Του Χρήστου Χατζιώτη
Οι κατασκευαστικές καινοτομίες στα κυνηγετικά λειόκαννα παρουσιάζουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα όσον αφορά την ευκολία προσαρμογής τους. Σε κάθε περίπτωση το σημαντικό είναι να τα γνωρίζει κανείς ώστε να μπορεί ελεύθερα να επιλέξει τη χρήση ή την απόρριψη αυτών των ευκολιών.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η εξέλιξη του κυνηγετικού λειόκαννου σταμάτησε λίγο πριν το 1920. Οι τεχνικά σκεπτόμενοι επιμένουν ότι τα όπλα εκείνης της περιόδου μπόρεσαν να πλησιάσουν τόσο την τελειότητα, που μόνο η έκπτωση ποιότητας, η οφειλόμενη στη μαζικοποίηση και βιομηχανοποίηση της παραγωγής των όπλων, μπορούσε να τα διαδεχθεί. Οι φιλοσοφικά σκεπτόμενοι, ισχυρίζονται ότι ακριβώς επειδή το κυνήγι αποτελεί ανθρώπινη φυσική δραστηριότητα και όχι ανταγωνιστική προς το οικοσύστημα, από ένα σημείο και έπειτα η εξέλιξη του κυνηγετικού όπλου δεν είχε λόγο να προχωρήσει περαιτέρω, σ’ αντίθεση με τα όπλα μιλιταριστικής χρήσης που εξελίσσονται μέχρι τις μέρες μας συνεχώς. Όποια κι αν είναι η πραγματικότητα, σίγουρα και οι δύο απόψεις έχουν πολλά επιχειρήματα. Η αγορά όμως πιεζόμενη από τον ανταγωνισμό, αναγκάζεται καθημερινά να παρουσιάσει καινούργια μοντέλα που αν η διαφορά τους από τα προηγούμενα συνίσταται μόνο στην εξωτερική εμφάνιση και το όνομα, έχουν πολύ μικρότερη τύχη στην αγορά από ότι αν διαθέτουν και κάποιες κατασκευαστικές καινοτομίες.
Ευκολίες προσαρμογής
Οι καινοτομίες αυτές, συνήθως έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που σχετίζονται με την ευκολία προσαρμογής σε ένα αυτογεμές ή σε ένα αλληλεπίθετο δίκαννο. Πολύ σπάνια συναντάμε τέτοιες καινοτομίες που να αφορούν το παραδοσιακό πλαγιόκαννο. Θα αποτολμούσα μάλιστα την παρατήρηση ότι τα μειονεκτήματα αυτών των καινοτομιών (γιατί καμία εφαρμογή στο λειόκαννο, όσα πλεονεκτήματα και αν διαθέτει δεν είναι στείρα μειονεκτημάτων) γίνονται πολύ εντονότερα όταν εφαρμόζονται στο πλαγιόκαννο, από ότι στα αυτογεμή ή τα αλληλεπίθετα. Το άρθρο αυτό δεν αποσκοπεί στο να αποτρέψει κάποιους από τη χρήση αυτών των κατά κανόνα πρόσθετων «ευκολιών», ούτε όμως και στη θεοποίησή τους. Το σημαντικό, όπως σε κάθε περίπτωση, είναι να γνωρίζει κανείς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε καινοτομίας ώστε να μπορεί ελεύθερα να επιλέξει τη χρήση ή την απόρριψή της. Κάποιες από τις κλασικότερες σύγχρονες ευκολίες στο κυνηγετικό λειόκαννο είναι οι ακόλουθες:
ΟΙ ΕΝΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΕΣ ΣΥΣΦΙΓΞΕΙΣ (ΤΣΟΚ)
