Είναι ο άνθρωπος αρπακτικό σαν όλα τα άλλα που διαβιούν στη φύση; Είναι το κυνήγι πρωτογενής ανάγκη, καταγεγραμμένη βαθιά στην αρχέγονη μνήμη μας ή μήπως είναι χαραγμένο στο DNA μας; Δύσκολη η απάντηση και για να τη βρούμε, μάλλον θα πρέπει να την αναζητήσουμε στο παρελθόν μας, εκεί απ’ όπου όλοι ήρθαμε κάποτε…
“Το φθινόπωρο είναι αυτό που θέλω να κάνω. Θα ήταν αφύσικο και ανέντιμο να κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια: είμαι κυνηγός, ένα αρπακτικό (το φθινόπωρο), με τα μάτια μπροστά στο κεφάλι μου, όπως της αρκούδας ή του λύκου ή ακόμη της κουκουβάγιας. Τα θηράματα έχουν τα μάτια τους στα πλάγια των κεφαλιών τους, έτσι ώστε να μπορούν να βλέπουν σε όλες τις κατευθύνσεις, έτσι ώστε να μπορούν να είναι έτοιμα να τρέξουν. Αλλά τα αρπακτικά -κι αυτά είμαστε εμείς ή τουλάχιστον κάποιοι από εμάς- έχουμε τα μάτια μας πριν από εμάς, έξω και μπροστά, έτσι ώστε να μπορούμε να εστιάζουμε σε ένα και μόνο σημείο”.
“Είμαι κυνηγός, ένα αρπακτικό”
Με τις παραπάνω φράσεις, ο Rick Bass, ένας πολύ γνωστός στην Αμερική λογοτέχνης, επιλέγει να αρχίσει ένα εξαιρετικό κείμενο, το οποίο περιλαμβάνεται μάλιστα σε βιβλίο εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας, με τον τίτλο “Γιατί κυνηγώ (ο συλλογισμός ενός αρπακτικού)”. Το κείμενο αυτό, πέραν της λογοτεχνικής του αξίας, πραγματεύεται το θέμα που μας ενδιαφέρει με έναν απαράμιλλο τρόπο, εκπληκτικά ειλικρινή και απλό, ενώ παράλληλα περιλαμβάνει μια σειρά από επιχειρήματα και αντιλήψεις που αξίζει να τις δούμε πιο αναλυτικά. Ο συγγραφέας ξεκινά την απάντησή του στο γιατί κυνηγά, θέτοντας ένα αξίωμα που άλλοτε ήτανε πολύ διαδεδομένο: “Είμαι κυνηγός, ένα αρπακτικό…” και ακολούθως όλα τα υπόλοιπα συνάγονται με μια λογική σειρά σαν φυσική συνέπεια ενός αυταπόδεικτου γεγονότος. Είναι όμως πράγματι ο άνθρωπος ένα αρπακτικό ζώο; Η θέση των ματιών είναι αναμφίβολα ένα ανίσχυρο επιχείρημα για να τεκμηριώσει έναν ισχυρισμό που κατά τον περασμένο αιώνα χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα για να δικαιολογήσει τα πλείστα όσα εγκλήματα διέπραττε ο άνθρωπος. Ένας ισχυρισμός που σήμερα έχει καταπέσει και πολύ λίγοι πλέον τον επικαλούνται.
