Γράφει ο: Ευθύμιος Χαρ. Ταλάντης (Συγγραφέας-Λογοτέχνης, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών. Μέλος της Ένωσης Συντακτών Μη Ημερησίων Εντύπων)
Το γιορτινό τραπέζι, αρωματίστηκε έντονα με συζητήσεις κι εξηγήσεις επί εξηγήσεων, για το τι ακριβώς συνέβη στο βουνό…
Τα μαύρα σύννεφα που ’χαν πυκνώσει απ’ το πρωί, άφηναν πού και πού κάποιες μικρές νησίδες καθαρού ουρανού κι ένας τζαναμπέτης ήλιος έκανε για λίγο την παρουσία του στο στερέωμα, ώσπου να εξαφανιστεί εντελώς, απ’ τη θολούρα που διαρκώς γέμιζε απ’ τα δυτικά. Ο σεκλετισμένος βοριάς που κατέβαινε απ’ τις χιονοσκέπαστες βουνοκορφές της Γκιώνας, στροβιλιζόταν στο φαράγγι της Ρεκά και φουριόζος μου ξούριζε τα μάγουλα, το μοναδικό σημείο του σώματος που έβρισκε ακάλυπτο, καθώς προχωρούσα, με την κόρη μου να μ’ ακολουθεί δυο βήματα παραπίσω και τα τρία σκυλιά μας, να γαζώνουν τον τόπο μήπως βρουν κανένα χνάρι από λαγό.
Η Σεμίνα, παρόλο που στην αρχή είχε ενθουσιαστεί που θα ’ρχόταν μαζί μου στο βουνό, έδειχνε να κρυώνει. Φορούσε ένα δικό μου στρατιωτικό αμπέχονο παραλλαγής, που της ερχόταν περίπου σαν παλτό, ενώ ο μαύρος σκούφος είχε κατέβει ως τα αυτιά, αφήνοντας τα μαλλιά της να ξεχειλίζουν, ανεμίζοντας σαν φλάμπουρο στα τερτίπια του αγέρα.
Μπροστά μας, τα σκυλιά, ο Κώστας, ο Δήμος και η Βούλα, έτρεχαν περισσότερο για να ζεσταθούν, παρά για να εντοπίσουν κάποια μυρουδιά. Άλλωστε η ώρα ήταν αρκετά περασμένη και το ξεροβόρι δεν ήταν απ’ τις καλύτερες συνθήκες για ιχνηλασία.
Το ερέθισμα
Ήταν ανήμερα Χριστούγεννα και μετά από τον απαραίτητο εκκλησιασμό, ο γιος μου, πέταξε την ιδέα να πάμε για κυνήγι. Με την παρέα, είχαμε αποκλείσει το ενδεχόμενο να κυνηγήσουμε εκείνη την Άγια μέρα. Κανείς μας δεν ήταν διατεθειμένος να αφήσει -μια τέτοια μέρα- την εκκλησία, για το κυνήγι. Ο Ηλίας ο Καβούρης κι ο Γιώργος ο Παπαγλυμής που συμπλήρωναν την κυνηγοπαρέα, είχαν κι αυτοί κανονίσει διαφορετικά την μέρα των Χριστουγέννων.
Ο γιος μου, βέβαια, ήτανε μπριζωμένος για πουλιά, αλλά εγώ βλέποντας την παραπονιάρικια φάτσα του σκύλου, που με κοιτούσε πονηρά, κουνώντας ταυτόχρονα την ουρά, σκέφτηκα πως ήταν προτιμότερο να βγάλω μια βόλτα τα σκυλιά, έστω κι ας είχε περάσει η ώρα. Μέχρι το μεσημέρι όπου θα μαζευόμασταν για το πατροπαράδοτο χριστουγεννιάτικο γεύμα, είχαμε κάμποση ώρα στη διάθεσή μας για μια βόλτα στον κυνηγότοπο.
Ένας επιπλέον λόγος ήταν, η επιθυμία της γυναίκας μου να της αδειάσουμε τη γωνιά, όση ώρα αυτή θα ασχολιόταν με τη γεμιστή γαλοπούλα κι τ’ άλλα εδέσματα. Οι γυναίκες, όταν έχουν δουλειές στην κουζίνα, είναι αλλεργικές με την παρουσία των ανδρών στο σπίτι. «Άντρας στο σπίτι, “διάολος” στη γωνία» λένε μεταξύ τους σ’ ανάλογες περιπτώσεις.