Όταν πριν περίπου τρεις δεκαετίες η ιταλική εταιρεία Beretta διαφήμισε τις εναλλασσόμενες κάννες, αναγγέλλοντας ότι μπορεί κανείς αγοράζοντας ένα αυτογεμές Beretta Α302 να διαθέτει ταυτόχρονα έξι διαφορετικά όπλα (από όπλο με κάννη slug και κλεισιοσκόπιο, μέχρι όπλο με κάννη magnum 76 εκατοστών με πλήρη σύσφιγξη για το κυνήγι των υδροβίων), πολλοί ήταν οι καταναλωτές κυνηγοί που είδαν μια μεγάλη γκάμα συνδυασμών και δυνατοτήτων να ανοίγεται μπροστά τους. Τώρα πια μπορούσε να επιλέγει κανείς αυτό που θέλει με βάση την αξιοπιστία του ως μοντέλο και στη συνέχεια να το παραγγέλνει με την κάννη που μπορούσε να ανταποκριθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στα κυνήγια που πραγματοποιούσε. Ήταν ένα τεχνολογικά δύσκολο επίτευγμα; Ασφαλώς όχι! Απλώς ήταν η ολοκλήρωση της μακρόχρονης φάσης πλήρους εκβιομηχάνισης της παραγωγής των όπλων. Αν λίγα χρόνια νωρίτερα ένα πλαγιόκαννο δίκαννο ή ένα αλληλεπίθετο διατείνονταν το ίδιο ακριβώς πράγμα (κάτι που σήμερα συμβαίνει με πολλές εταιρείες), οι συντηρητικοί λάτρεις των ποιοτικών χειροποίητων οπλοκατασκευών θα διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους, γιατί μια τέτοια καινοτομία θα συνεπαγόταν την αύξηση ανοχών στις εφαρμογές του όπλου και συνακόλουθα τη μεγιστοποίηση τριβών και φθορών. Στο αυτογεμές, όμως, δεν υπήρχαν τέτοια προβλήματα. Το όπλο είχε ήδη μετατραπεί σε ένα «αναλώσιμο» καταναλωτικό προϊόν και μπορούσε πλέον να κατασκευάζεται με κριτήριο όχι την κατάσταση στην οποία θα το κληρονομήσουν τα δισέγγονα του κατόχου, αλλά την άνεση και την ευχρηστία που θα προσφέρει στον κάτοχό του για ένα λογικό, πεπερασμένο διάστημα μιας γενιάς (30 ετών κατά την αγγλική παράδοση).
Σημασία έχει ο τρόπος
Την καθιέρωση αργότερα των εναλλασσόμενων συσφίγξεων (τσοκ) πολλοί τη θεώρησαν ως μετεξέλιξη αυτής της βελτίωσης. Τώρα πια ο κάτοχος του όπλου δεν είχε ανάγκη το πρωί ξεκινώντας για το κυνήγι του, να επιλέξει τη μία από τις δύο ή τρεις κάννες που είχε αποκτήσει, ανάλογα με το θήραμα που σκόπευε να κυνηγήσει. Μπορούσε σε ένα κουτάκι λίγο μεγαλύτερο από πακέτο τσιγάρων, να κουβαλάει «εναλλασσόμενες δυνατότητες» όχι μόνο για κάθε είδος θηράματος, αλλά και για κάθε διαφορετική συνθήκη κυνηγίου. Φτάσαμε, λοιπόν, στο σημείο να βλέπουμε πολλούς κυνηγούς να ξεκινάνε το πρωί με ένα ανοιχτό τσοκ στο καρτέρι, να συνεχίζουν με ένα ενδιάμεσο τσοκ και κατά τις 9:30–10:00, που τα πουλιά περνάνε μεσούρανα, να «βελτιώνουν» τις δυνατότητες του όπλου τους με ένα τσοκάκι full ή και extra full. Το αν αυτό αποτελεί πρόοδο σχετίζεται περισσότερο με τον τρόπο που εκμεταλλεύεται κανείς τις σύγχρονες δυνατότητες των εναλλασσόμενων συσφίγξεων και λιγότερο με αυτή καθ’ αυτή τη «βελτίωση».