Διαθέτει τα λιγότερα ένστικτα
Η αλήθεια είναι ότι ο άνθρωπος είναι το ζώο με τα λιγότερα ένστικτα. Δεν διαθέτει ούτε τα ένστικτα ενός αρπακτικού ζώου, που κυνηγά και σκοτώνει για να τραφεί, όπως είναι τα λιοντάρια και οι λύκοι, ούτε εκείνα τα φυσικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά -τα ισχυρά νύχια δηλαδή, τους δυνατούς μυς ή τα μεγάλα και δυνατά δόντια και άλλα- που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν μια τέτοια εκδοχή. Αντίθετα, μελέτες επιστημόνων υποστηρίζουν ότι ο σημερινός άνθρωπος φέρει την οδοντοστοιχία των φυτοφάγων προγόνων του, ενώ το στομάχι του είναι φτιαγμένο με τέτοιον τρόπο ώστε να επεξεργάζεται κυρίως φρούτα και καρπούς. Ίσως είναι καλό εδώ να αναφέρουμε ότι “η ανθρώπινη οδοντοφυΐα είναι πολύ λίγο προσαρμοσμένη στις κρεατοφαγικές συνήθειες του ανθρώπου, γιατί αυτός διατηρεί ακόμα τη φόρμα των δοντιών των προγόνων του. Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ακόμη πως το πεπτικό σύστημα του ανθρώπου έχει όλα τα φυσιολογικά χαρακτηριστικά του χορτοφάγου και όχι του κρεατοφάγου (J.Napier 1970).
Σύμφωνα επίσης με τους επιστήμονες, η διατροφή ακόμη και των πρωτόγονων κυνηγών και τροφοσυλλεκτών ήταν 75% χορτοφαγική και μόνον 25% ή και λιγότερο κρεατοφαγική. Όλα αυτά, βέβαια, με εξαίρεση του Εσκιμώους όπου εκεί λόγοι προσαρμογής στις αντίξοες συνθήκες του παγωμένου περιβάλλοντος που ζουν, διαμόρφωσαν μια άλλη δίαιτα, αποκλειστικά κρεατοφαγική. Ο άνθρωπος, επομένως, ως είδος, είμαστε βέβαιοι ότι δεν είναι αρπακτικό. Γιατί όμως χρησιμοποιείται αυτό το επιχείρημα πολλές φορές από κυνηγούς όταν προσπαθούν να εξηγήσουν ή να απαντήσουν, αν θέλετε, στο ερώτημα “γιατί κυνηγώ;”. Είναι απλά ένας εύκολος τρόπος για να αποδεχθούμε όλοι, κι εμείς και οι γύρω μας, ότι κυνηγώντας κάνουμε κάτι απόλυτα φυσιολογικό; Λέμε, δηλαδή, ότι ο άνθρωπος είναι ένα αρπακτικό ζώο και έτσι εμείς που κυνηγάμε είμαστε φυσιολογικοί και μάλιστα οι μόνοι που δεν αλλοτριωθήκαμε από τον πολιτισμό; Αν και απλοϊκός, ίσως αυτός ο συλλογισμός να χρησιμοποιήθηκε από ορισμένους κατά καιρούς, χωρίς όμως αυτή η επιχειρηματολογία να είναι αρκετή για κανέναν.
“Θέλω να είμαι στα δάση…”
Αυτό που φαίνεται να ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματικότητα είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος μέσα από το κυνήγι συνδέεται τόσο πολύ με τη φύση και το θήραμα που κυνηγά, ώστε στο τέλος ενώνεται με αυτό που αναζητά και ταυτίζεται με τον φυσικό κυνηγό, το αρπακτικό. Γι’ αυτό κι ο συγγραφέας μας, στη συνέχεια στο κείμενό του, αναφέρει: “Για δύο μήνες το χρόνο -ή τουλάχιστον μέχρι να έχω σκοτώσει ένα ελάφι και μία άλκη- αυτό είναι που κάνω. Θέλω να είμαι έξω στα δάση, περπατώντας αθόρυβα, περπατώντας σιγανά, ή ίσως χωρίς να περπατώ καθόλου, απλά να κάθομαι ανάμεσα σε μερικά φύλλα, απολύτως κρυμμένος και ακίνητος, περιμένοντας και περιμένοντας…”. Αυτός που κυνηγά συμπεριφέρεται πράγματι σαν αρπακτικό κι επομένως ο συσχετισμός ή η ταύτιση, όχι γενικά του ανθρώπου αλλά μόνον του κυνηγού, με αρπακτικό ζώο, μοιάζει να περιέχει μια μεγάλη δόση αλήθειας.