– Άντε πάρε τα παιδιά και πήγαινε μια βόλτα, να μην σας έχω μες στα πόδια μου. Έχω ένα σωρό δουλειές να κάνω! είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
Βέβαια, η γυναίκα μου δεν εννοούσε -αλλά ούτε κι υπολόγιζε- πως η βόλτα θα ήταν στο βουνό! Αλλά αυτό ποσώς την απασχολούσε. Εκείνο που ήθελε ήταν να της αφήσουμε το πεδίο ελεύθερο για ν’ ασχοληθεί με τη δημιουργία του Χριστουγεννιάτικου γεύματος. Μόνο όταν μας είδε με τα κυνηγετικά κατάλαβε τις προθέσεις μας.
Ο τόπος
Δεκαπέντε λεπτά με τ’ αυτοκίνητο, μάς πήρε για να φτάσουμε ως τη Βίνιανη. Ένα χωριουδάκι ίσα με δέκα χιλιόμετρα μακριά από την Άμφισσα. Αφήσαμε το Χάρη στον κάμπο του χωριού, να κυνηγήσει πουλιά και συνεχίσαμε με την Σεμίνα ως τη Ροδιά, στο λαγότοπο.
Είχαμε απομακρυνθεί καμιά διακοσαριά μέτρα απ’ τ’ αυτοκίνητο, όταν διαπίστωσα πως απ’ τα δυτικά κατέβαινε απρόσκλητα κι απειλητικά ένα γκριζωπό σύννεφο βροχής. Μια αχνάδα υγρασίας ανακατεύτηκε με τον παγωμένο βοριά. Πρόσταξα στη μικρή να γυρίσει στ’ αυτοκίνητο, με την προτροπή πως σε λίγο θα την ακολουθούσα, αφού πρώτα έριχνα διερευνητική ματιά, σε μια λάκα, καμιά πενηνταριά μέτρα παραπάνω.
Τα σκυλιά
Ο Κώστας, ένα χαρισματικό τρίχρωμο Μπίκλ, με πλούσιο πυκνό τρίχωμα όπου κυριαρχούσε το λευκό. Υπάκουο, υπομονετικό και μεθοδικό στο ψάξιμο, μάς είχε χαρίσει όμορφες στιγμής. Είχε γεννηθεί ανήμερα του Αγίου Κωνσταντίνου, έτσι αβίαστα τον ονομάσαμε Κώστα. Πριν από λίγο καιρό, ένα βρώμικο χέρι τον απομάκρυνε από κοντά μου (Ας είναι καλά τουλάχιστον με το νέο του αφεντικό!!!) κι όλοι στην παρέα, είμαστε απαρηγόρητοι για την απώλειά του.
Ο Δήμος, το άλλο μου σκυλί, έχει την όψη του Πόιντερ, αλλά καμία σχέση με πουλόσκυλο. Από κουτάβι το ’χω κι αυτό. Ζωηρό στην ιχνηλασία με δυνατή στεντόρεια φωνή που ξεσηκώνει την ομάδα. Η ουρά σαν λυγαριά διπλώνονταν στα παΐδια κι οι φωνές αντιλαλούσαν στην πλαγιά.
Η Βούλα… Φαίδρα είναι επίσημα καταγραμμένη στον ΚΟΕ. Βούλα τη βάφτισε η μάνα μου, ύστερα από ένα παρ’ ολίγο δυσάρεστο επεισόδιο και της έμεινε! Είναι καθαρόαιμο Σεγκούτσιο, με καταγραμμένο το σόι έξι γενεών. Διατηρούσαμε τότε πολλές προσδοκίες γι΄ αυτή. Ήταν τότε δύο χρόνων κι είχε ξεκινήσει μια χαρά στην ιχνηλασία του λαγού.
Η έρευνα
Η περιοχή ήταν απ’ αυτές που χαρακτηρίζουμε ζόρικες στο ξεφώλιασμα του λαγού! Πέτρα με πυκνή κάλυψη από πουρνάρια διαφόρων διαστάσεων, κοντά κέδρα, ασφάκιες και λίγα κούμαρα, με λίγα μικρά ανοίγματα κι αρκετές γιδόστρατες διαφυγής.