Λελογισμένη χρήση
Ούτως ή άλλως, ο καταναλωτής του λειόκαννου προσαρμόζει τις δυνατότητες που αυτό προσφέρει με βάση τη δική του παράδοση και κουλτούρα, αλλά πάνω απ’ όλα με βάση την ωριμότητα και τη συγκρότησή του, με βάση δηλαδή την ουσιαστική εμπειρία του στο κυνήγι. Είναι προφανές ότι κάποιος που αναλώνει το 20% του κυνηγετικού χρόνου του σε ένα καρτέρι στο ξεβίδωμα και το βίδωμα διαφορετικών συσφίγξεων, κάνει κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που έχουμε στο μυαλό μας ως κυνήγι. Εξίσου προφανές είναι ότι όλες αυτές οι αλλαγές θα γίνουνε βιαστικά υπό την πίεση των θηραμάτων που πιθανόν περνάνε ή που μπορεί να περάσουν και βέβαια ότι κάποια από αυτά θα χαθούν στο κυνήγι της βελτίωσης των βλητικών προδιαγραφών μιας κάννης. Κάποιος άλλος όμως που χρησιμοποιεί λελογισμένα τις εναλλασσόμενες συσφίγξεις, ακριβώς όπως χρησιμοποιούσαμε παλιότερα τις εναλλασσόμενες κάννες (δηλαδή επιλέγοντας έναν συνδυασμό για το πρωινό του κυνηγίου του και αλλάζοντας αυτόν το συνδυασμό μία φορά το πολύ μέχρι το τέλος της κυνηγετικής ημέρας) θα είχε μόνο οφέλη να αποκομίσει από μια τέτοια πρακτική.
«Ουδέν κακόν αμιγές καλού»
Η φήμη που κυκλοφόρησε σύντομα και που σαφώς είχε αντικειμενική βάση, ότι οι εναλλασσόμενες συσφίγξεις δεν έχουν πάντα την ποιότητα που μπορεί να έχει μια στάνταρ κάννη, αποτελούσαν μόνο «κραυγές από το παρελθόν». Σύντομα η βιομηχανία αύξησε το μέγεθος των εναλλασσόμενων συσφίγξεων, πρόσφερε ψευδαισθήσεις και στο τελευταίο στάδιο εμφανίστηκαν εταιρείες κατασκευής αποκλειστικά εναλλασσόμενων συσφίγξεων για συγκεκριμένα μοντέλα αυτογεμών όπλων, συσφίγξεων που κατασκευαζόντουσαν σε πολύ ψηλά στάνταρ και εγγυώντουσαν μια ιδανική ποιότητα κατανομής. Κι επειδή αναφέρθηκα σε ψευδαισθήσεις, πρέπει μάλλον αυτό να αναλυθεί περαιτέρω.
Στη βλητική του λειόκαννου ο γνώστης κινείται κατ’ ανάγκη αποζητώντας χρυσές τομές. Δεν υπάρχουν πανάκειες! Η παλιά ρήση «ουδέν κακόν αμιγές καλού» ισχύει σχεδόν πάντα και ως διατύπωση και αντίστροφα.
Τα υπέρ και κατά
Έκρινε, λοιπόν, κάποιος ότι είχε την απαίτηση σε ένα τσοκ υψηλής σύσφιγξης (για παράδειγμα full ή extra full) να έχει μεγαλύτερο μήκος για ομαλότερη σύσφιγξη της δέσμης των σκαγιών και συνακόλουθη μείωση των παραμορφώσεών τους, του προσέφερε η βιομηχανία εξωτερικές εναλλασσόμενες συσφίγξεις (τσοκάκια) που όσο αυξανόταν η σύσφιγξη μεγάλωνε και το μήκος της. Όμως η σκοπευτική ευθεία παρέμενε σταθερή γιατί το στόχαστρο συνέχιζε να βρίσκεται στην αρχική θέση και το μήκος της εναλλασσόμενης σύσφιγξης (του τσοκ) βρισκόταν μπροστά από αυτό. Μειονέκτημα σημαντικό; Οι οπαδοί αυτού του είδους συσφίγξεων διατείνονταν πως όχι, γιατί ούτως ή άλλως οι εξωτερικές εναλλασσόμενες συσφίγξεις εφαρμόζονταν κυρίως σε αυτογεμή όπλα που το μήκος της βάσης τους ήταν ήδη σαφώς επιμηκυμένο ως προς τη βάση ενός πλαγιόκαννου ή αλληλεπίθετου δίκαννου, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σοβαρό πρόβλημα αναζήτησης μεγαλύτερης σκοπευτικής ευθείας (απόσταση ματιού του σκοπευτή από το στόχαστρο). Αντίθετα, οι πολέμιοι της εφαρμογής υπενθύμιζαν τις εμπροσθόβαρες τάσεις που δημιουργούσε μία τέτοια σύσφιγξη στο ζύγισμα του όπλου, πολύ περισσότερο όταν αυτή εξ ορισμού τοποθετείτο στο πιο ευαίσθητο για το ζύγισμα σημείο του: στο πρόσθιο άκρο της κάννης.