Βέβαια, έχει σημασία να γίνει κατανοητό ότι η λέξη κυνηγός εδώ δεν χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός, δηλαδή, λέγοντας κυνηγός δεν εννοώ αυτόν που του αρέσει και πηγαίνει στο κυνήγι, αλλά αυτόν που δρα, που κυνηγά, τη στιγμή ακριβώς που κυνηγά. Ούτε πριν μία μέρα ούτε μετά από μία ώρα. Γιατί αυτό που θα πρέπει να αναζητήσουμε, πιστεύω ότι κρύβεται στο τι ακριβώς συμβαίνει τη στιγμή που ο άνθρωπος κυνηγά και όχι πριν ή μετά. Αυτό που έχει σημασία, δηλαδή, είναι να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που βγάζει το κυνήγι στην επιφάνεια και δεν μπορεί να το εξηγήσει με τη λογική ο νους του πολιτισμένου ανθρώπου.
Όσα μας κάνουν να αισθανόμαστε ζωντανοί
Γράφει γι’ αυτό ο Rick Bass: “Για αυτούς του δύο μήνες, είμαι ξοπίσω από κάτι: κάτι άπιαστο, κάτι το οποίο φεύγει μακριά από εμένα, και κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να έχω για τον επόμενο χρόνο. Είναι τόσο απλό όσο αυτό. Πάνω από την επόμενη βουνοκορφή. Η νέα μου ζωή γεμάτη από μαγαζιά και πόλεις πέφτει μακριά, και η παλιά ζωή επιστρέφει. Είναι υπέροχο να κοιτάς μπροστά -να κοιτάς ευθεία και μπροστά- σε αυτό που μόνο το κυνήγι βγάζει προς τα έξω”.
“Οι άλλοι δέκα μήνες είναι εντάξει επίσης -μπορώ να είμαι ο καλλιτέχνης, να περιφέρομαι ένα γύρω τρώγοντας σταφύλια και διαβάζοντας ποίηση, αλλά το φθινόπωρο έρχεται σαν ένας κουβάς από νερό στο πρόσωπό μου, σε μια ζεστή και γεμάτη σκόνη μέρα: και η σκόνη, και οι νέοι μου τρόποι, τα νέα μου αισθήματα -αυτά που ο καθένας βάζει μέσα από τους κανόνες- ξεπλένονται μακριά, αφήνοντας τους παλιούς τρόπους να αποκαλυφθούν”. Αυτοί οι παλιοί τρόποι που αναφέρονται εδώ είναι γνωστοί για έναν κυνηγό, κομμάτια αυτού του σκηνικού που συνθέτουν το κυνήγι, που συνθέτουν τη ζωή μέσα στη φύση. Το πρωινό ξύπνημα, το μάζεμα των άγριων φρούτων και καρπών, η απόλαυση του να τρως αυτό που εσύ έχεις σκοτώσει, μικρά και καθημερινά για εμάς πράγματα, τα οποία, ωστόσο, μας κάνουν να αισθανόμαστε ζωντανοί.
Ένα είδος προσευχής
Οι “παλιοί τρόποι”, επίσης, που αναφέρει ο συγγραφέας, έχουν να κάνουν με τη βαθύτερη επιθυμία του κυνηγού να σκοτώσει το θήραμά του και ύστερα να μετανοήσει γι΄ αυτό, ζητώντας από αυτό να τον συγχωρέσει. Καθώς γδέρνει ο συγγραφέας τα θηράματά του -“αυτό που κάνω είναι ένα είδος προσευχής, κατά κάποιον τρόπο. Δίνω μέσα από την καρδιά μου τις ευχαριστίες μου στο ζώο καθώς το καθαρίζω”. Αυτή η μεγάλη αντίφαση, που την έχουμε δει ξεκάθαρα σε προηγούμενα άρθρα μας να αναφέρεται σε όλους σχεδόν τους κυνηγετικούς λαούς του κόσμου, επαναλαμβάνεται στο κείμενο του συγγραφέα με έναν αξιοθαύμαστα ειλικρινή και ιδιαίτερο τρόπο που έχει μεγάλη σημασία για τη μετέπειτα έρευνά μας.
