Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΞΑΡΛΗΣ

Γράφει ο Γιάννης Δήμας

 

Με την φτώχια να ξαπλώνεται εφιαλτικά στις μέρες μας, μοιάζουν επίκαιρες οι αναμνήσεις και οι αξέχαστες στιγμές απ’ την Αθήνα του 1955, όπου οι άντρες πλενόντουσαν… στη χάση και στη φέξη, έβγαζαν το ψωμί τους από πολύ νωρίς και για μια δραχμή έθεταν σε εφαρμογή “σατανικά” σχέδια σε βάρος των Αθηναίων ευγενών κυνηγών.

Το χωριό μου, η Βάρη, ήταν και είναι ένα από τα μεγαλύτερα κυνηγοτόπια της Αττικής. Πρόλαβα και κυνήγησα τις πέρδικες στην Καλκαβούλα και τον Αητό (πάνω απ’ τη Σχολή Ευελπίδων). Τους λαγούς στα ίδια σημεία, καθώς και στον Μπαράκο.

Εκεί που γινόταν χαμός ήταν στα περάσματα του Σεπτέμβρη. Ορτύκια στις πούντες (μεταξύ Βάρκιζας και Βουλιαγμένης). Στη Σούριζα και τη Σκάρπιζα (δίπλα στην Ευελπίδων). Τρυγόνια παντού (πλούσια τα ελέη). Τα κοπάδια των τρυγονιών έπιαναν στο πευκωτό. Στο δάσος που είναι μεταξύ Βάρης-Βάρκιζας και Βουλιαγμένης. Μόλις ξημέρωνε ξεκινούσαν για τον κάμπο της Βάρης. Να βρούνε νερό και να βοσκήσουν. Πέρναγαν παντού, αλλά σε μερικά καρτέρια γινότανε χαμός. Στη λεωφόρο Βάρης-Βάρκιζας που είχε ευκαλύπτους δεξιά κι αριστερά, 30 μέτρα από το σπίτι, έξω από το στάβλο με τις αγελάδες, ο μακαρίτης ο πατέρας μου έκανε 15-20 τρυγόνια κάθε πρωί, σε μια ωρίτσα. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί αν δεν το έχει ζήσει, το σύννεφο της τσίκνας και του καπνού που στεκόταν πάνω απ’ το χωριό, γιατί όλα τα σπίτια είχαν ορτύκια στη σούβλα. Αυτές ήταν στιγμές ανεπανάληπτες που δεν θα ζήσει κανένας στην Ελλάδα σήμερα.

 

Μεγαλεία μιας άλλης εποχής

Οι ντόπιοι κυνηγοί δεν περνούσαν τους 20, έρχονταν όμως πολλοί Αθηναίοι. Με ένα παλιό λεωφορείο του Κολάρα, με ένα Ντόιτς και με άμαξες τετράτροχες με άλογα. Πολλοί μορφωμένοι, πολλοί άρχοντες, λεφτάδες της εποχής. Ένας από αυτούς ήταν και ο κύριος Αξαρλής. Νοίκιαζε ένα δωμάτιο στον μπάρμπα-Μήτσο για έναν μήνα και στα 100 μέτρα είχε το καλύτερο καρτέρι. Τη μεγάλη χαρουπιά, εκεί που είναι τα σχολεία σήμερα. Πολύ λεφτάς, μορφωμένος, ευγενέστατος, καλοσυνάτος, πεντακάθαρος. Όλους μας αγαπούσε, όλοι του κάναμε τούμπες, αλλά δεν τον χώνευε κανείς. Ποιος πεινασμένος χωνεύει τον χορτάτο;

Ο μπάρμπα-Αχιλλέας, σύμφωνα με τα στάνταρτ της εποχής, έλεγε ότι ο άντρας πρέπει να μυρίζει από 300 μέτρα μακριά, όπως ο τράγος της Νταλίπενας. Ο δε πατέρας μου συμπλήρωνε: “για να πλένεται κάθε μέρα, πούστης θα είναι”. Όλοι ζήλευαν τον άρχοντα.