ΒΕΛΤΙΩΤΙΚΑ ΣΚΟΠΕΥΣΗΣ
Αν οι οπλοκατασκευαστές τον περασμένο αιώνα αφιέρωσαν αμέτρητες ευρεσιτεχνίες (πατέντες) στον εντοπισμό του ιδανικού σχήματος ρίγας για κάθε τύπο κυνηγίου, οι σύγχρονοι κυνηγοί αυτό που αποζητούν είναι ένα στόχαστρο που να τους εμπνέει ευκολία και ταχύτητα στη σκόπευση. Παρ’ ότι η ταχύτητα επώμισης και βολής σχετίζεται με τα μέτρα του όπλου και το μήκος της κάννης και δευτερευόντως με το σχήμα της ρίγας, οι εταιρείες ήταν υποχρεωμένες να προσφέρουν ποικιλία στον καταναλωτή στο στοιχείο εκείνο που αν και τριτεύον ήταν το πλέον εμφανές. Βλέποντας κανείς ένα όπλο στη βιτρίνα ενός οπλοπωλείου, δύσκολα μπορεί να διαπιστώσει αν τα μέτρα του όπλου αυτού ταιριάζουν με το σωματομετρικό του τύπο. Αν δεν έχει θεωρητικές γνώσεις ή μεγάλη εμπειρία δύσκολα μπορεί να αξιολογήσει ακόμη και τον τύπο της ρίγας (στενή, φαρδιά, υπερυψωμένη, κοίλη κ.λπ.). Αυτό όμως που μπορεί εύκολα να θαυμάσει σε ένα αυτογεμές είναι ένα πολύ – πολύ μικρής διατομής κυλινδρικό φωσφορίζον στόχαστρο, αν με ένα τέτοιο όπλο έχει δει τις επιτυχίες του να αυξάνονται (άσχετα αν οι επιτυχίες στην πραγματικότητα είχαν αυξηθεί γιατί το όπλο που έφερε ένα τέτοιο στόχαστρο συμπτωματικά ταίριαζε απόλυτα στο σωματομετρικό τους τύπο) και κυρίως την αυτοπεποίθηση που γεννάει μέσα τους ένα εντυπωσιακό βελτιωτικό σκόπευσης που παρατηρώντας το προφίλ της κάννης ή το πάνω μέρος της φαντάζει εντυπωσιακό.
Οπαδοί και πολέμιοι
Είναι γεγονός ότι πολλοί κυνηγοί είδαν να βελτιώνεται η ταχύτητα και η ποιότητα σκόπευσής τους με τη χρήση κυλινδρικών μορφωμάτων από φωσφορίζον πλαστικό, μήκους κάποιες φορές αρκετών εκατοστών. Και αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί γιατί αποτελεί αντικειμενικό στοιχείο που προκύπτει από δοκιμή στην πράξη. Κάποιοι άλλοι όμως, πολέμιοι αυτών των βελτιώσεων, είδαν αντικειμενικά (σε επίπεδο θεωρητικής αξιολόγησης αυτής της βελτίωσης) το μήκος της σκοπευτικής ευθείας να μειώνεται αισθητά προς χάρην του εντυπωσιασμού και μόνο. Ο αντίλογος σε τρίτο επίπεδο ερχόταν και πάλι από τους πρώτους, τους οπαδούς αυτών των βελτιώσεων, που διατείνονταν ότι η βράχυνση της σκοπευτικής ευθείας προκύπτει μόνο όταν κανείς σκοπεύει λάθος, προσπαθώντας δηλαδή να μην έχει καμία οπτική επαφή με τη ρίγα του όπλου αλλά μόνο με το στόχαστρο, κάτι που 9 στις 10 φορές, κατά την εκτίμησή τους, έχει ως αποτέλεσμα ο κυνηγός να βάλλει χαμηλότερα από το σημείο που σκοπεύει.