“Είμαι αυτός που είμαι”
“Παρακολουθώ τα κοράκια την περίοδο εκτός της σεζόν. Νομίζω ότι τα κοράκια έχουν περισσότερη ψυχή απ’ ότι οι άνθρωποι -και νομίζω ότι τα κοράκια καταλαβαίνουν το κυνήγι καλύτερα απ’ ότι ποτέ θα το καταλάβω εγώ. Μερικές φορές τα κοράκια, στην Αλάσκα, οδηγούν τους κυνηγούς -λύκους ή ανθρώπους- στα θύματά τους, και μετά τρώνε τα υπολείμματα από το φόνο.
Τα κοράκια, μαύρα σαν κάρβουνα, λαμπερά και γυαλιστερά, πετούν στον ήλιο, σαν φτερωτοί μαύροι διάβολοι… Αισθάνομαι ωσάν να είμαι με τη δικιά τους μεριά κι αυτό με φοβίζει, αλλά θα ήταν ένα ψέμα το φθινόπωρο να αλλάξω πλευρά: να προσποιηθώ ότι δεν είμαι. Είμαι ένας δολοφόνος, μερικές φορές. Εύχομαι να μην ήμουν, αλλά είμαι. Έχω παλέψει μ’ αυτό, αλλά δεν μπορώ να δραπετεύσω απ’ αυτό, άλλο πια απ’ ότι -μέχρι το θάνατο- μπορεί κάποιος να δραπετεύσει από το ίδιο του το πετσί”. Παρ’ όλη την κακή μου μετάφραση -κι ελπίζω να με συγχωρέσετε γι’ αυτό- είναι νομίζω εξαιρετικός ο τρόπος που μόνο ένας λογοτέχνης μπορεί να περιγράψει την αδυναμία κατανόησης των βαθύτερων αιτιών που οδηγούν τα βήματά μας στο κυνήγι και αυτήν την εσωτερική πάλη που χαρακτηρίζει πάρα πολλούς, αν όχι όλους, τους κυνηγούς. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα βασανιστική, εσωτερική διαμάχη, η οποία είναι χαρακτηριστική της αντίφασης που προαναφέραμε.
Βαθύτατη λατρεία
Οι ενοχές που πηγάζουν από τη βαθύτατη λατρεία την οποία αισθάνεται ο συγγραφέας για τη φύση και τα πλάσματά της, είναι διάχυτες σε όλο το κείμενό του: “…μερικές φορές αισθάνομαι ένοχος επειδή είμαι ένας κυνηγός, ένας δολοφόνος -ένας δολοφόνος ελαφιών και άλκεων, αν και όχι Μους, επειδή αυτά είναι πολύ εύκολα, και όχι αρκούδων, επειδή… λοιπόν, οι ίδιες οι αρκούδες είναι κυνηγοί”. Ήδη, με τις παραπάνω φράσεις, ο συγγραφέας μάς περιγράφει ορισμένους κανόνες που ο ίδιος ακολουθεί στο κυνήγι του και οι οποίοι είναι γνωστοί σε κάθε κυνηγό. Τα Μους δεν τα σκοτώνει γιατί αυτό είναι πολύ εύκολο, ούτε τις αρκούδες γιατί είναι κι αυτές κυνηγοί. Παρ’ όλα αυτά δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τη λέξη δολοφόνος (I am a Killer, sometimes…) για να περιγράψει τον εαυτό του αλλά -πριν βιαστούν κάποιοι να τον καταδικάσουν- με ένα άλλο μοναδικό και ιδιαίτερο, απολογητικό θα έλεγα, νόημα που δεν είναι εύκολο να γίνει κατανοητό από την παράθεση μόνο ορισμένων αποσπασμάτων.
