευση των λιγοστών βροχοπτώσεων (ομβροσυλλέκτες) δίνουν θαυμάσια αποτελέσματα στην επιτυχία της αναπαραγωγής και αυξάνουν τη ζωοχωρητικότητα του βιοτόπου.
Τα τεχνικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν σχετικά με τις ποτίστρες επικεντρώνονται:
1) Στη συλλογή του νερού όταν πρόκειται για ομβροσυλλέκτες ή στην τροφοδοσία τους από υπάρχουσες παροχές τις οποίες το θήραμα δεν μπορεί να αξιοποιήσει (κτηνοτροφικές ποτίστρες, υδρομαστεύσεις, υπόγεια αρδευτικά δίκτυα κ.λπ.).
2) Στη διατήρηση του συλλεχθέντος ύδατος για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, σε υγιή κατάσταση, χωρίς τον κίνδυνο να γίνει εστία μολύνσεων.
3) Στη συντήρηση των κατασκευών (καθάρισμα, αποκατάσταση ζημιών) και την προστασία τους από εξωγενείς παράγοντες (κτηνοτροφικά ζώα κ.λπ.).
Πρέπει να τονιστεί ότι πριν προχωρήσει η κατασκευή καινούργιων ποτίστρων, πρέπει να εξαντληθούν οι δυνατότητες εκμετάλλευσης:
1) Των μικρών φυσικών πηγών που παραμένουν ανεκμετάλλευτες, ίσως διότι είναι ασύμφορη η εκμετάλλευσή τους για άλλες χρήσεις, με έργα μικρής κλίμακας που ο προϋπολογισμός τους δεν θα ξεπερνά τα λίγα ημερομίσθια. Μια μικρή περιποίηση τέτοιων πηγών δίνει θαυμάσια αποτελέσματα.
2) Των εγκαταλειμμένων από τη γεωργία χωμάτινων ομβροδεξαμενών (γκιόλες ή μπάρες). Η περιποίησή τους περιλαμβάνει το καθάρισμά τους από τυχόν σκουπίδια ή μπάζα και μια πιθανή επαναδιευθέτηση των κλίσεων του εδάφους για τη συλλογή του νερού.
3) Κατασκευή μικρών φραγμάτων σε κοίτες ρεμάτων τα οποία θα συγκρατούν στα ανάντι κάποιες ποσότητες νερού αρκετούς μήνες το χρόνο. Αυτά τα φράγματα θα έχουν μήκος έως 2 μέτρα και ύψος έως 1 μέτρο. Τα υλικά κατασκευής θα προέρχονται από θέσεις πλησίον της κατασκευής και θα είναι πέτρες και κλαδιά.
β) Ζώνη ειδικής σποράς για Θήραμα
Είναι μια ζώνη στην οποία εφαρμόζεται με αμειψισπορά καλλιέργεια μειγμάτων σπόρων με βάση το σιτάρι, το κριθάρι, τη δάκτυλη, τα ψυχανθή (τριφύλλι, μηδική κ.λπ.). Οι διαφορετικές αυτές καλλιέργειες πρέπει να είναι σπαρμένες πολύ αραιότερα από τις κανονικές αγροτικές καλλιέργειες.
Τα είδη που προτείνονται είναι κοινά και γνωστά σε όλους. Ίσως να προκαλεί και εντύπωση πώς είναι δυνατόν απλές επεμβάσεις, όπως αυτές των σπορών, να έχουν θετικά αποτελέσματα στους πληθυσμούς των θηραμάτων.