Μια πρακτική ιδιότυπη επέμβαση
Προσωπικά δεν θα ξεχάσω έναν καλό φίλο και κυνηγό που ισχυρίστηκε και εφάρμοσε στην πράξη για χρόνια ότι το ιδανικό στόχαστρο για κείνον ήταν ο εξαιρετικά λεπτός μεταλλικός κύκλος που συγκρατεί έναν φωσφορίζοντα κύλινδρο ελάχιστων χιλιοστών, με μια μικρή επέμβαση–μετατροπή. Έκαιγε με τον αναπτήρα του το πλαστικό αυτό μέχρι να αφαιρεθεί τελείως και διατηρούσε ως στόχαστρο μόνο την οπή που σχημάτιζε το μεταλλικό κυλινδρικό έλασμα που συγκρατούσε το στόχαστρο. Όταν πρωτοείδα αυτό το περίεργο στόχαστρο (ουσιαστικά ήταν ένα μεταλλικό κυκλάκι προσαρτημένο στο πρόσθιο τμήμα της κάννης που μπορούσες άνετα να δεις μέσα από αυτό το στόχο) γέλασα. Εκείνος συνέχισε να επιμένει ότι στις μακρινές βολές δεν υπάρχει αποτελεσματικότερο στόχαστρο, τουλάχιστον για τη δική του περίπτωση. Όταν ζήτησα να δοκιμάσω στην πράξη αυτό το στόχαστρο, χωρίς να υιοθετώ μια τόσο ιδιότυπη επέμβαση, αναγκάστηκα να ομολογήσω ότι το βρήκα εξαιρετικά πρακτικό.
Ο μονοσκάνδαλος μηχανισμός ως κανόνας
Στη φιλοσοφία του δίκαννου για πολλά χρόνια, θεωρείτο από πολλούς κυνηγούς αναίδεια η εφαρμογή συστήματος λειτουργίας μονής σκανδάλης. Τι να το κάνει κανείς το δίκαννο όταν στην πράξη ακυρώνονται οι δύο επιλογές; Γιατί βέβαια η ενασχόληση με τον επιλογέα κάννης τη στιγμή που το θήραμα αιφνιδιάζει τον κυνηγό και καλείται να επωμίσει με τον καλύτερο και ταχύτερο τρόπο, αποτελεί ουτοπία. Παρ’ όλα αυτά, η παραγωγή και η βιομηχανία κινείται πάντα στην κατεύθυνση του να καλύψει τη ζήτηση που δημιουργείται σε μια αγορά, ανεξάρτητα από τα αίτια που δημιούργησαν αυτή τη ζήτηση. Έτσι με την πάροδο των χρόνων στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (και κυρίως στην Ελλάδα) έγινε θεσμός οι ιδιοκτήτες αλληλεπίθετων δίκαννων, αλλά και κάποιοι ιδιοκτήτες πλαγιόκαννων, να αποκτούν τα όπλα αυτά από συμπάθεια προς την παράδοση και προς την ποιότητα κατασκευής τους και να τα διατηρούν ως δεύτερα όπλα χρησιμοποιώντας ως κύριο όπλο τους κάποιο αυτογεμές. Εκεί η αλλαγή από ένα όπλο με μια σκανδάλη σε ένα δισκάνδαλο όπλο έγινε αιτία να ακούγονται για πολλά χρόνια αμέτρητες απρεπείς εκφράσεις στον κυνηγότοπο όταν η δύναμη της συνήθειας έκανε τον κυνηγό να δοκιμάζει δεύτερη βολή σε ένα δισκάνδαλο δίκαννο, τραβώντας για δεύτερη φορά την πρώτη σκανδάλη.