Δεν νοείται κυνήγι χωρίς θανάτωση
Ο λόγος που αναφέρεται στον εαυτό του με αυτή τη λέξη γίνεται περισσότερο σαφής στην παρακάτω παράγραφο του κειμένου του: “Φοβάμαι, ορισμένες φορές, ότι όλα τα ζώα που έχω σκοτώσει -λίγα όπως είναι- θα μαζευτούν, και ότι είμαι υπεύθυνος γι’ αυτά. Δεν θα με πείραζε να πληρώσω γι’ αυτά με τη ζωή μου κάποια μέρα -όλοι πρέπει να δώσουμε τη ζωή μας- αλλά μερικές φορές φοβάμαι ότι ίσως θα πρέπει να πληρώσω αργότερα, στη μετά θάνατο ζωή μου, για τη λαιμαργία μου, για την ανικανοποίητη πείνα μου για καθαρό κρέας…”.
Αυτό ακριβώς είναι και το σημείο που πολύ λίγοι αποκαλύπτουν και οι περισσότεροι από εμάς που γράφουμε για το κυνήγι, συνηθίζουμε να το αποκρύπτουμε, ή να το προσπερνάμε, ή άλλοτε να το περιγράφουμε με πολύ πιο ήπιες εκφράσεις, ίσως επειδή αισθανόμαστε ένοχοι γι’ αυτό, ή άλλοτε γιατί φοβόμαστε τις επικρίσεις από το κοινωνικό σύνολο και τις συνέπειες που μπορεί να επισύρει μια τέτοια παραδοχή για τη ζωή μας. Ωστόσο, χωρίς αυτή τη βαθύτατη επιθυμία να σκοτώσει το θήραμά του, ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είναι κυνηγός και πώς θα μπορούσε να νοηθεί το κυνήγι χωρίς τη θανάτωση του άγριου ζώου;
Βιωματική σχέση
Θα ήταν ολέθριο ολίσθημα όμως -το οποίο δυστυχώς διαπράττουν συχνά όσοι δεν γνωρίζουν το κυνήγι- να απομονώσει κάποιος αυτή την πλευρά της κυνηγετικής πράξης και να ταυτίσει αυτή τη σκοτεινή πλευρά του κυνηγίου, αυτή την ανικανοποίητη πείνα -που αναφέρει κι ο συγγραφέας- με μια ψυχικά άρρωστη χαρά στη θανάτωση οποιουδήποτε ζώου. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα στα οποία έχουμε αναφερθεί διεξοδικά σε προηγούμενα άρθρα μας. Το κυνήγι το συνθέτουν μια σειρά από πράξεις αναπόσπαστα συνδεδεμένες. Χωρίς την αναζήτηση του θηράματος, χωρίς τη βιωματική σχέση και την απόλαυση της φύσης, χωρίς το ξεπέρασμα των αντίξοων συνθηκών, χωρίς την επιδεξιότητα εκ μέρους του κυνηγού, το σκότωμα του άγριου ζώου δεν έχει καμία σημασία και το κυνήγι απλά παύει να είναι κυνήγι, και γίνεται μακελειό ανυπεράσπιστων πλασμάτων. Αυτές τις αξίες τις υπηρετούν και τις έχουν αναφέρει χιλιάδες κυνηγοί σε όλο τον κόσμο και μάλιστα διαχρονικά, επιβεβαιώνοντας, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, τους κανόνες και τους νόμους που το διέπουν. Κανόνες σύμφυτοι με την κυνηγετική πρακτική που πάντοτε τη συνόδευαν και οι οποίοι δεν αποτελούν προϊόν κανενός είδους λογικής σκέψης ή πολιτισμού, αφού αποτυπώνονται στους μύθους πολλών διαφορετικών κυνηγετικών λαών και ανιχνεύονται ακόμη και στους προϊστορικούς χρόνους.
