Του Κώστα Σιδηρά
Ήταν ένα πρωϊνό του Νοέμβρη του ’96, όταν εγώ και ο φίλος μου, ο Θόδωρος, πήγαμε για κυνήγι λαγού. Χωρίς καμία εμπειρία, ως νέος κυνηγός που ήμουν και χωρίς σκυλιά για λαγό και οι δύο, πήγαμε σε μέρη με κοντά πουρνάρια και ξερόχορτα, μήπως και ήμαστε τυχεροί και ξεσηκώσουμε κανένα λαγό.
Οι λαγοί αφθονούν βέβαια στο χωριό μου, αλλά πρέπει να έχεις και καλά σκυλιά. Πριν φύγω από το σπίτι, χαριτολογώντας, είπα στη μητέρα μου με μια σιγουριά: “Μάνα, ετοίμασε την κατσαρόλα με τα κρεμμύδια, θα στη φέρω τη λαγούτα σήμερα”, αλλά ο πατέρας μου, μού έκοψε τα πόδια λέγοντας: “Εάν φέρεις εσύ λαγό, εγώ λαγός θα γίνω!”. Να σημειώσω ότι το όπλο και την άδεια τα είχα πάρει αρχές Οκτωβρίου, πολύ νέος ακόμη στο κυνήγι. Άκουσα το Θόδωρο να με φωνάζει και με την μπουκιά στο στόμα ξεκινήσαμε για την περιοχή που ανέφερα πιο πάνω. Αφού κάναμε πολλά χιλιόμετρα ψάχνοντας εδώ κι εκεί, χωρίς καμία κάρπωση λαγού -μόνο κάτι άδεια γιατάκια συναντήσαμε- και ακούγοντας να πέφτουν ντουφεκιές από άλλους κυνηγούς, πήραμε απελπισμένοι το δρόμο της επιστροφής.
Ο ένας μετά τον άλλον…
Στο γυρισμό περάσαμε από ένα μέρος με ξερόχορτα και λυγαριές, στο οποίο δε φανταζόσουν τι θα ακολουθούσε. “Σταμάτα, μου λέει ο Θόδωρος, να το ψάξουμε”. Χωρίς να έχω όρεξη, σταμάτησα, λέγοντας ειρωνικά: “Σιγά και τον χτυπήσαμε”. Γεμίζουμε και οι δύο τα όπλα και πιάνουμε τις δύο πλευρές. Προχωρήσαμε περίπου δέκα μέτρα και ο Θόδωρος ρίχνει μία πέτρα στα χόρτα. Έμεινα άναυδος, βλέποντας το λαγό να πετάγεται και, μετά το μπαμ του φίλου μου, να σωριάζεται στο έδαφος. “Μπράβο Θόδωρε”, φωνάζω εγώ και τρέχουμε να τον δούμε, περίπου είκοσι μέτρα από εμάς. Καθώς ο Θόδωρος είναι πίσω από εμένα και προχωράμε, πετάγεται ένας ακόμη λαγός, πέντε μέτρα διαφορά με τον άλλον (μετά τα γιατάκια). Αστραπιαία σηκώνω το όπλο και τον παίρνω. Ο Θόδωρος, μη έχοντας καταλάβει τι είχε γίνει, μου λέει: “Τι έγινε ρε Κώστα, ξανασηκώθηκε;”, εννοώντας τον πρώτο λαγό. Δεν πρόλαβα να κάνω βήμα και μου φεύγει το όπλο από τα χέρια, καθώς άρχισα να χτυπιέμαι στα γέλια. Βλέποντάς με ο Θόδωρος, απορροφημένος καθώς ήταν, με ρωτάει: “Λέγε ρε, τι έγινε;”. “Δύο ήταν οι λαγοί, Θόδωρε”, του λέω.
Χαρά που δεν περιγράφεται!
Χωρίς να πιστεύουμε τι είχε γίνει, παίρνουμε τους λαγούς, οι οποίοι πρέπει να ήταν ζευγάρι, γι’ αυτό και η απόσταση μεταξύ τους ήταν μικρή. Το τι ακολούθησε στο σπίτι μου, δε λέγεται… Τέτοια χαρά δεν έχω νιώσει ποτέ στη ζωή μου. Δε νομίζω ότι κάποια άλλη δραστηριότητα θα μπορούσε να μου δώσει τόσο μεγάλη χαρά, όπως το κυνήγι, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει κάρπωση κάποιου θηράματος. Είναι που γίνεσαι ένα με τη φύση κι εκείνη τη στιγμή ξεχνάς όλα τα προβλήματά σου, ξεφεύγοντας από το άγχος της καθημερινότητας.
Υ.Γ.: Φυσικά ο πατέρας μου δεν έγινε ποτέ λαγός…