Πλησίασα όσο μπορούσα σιμά στα σκυλιά, έτσι ώστε να έχω οπτική επαφή, για να καταλάβω από τον τρόπο ιχνηλασίας αν βρίσκονται κοντά στο γιατάκι του λαγού.
Το νευρικό ψάξιμο των σκυλιών και τα δυνατά αλυχτήματα του Δήμου, με βεβαίωναν πως ο λαγός είχε πιάσει εκεί κοντά. Παρόλο που είχε περάσει αρκετά η ώρα, τα σκυλιά έδειχναν να έχουν έντονη την μυρουδιά του. Ανέβηκα σε μια πέτρα για να έχω ευρύτερη ορατότητα, στα σημεία που υπολόγιζα πως θα ξέφευγε ο λαγός, εντοπίζοντας δύο μονοπάτια διαφυγής, ανάμεσα στα πυκνά πουρνάρια.
Η νευρικότητα των σκυλιών είχε φτάσει στο κατακόρυφο, με τη Βούλα να πετάει που και πού δυο τρία αλυχτήματα, ίσα για να ανεβάζει και τη δικιά μου αδρεναλίνη στο μέγιστο. Ευτυχώς το σύννεφο που κατέβαινε απ’ την Γκιώνα, μετακινήθηκε προς τ’ ανατολικά κι έτσι δεν είχα φόβο μιας κακοδεχούμενης βροχής που θα χαλούσε της μυρουδιές και θα δυσκόλευε τα σκυλιά. Άσε που θα ’κανε μούσκεμα και μένα.
Η στιγμή της «επαφής»
Όπλισα τη Verney- Carron, συντρόφισσα απ’ τα νεανικά μου χρόνια, αγορά του γαμπρού μου του ναυτικού προ τριακονταετίας από το Saint-Etienne της Γαλλίας κι ετοιμάστηκα, με το δάκτυλο στη σκανδάλη, ενώ η ματιά παγάνιζε το χώρο, μιας κι υπολόγιζα πως η τουφεκιά θα ήταν μπήχτη, αφού δεν είχα τράτο να σημαδέψω με την ησυχία μου σε τόσο κλειστό τόπο.
Πάνω εκεί, όπου όλα ήταν στο ζενίθ, τα επινεφρίδια να έχουν φουλάρει αδρεναλίνη ως το τελευταίο κύτταρο του οργανισμού, η καρδιά είχε ανεβάσει παλμούς κι οι κινήσεις γίνονταν ενστικτωδώς, βλέπω τα σκυλιά να μπουκάρουν όλα μαζί σε μια πυκνή πουρναριά. Η πνιχτή φωνή του Κώστα, σαν να του ’σφιγγαν το λαιμό με ατσαλόσυρμα, μετάδωσε το σύνθημα πως ο λαγός ξεφώλιασε.
Ίσα που πρόλαβα μια μπηχτή τουφεκιά, στο άνοιγμα λίγων μέτρων που ’χα την δυνατότητα να τουφεκίσω, χωρίς να είμαι σε θέση να επιβεβαιώσω την επιτυχία, ή την αποτυχία της βολής. Τα σκυλιά ξεχύθηκαν με μανία προς το σημείο που έφυγε ο λαγός. Έτρεξα στο σημείο της τουφεκιάς αλλά δεν είδα τίποτα. Τα σκυλιά προσπέρασαν αλυχτώντας, πήγαν καμιά πενηνταριά μέτρα προς το μονοπάτι και ξαναγύρισαν πίσω, σημάδι πως είχαν χάσει το θήραμα και επέστρεφαν με κύκλους για να ξαναπάρουν τη μυρουδιά από το σημείο που είχε το γιατάκι. Κάποια στιγμή βουτάει ο Κώστα σχεδόν δίπλα στα πόδια μου και πετάγεται ξανά ο λαγός, παίρνοντας πάλι το μονοπάτι. Ήταν αδύνατον να πυροβολήσω! Σκύλος και λαγός μαζί στο ένα μέτρο, δίστασα και δεν το αποτόλμησα.