Η απάντηση βρίσκεται στο ότι θέλουμε να σπάσουμε την ομοιομορφία των κλασικών αγροτικών καλλιεργειών από άποψη ειδών (δεν είναι σπάνια εικόνα, δυο και τρεις χιλιάδες στρέμματα να καλύπτονται από ένα είδος φυτού-καλαμπόκι, βαμβάκι ή σιτάρι), αλλά και από άποψη επεμβάσεων (ζιζανιοκτονία, εντομοκτονία, ισχυρή λίπανση, μηχανική κατεργασία του εδάφους). Επίσης σημαντικό για την άγρια πανίδα είναι να σπαρθούνε με τα παραπάνω μείγματα σπόρων και αγροί που έχουν εδώ και πολλά χρόνια εγκαταλειφθεί, φυσικά πότε δεν θα πραγματοποιηθεί συλλογή της παραγωγής.
Το εντυπωσιακό σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι μπορούμε να έχουμε θεαματικά αποτελέσματα επεμβαίνοντας σε ένα μικρό μέρος της συνολικής έκτασης.
Άλλωστε, τονίζεται ότι σκοπός δεν είναι η μεγιστοποίηση των αποδόσεων, όπου εκεί θα έπρεπε να εφαρμοστούν σχολαστικά οι επιταγές της γεωπονικής επιστήμης, αλλά η προσφορά τροφής και κάλυψης στο θήραμα σε όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Οι ποσότητες για σπορά (Kgr. σπόρου/στρέμμα) που προτείνονται είναι μικρότερες από αυτές που προορίζονται για κανονικές αγροτικές καλλιέργειες. Αυτό γίνεται διότι αφ’ ενός πρέπει να καλύπτονται οι ανάγκες του θηράματος για κάλυψη, και αφ’ ετέρου, να διευκολύνεται η κυκλοφορία του και να αποφεύγεται η παρατεταμένη παραμονή της υγρασίας στο έδαφος.
γ) Φυτικοί φράχτες
Η ύπαρξη των φυτικών φραχτών παίζει σημαντικό ρόλο στην παρουσία και την πληθυσμιακή πυκνότητα πολλών ειδών της άγριας πανίδας. Στους φυτικούς φράχτες, τα διάφορα ζωικά είδη εξασφαλίζουν όχι μόνο τροφή αλλά κυρίως κάλυψη προστασίας και απόκρυψης. Η απουσία των φραχτών αυτών καθιστά αδύνατη την παρουσία των ειδών της άγριας πανίδας και τη μη χρησιμοποίηση της διαθέσιμης τροφής, τόσο των γεωργικών όσο και των λιβαδικών εκτάσεων. Η παρατηρούμενη π.χ. μείωση της πεδινής πέρδικας σε πολλές περιοχές οφείλεται μεταξύ των άλλων στο ότι οι εκτεταμένες μονοκαλλιέργειες στερούνται σήμερα σε μεγάλο βαθμό φυτικών φραχτών καθώς και μικρών χέρσων αγρών, όπου το είδος αυτό θα μπορούσε να αναπαραχθεί επιτυχώς. Η δημιουργία φυτικών φραχτών με κατάλληλα είδη θάμνων και δένδρων σε 4 έως 5 σειρές περιμετρικά των αγρών και των λειβαδιών, πέρα από την αντιανεμική προστασία τους, προσφέρει άριστο βιότοπο για την εγκατάσταση πολλών ειδών της άγριας πανίδας (κυρίως ωδικών) και ευνοεί την ανάπτυξη των πληθυσμών τους. Τα επιλεγόμενα φυτικά είδη θα πρέπει να αντέχουν στις κλιματικές συνθήκες της περιοχής και προτιμούνται τα είδη εκείνα που παράγουν τροφή για τα ζώα.
Συνήθως οι φράχτες αυτοί θα πρέπει να έχουν εξωτερικά 1-2 σειρές κωνοφόρων, μια σειρά από ένα ή περισσότερα είδη πλατυφύλλων και εσωτερικά 2 σειρές θάμνων ή μικρού ύψους δένδρων.
Όλα τα παραπάνω εφαρμόζονται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στη χώρα μας. Εμείς περιγράψαμε την ιδεατή κατάσταση, η οποία είναι εφικτή με πολύ προσπάθεια, καλό σχεδιασμό και περισσότερο μεράκι.