Επικράτησε η λογική
Οι ελάχιστες ευρεσιτεχνίες που εφάρμοσαν μόνο – διπλοσκάνδαλο σύστημα λειτουργίας (μ’ άλλα λόγια η πρώτη σκανδάλη να μπορεί να λειτουργεί και ως μονοσκάνδαλο σύστημα ρίχνοντας δύο φορές, ενώ η δεύτερη να τροφοδοτεί μόνο τη δεύτερη κάννη) προσέθεσαν σημαντικό κόστος στις οπλοκατασκευές που εφαρμόστηκαν και δεν αποδείχθηκαν στο σύνολό τους αξιόπιστες. Έτσι επικράτησε η λογική και οι πλειοψηφικές καταστάσεις. 95 στις 100 φορές όταν κυνηγάς με σκύλο φέρμας θα χρειαστεί πρώτα να ρίξεις την ανοιχτή κάννη και μετά την κλειστή, επομένως ένα μονοσκάνδαλο δίκαννο ελάχιστες φορές θα αποδειχθεί κατώτερο των περιστάσεων. Στο καρτέρι που συχνά χρειάζεται η αντίστροφη χρήση καννών, ο επιλογέας έδινε τη λύση τοποθετούμενος στο αντίθετο άκρο από την αρχή του καρτεριού και το πρόβλημα είχε λυθεί σε ένα σημαντικό ποσοστό του. Από κει και πέρα δεν έμενε παρά να βελτιώσει ο οπλοκατασκευαστής το μονοσκάνδαλο σύστημα λειτουργίας και να το παρουσιάσει ως την τέλεια καινοτομία. Μόνο που η καινοτομία αυτή έχει τις αφετηρίες της στο μακρινό χάραμα του περασμένου αιώνα, όταν μεγάλοι οπλοκατασκευαστές έφτασαν στο σημείο για να πείσουν για την αξιοπιστία των μηχανισμών τους, να κατασκευάσουν ακόμη και πλαγιόκαννα τρίκαννα με μία και μοναδική σκανδάλη (χαρακτηριστικό παράδειγμα το 16άρι τρίκαννο της Boss κ.λπ.).
Η ΕΠΙΛΟΓΗ
Αναφέρθηκα ενδεικτικά σε τρεις «σύγχρονες» βελτιώσεις στο σύγχρονο λειόκαννο και στις προϋποθέσεις χρήσης τους, προκειμένου να αποβούν αυτές υπέρ του κυνηγού. Βελτιώσεις υπήρξαν στο παρελθόν πολλές. Κάποιες από αυτές βραχύβιες και κάποιες που επιβίωσαν και έγιναν κανόνας στις μέρες μας. Ένα στοιχείο όμως που πολύ σπάνια αξιολογούμε σε όλες αυτές τις βελτιώσεις και που παραμένει κατά τη γνώμη μου κορυφαίο ως κριτήριο επιλογής ή απόρριψής τους, είναι ο ψυχολογικός παράγοντας. Κυνηγώντας για πολλά χρόνια όλα τα θηράματα με 4 άστρα σύσφιγξη, έχω δει να μειώνονται οι επιτυχίες μου με οποιαδήποτε άλλη σύσφιγξη, σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε από τα χαρακτηριστικά των συσφίγξεων, ούτε από τη βλητική του λειόκαννου. Αντίστοιχα φαινόμενα έχω παρατηρήσει σε πολλούς φίλους και συγκυνηγούς. Κατά τη γνώμη μου, πριν και πάνω από όλα, αυτό που έχει σημασία είναι τα χαρακτηριστικά ενός όπλου να εμπνέουν εμπιστοσύνη στο χρήστη του. Γιατί αν αυτό δεν συμβεί, η παραμικρή αμφιβολία είναι ικανή να επηρεάσει εκείνους τους απειροελάχιστους χρόνους που μεσολαβούν από το σήκωμα του θηράματος μέχρι το τράβηγμα της σκανδάλης. Να επηρεάσει χρόνους και αντιδράσεις, ανεπαίσθητα έστω και απειροελάχιστα. Σ’ αυτή την περίπτωση, η πραγματικότητα απέναντι σε εκείνον που κατέφυγε σε λύσεις που δεν ήταν της απόλυτης εμπιστοσύνης του, είναι δυστυχώς ολέθρια. Και η τιμωρία του έρχεται βέβαια πάντα εκ του αποτελέσματος.