 

Καταδρομική ενέργεια

Ήταν το 1955. Ένα απόγευμα παίζαμε με το φίλο μου, τον Χρήστο, με συρμάτινα καρότσια δικής μας κατασκευής από σύρμα μπάλας άχυρου και κουβαρίστρες από τη μοδίστρα τη Χρυσάνθη. Ήρθε ο μπάρμπα-Χρήστος. Μας είπε ότι είμαστε άντρες, ότι πρέπει να κρατάμε το λόγο μας, να βγάζουμε λεφτά και να μη ζητάμε απ’ τους γονείς μας. Μας όρκισε, μας έταξε από μια δραχμή και μας ανέθεσε την καταδρομική ενέργεια. “Αύριο το πρωί θα πάτε στα αμπέλια και θα φάτε τα άγουρα ατρύγιστα κουδούνια σταφυλιών που έχουν μείνει αμάζευτα. Θα σας πιάσει η κοιλιά το απόγευμα. Τότε θα πάτε στο καρτέρι που κάθεται ο κ. Αξαρλής και θα τα κάνετε στην πέτρα. Παίρνετε τη δραχμή και το στόμα κλειστό”. Δώσαμε τα χέρια κι έκλεισε η συμφωνία.

 

Κράτησαν το λόγο τους

Την άλλη μέρα το πρωί με το φίλο μου, τον Χρήστο, γυρίσαμε 4-5 αμπέλια και πρήστηκε η κοιλιά μας από τις αγουρίδες, σαν τα παιδιά της Ουγκάντας. Δεν μας πείραξε όμως τίποτα, αλλά το λόγο μας τον κρατήσαμε. Δεν κάναμε σαντιγί όπως ήταν η συμφωνία, αλλά δύο ωραία σωρουδάκια έγιναν. Πάει το πρωί ο κύριος Αξαρλής, δύο ώρες νύχτα, και κάθεται στην πέτρα να ανάψει το τσιμπούκι του. Το παντελόνι του έγινε έμπλαστρο καλογήρου. Δεν είχε όσφρηση καλή και έπιασε με το χέρι να δει τι είναι. Γυρίζει σαν τρελός στο σπίτι και τους ξυπνά όλους. Ήταν πολύ σιχασιάρης. Αμέσως οργανώνεται επιχείρηση με τέσσερα γαϊδούρια με κανάτια να φέρνουν νερό από το πηγάδι του βιομηχάνου Στραπάτσα απ’ το Κόρμπι. Μέχρι το μεσημέρι κουβαλούσαν νερό και σαπουνιζόταν ο άνθρωπος.

 

…για 20 καραμέλες

Έγινε χαμός. Γελούσε όλο το χωριό. Εμείς που εκτελέσαμε το σχέδιο πήραμε από 20 καραμέλες τσάρλεστον. Μία πεντάρα η μία. Εγώ μάλιστα θα πνιγόμουνα γιατί τις έβαλα όλες μαζί στο στόμα.

Αυτοί με τα γαϊδούρια που συνέλαβαν το σχέδιο έκαναν αρπαχτή. Με τα λεφτά που του πήραν του ανθρώπου αγόρασαν φωτιστικό πετρέλαιο να έχουν για τις λάμπες να βλέπουν όλο το χειμώνα.

Μόνο εγώ και ο Χρήστος ζούμε σήμερα, όλοι οι άλλοι είναι μακαρίτες. Τώρα που το σκέφτομαι το έχω βάρος στη συνείδηση γιατί όταν έγινα 11 χρονών, αυτός ο άνθρωπος μου έδωσε το χειροποίητο όπλο του και έριξα την πρώτη μου τουφεκιά σε ένα συκόφαγο και το σκότωσα. Έγινα κυνηγός, αλλά και 20 καραμέλες τσάρλεστον το 1955 δεν ήταν λίγο πράγμα. Ποια παιδική εγκληματικότητα; Είχαμε ορκιστεί. Βγάζαμε λεφτά. Από πέντε χρονών, μόνο πέντε.

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook39
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top