Η περιπέτεια
Τα σκυλιά ξαμολήθηκαν και τα τρία, ξανά στο κατόπι του λαγού. Ανέβηκα λίγο παραπάνω, προς τον αυχένα της πλαγιάς, για να έχω εποπτεία στην περιοχή. Για δέκα λεπτά περίπου άκουγα τη μελωδική συναυλία απ’ τ’ αλυχτήματα των σκυλιών, μέσα στα πυκνά πουρνάρια π’ ανεβοκατέβαιναν την αντίθετη πλευρά της πλαγιάς. Κάποια στιγμή ακούστηκε το χαρακτηριστικό σκούξιμο που κάνει ο λαγός όταν τον πιάνουν, χωρίς ωστόσο να είμαι σε θέση να προσδιορίσω το ακριβές σημείο που άκουσα το λαγό να σκούζει, σημάδι πως τα σκυλιά τον είχαν πιάσει. Μετά ησυχία! Όλα σιώπησαν απότομα! Ακούγονταν μόνο τα κουδουνάκια των σκυλιών που τριγυρνούσαν μέσα στα πυκνά. Κατάλαβα πως είχαν πιάσει το λαγό, ο οποίος, προφανώς ήταν τραυματισμένος από την βολή μου.
Κατέβηκα λίγο παρακάτω. Τα σκυλιά ήρθαν σε μένα και μετά έψαχναν αδιάφορα γύρω μου για ίχνη άλλου λαγού. Παρά τις προτροπές μου να με οδηγήσουν στο σημείο όπου ήταν πεσμένος ο λαγός, αυτά δεν έδειχναν να συνεργάζονται. Ανίσχυρος, παραδομένος στην επιλογή της φύσης, είχα ανάγκη την προικισμένη οσφρητική ικανότητα των σκυλιών. Η απουσία εκπαίδευσης στην επαναφορά του θηράματος, τα έκανε αδιάφορα όταν πλέον αντιλαμβάνονται πως το θήραμα είναι σκοτωμένο.
Άρχισα να ψάχνω μόνος, ενώ ταυτόχρονα ειδοποίησα με το κινητό το Χάρη για τα τεκταινόμενα και τον παρότρυνα ν΄ αφήσει τα πουλιά για να ’ρθει να με βοηθήσει στο ψάξιμο. Η τεχνολογία με εφοδίασε με ικανότητες ανώτερες των φυσικών μου προσόντων.
Συνέχισα να ψάχνω, αλλά μάταια! Ούτε τα σκυλιά με οδηγούσαν στο πεσμένο θήραμα, ούτε μόνος μου μπορούσα να τον βρω μέσα στα πυκνώματα. Ήρθε ο γιος μου και για μισή ώρα ψάχναμε παρέα, αλλά πάλι τίποτα. Αποτέλεσμα μηδέν.
Και η παρέα το ‘χαβά της’
Εκείνη την ώρα μού τηλεφώνησε ο Ηλίας για να με χαιρετήσει. Του εξήγησα που βρίσκομαι και τι είχα πάθει. Έβαλε τα γέλια!… Αυτό το μικρό μαραφέτι έβαλε νοητά στον κυνηγότοπο την παρέα που απουσίαζε.
Πολλές φορές μ’ έχει απασχολήσει η χρήση του κινητού στο κυνήγι. Είναι βέβαια χρειαζούμενο για λόγους ασφαλείας, αλλά η χρήση του είναι αμφιλεγόμενη για πολλούς και διαφόρους λόγους. Μάς έγινε θέλοντας και μη απαραίτητο και της μόδας τα τελευταία χρόνια, πράγμα αδιανόητο κάποια χρόνια νωρίτερα, αλλά μάς έκανε εξαρτημένους σαν τη ρόγα από το τσάμπουρο, σ’ ένα σύστημα που μάς άλλαξε ριζικά τρόπο σκέψης και συνήθειες.
– Καλά βρε αθεόφοβε, σήμερα χρονιάρα μέρα πήγες για κυνήγι!.. Δε συμφωνήσαμε ότι θα πάμε εκκλησία, μου είπε ο Ηλίας χαριτολογώντας.
– Ναι Λιάκο μου, πήγα στην εκκλησία και μάλιστα απ΄ τον Όρθρο. Αλλά τελείωσε σχετικά νωρίς η λειτουργία κι είπα να βγάλω τα σκυλιά μια βόλτα να ξεμουδιάσουν. Έχουν μια βδομάδα δεμένα τα κακόμοιρα και τα λυπήθηκα. Ε!… Σάββατο είναι, πήρα κι το όπλο.