Κατανόηση της ζωής
Δεν θα πρέπει επομένως να αισθανόμαστε ένοχοι για αυτή την αθέατη αλλά τόσο υπαρκτή πλευρά του κυνηγίου, για την οποία ελάχιστα έχουν γραφτεί. Αντίθετα, θα πρέπει να την παραδεχθούμε και να την ερευνήσουμε, εάν θέλουμε να προσεγγίσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα την απάντηση στο ερώτημα γιατί κυνηγάμε. Γιατί μέσα από αυτή την άγρια δίψα φαίνεται να περνάει η κατανόηση του ίδιου του κυνηγίου και για πολλούς από εμάς, η κατανόηση της ίδιας μας της ζωής. Ο Rick Bass γράφει το εξής καταπληκτικό γι’ αυτό: “Χωρίς άλλο, το έχω σπουδάσει, κι έχω βγάλει το εξής συμπέρασμα: Είμαι αυτός που είμαι κι έχω έρθει από ένα μέρος απ’ όπου όλοι ήρθαμε κάποτε -το παρελθόν- αλλά εγώ ακόμη θυμάμαι και αγαπώ αυτό το μέρος.
Μερικοί από εμάς είναι χαρούμενοι που βρίσκονται μακριά από αυτό το μέρος, αλλά εγώ δεν είμαι ένας από αυτούς τους ανθρώπους -όχι το φθινόπωρο” (I am who I am, and I’ve come from the place we all came from -the past- but I still remember, and love, that place…). Με αυτές τις υπέροχες φράσεις -συγχωρέστε με πάλι για την ίσως κακή μου μετάφραση- ο συγγραφέας μάς παραπέμπει απευθείας σε έναν άλλο κόσμο, σε έναν άλλο τόπο κοινό για όλους τους κυνηγούς που δεν γνωρίζει χρονικούς περιορισμούς και όρια. Έναν κόσμο που τον μοιράζονται μόνον οι κυνηγοί πλέον, που τον θυμούνται ακόμη και τον αγαπούν. Έναν κόσμο εμπειρικό, προσιτό στον καθένα -αρκεί αυτός ο καθένας να μην ανήκει σε εκείνους που είναι χαρούμενοι που τον ξέχασαν- και που τον ονομάζει “παρελθόν”, από όπου όλοι προήλθαμε κάποτε.
Όπως στις απαρχές του κόσμου
Τον ίδιο κόσμο σκιαγραφεί και ο Κώστας Ουράνης λέγοντας ότι ο άνθρωπος μέσα από το κυνήγι παραδίδεται μονοκόμματος, αφρόντιστος και ελεύθερος “τέτοιος που ήταν ο άνθρωπος στις απαρχές του κόσμου”. Και στον ίδιο κόσμο, μέσα από την εμπειρία του κυνηγίου, ζουν χιλιάδες άνθρωποι καθημερινά, απλά κυνηγώντας. Μήπως λοιπόν το κυνήγι είναι αυτή η κοινή για όλους τους ανθρώπους πρωτογενής εμπειρία που βρίσκεται μέσα μας και σε άλλους ξυπνά και αποκαλύπτεται και σε άλλους όχι; Μήπως υπάρχει μέσα στο υποσυνείδητο ή μέσα στον εγκέφαλό μας καταγεγραμμένη ή μήπως σκόρπια κάπου άφησε τα σημάδια της στο DNA του ανθρώπου μέσα από τα τόσες εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια που οι άνθρωποι και οι προγονικές του μορφές -οι ανθρωπίδες- κυνηγούσαν;
Τελικά, μήπως ο Δαρβίνος, αυτός ο τόσο σημαντικός επιστήμονας και κυνηγός, είχε δίκιο και ο “μαγικός” μηχανισμός της εξέλιξης έφτιαξε τον ίδιο τον σύγχρονο άνθρωπο, τον Homo sapiens, με έναν τρόπο σοφό, βάζοντας δηλαδή στο “λογισμικό” του, βαθιά μέσα στη μνήμη του, ένα “αρχείο” -το κυνήγι- το οποίο, όταν κάποιος το ανοίξει, ηθελημένα ή από ανάγκη, να τον βοηθά ώστε να επιβιώσει; Όπως και να έχει το πράγμα, ένα είναι σίγουρο: ότι η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στην ίδια την υπόσταση του ανθρώπου και στο παρελθόν του, στο μέρος, δηλαδή, απ’ όπου όλοι ήρθαμε κάποτε.