– Και τώρα θα ταΐσεις τις αλεπούδες με λαγό!
– Δεν ξέρω τι θα κάνω.
– Εγώ πάντως έχω καλεσμένους στο σπίτι και δεν μπορώ να τους αφήσω, μου είπε και μου ξέκοψε κάθε βοήθεια.
Μόλις έκλισε το τηλέφωνο ο Ηλίας, τηλεφώνησα στον έτερο της παρέας, τον Γιώργο τον Παπαγλυμή και του εξιστόρησα τα συμβάντα. Ο Γιώργος είχε ανάψει φωτιά για να ψήσει μπριζόλες, αλλά μόλις άκουσε τις λεπτομέρειες, προθυμοποιήθηκε να έρθει με τη σκύλα του, την Γκέλη, να βοηθήσει στο ψάξιμο.
Η Γκέλη, μια πανέξυπνη σκυλίτσα Κούρτσχαρ, την είχαμε για τις μπεκάτσες, όταν τελείωνε η κυνηγετική περίοδος του λαγού. Είχε όμως πιάσει λαγό κι ο Γιώργος πίστευε πως το πουλόσκυλο θα μας οδηγούσε στον εντοπισμό του πεσμένου θηράματος.
Το φιάσκο αυτό με το σκοτωμένο λαγό, τον οποίο στη συνέχεια τον παρατούσαν τα λαγόσκυλα, το ξανά ΄χαμε ζήσει με τον Γιώργο, στην αρχή της κυνηγετικής περιόδου, όταν είχε τουφεκίσει ο Χάρης ένα λαγό και χρειάστηκε μιας ώρας δικιά μας ιχνηλασίας, ψάχνοντας σταγόνα – σταγόνα τα αίματα για να εντοπίσουμε τελικά σε πιο σημείο είχαν πιάσει τα σκυλιά το λαγό και τον είχαν στη συνέχεια παρατήσει.
Παρότι η ώρα είχε περάσει αρκετά, σε είκοσι λεπτά ο Γιώργος κατέφθασε μαζί με την Γκέλη.
– Είσαι σίγουρος πως άκουσες το λαγό να σκούζει, ή με κουβάλησες τσάπα εδώ πάνω, μού είπε με κοροϊδευτικό ύφος.
– Όχι βρε, τον άκουσα, είπα με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
Κατατόπισα τον Γιώργο για τα γεγονότα και του υπέδειξα περίπου σε πια περιοχή άκουσα τα σκουξίματα του λαγού. Έτσι αρχίσαμε ξανά και οι τρείς, μαζί με το πουλόσκυλο, να ψάχνουμε για τον πεσμένο λαγό. Στο μεταξύ είχα δέσει τα λαγόσκυλα, που έδειχναν πλέον απρόθυμα να συνεργαστούν μαζί μας.
Όσο περνούσε η ώρα και δεν βρίσκαμε τίποτα, άρχισαν να με ζώνουν αμφιβολίες, μήπως απ’ τη λαχτάρα μου είχα παρανοήσει και παιδευόμασταν άδικα.
Τέλος καλό… όλα καλά
Μετά από δέκα λεπτά περίπου, η Γκέλη άρχισε να γίνεται νευρικιά, γυροφέρνοντας μια μεγάλη πουρναρομαζά, έτσι δεν αργήσαμε να εντοπίσουμε τον πεσμένο λαγό που το είχαν πιάσει τα λαγόσκυλα κι αφού τον είχαν ζουμπήξει λίγο, τον είχαν παρατήσει μέσα στα πυκνώματα.
Δυο ώρες καθυστέρηση απ’ το προβλεπόμενο, είχε το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Στο μεταξύ είχαν ειδοποιηθεί τηλεφωνικά οι οικογένειες μας για το λόγο που επέβαλε μια τέτοια αργοπορία.
Το τραπέζι όμως αυτό, αρωματίστηκε έντονα με συζητήσεις κι εξηγήσεις επί εξηγήσεων, για το τι ακριβώς συνέβη στο βουνό με τον λαγό των Χριστουγέννων, που παραλίγο να τον αφήναμε πεσκέσι στις αλεπούδες.