Του Δημήτρη Δραχτίδη
Το κυνήγι είναι η αγαπημένη δραστηριότητα όλων των κυνηγών. Η άσκησή του απαιτεί θυσία χρόνου, χρήματος, προσωπικών, οικογενειακών, κοινωνικών υποχρεώσεων κ.ο.κ. Η βίωση της λειτουργίας της φύσης (κυνηγοί και θηράματα) κάμει τον κυνηγό να “κλίνει” περισσότερο προς το φυσικό του σπίτι παρά προς το τεχνητό του. Μάλλον αυτή η φυσική του κλίση ενεργοποιείται βελτιωτικά τόσο στις ενδοοικογενειακές όσο και στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Η εναπόθεση των ψυχικών βαρών (άγχους, στρες, στεναχώρια, κ.λπ.) όσο και των σωματικών βαρών (περιττά κιλά, διάφορες ασθένειες που χρειάζονται κίνηση, άσκηση) στη φύση λειτουργεί τροφοδοτικά, ανανεώνοντας τόσο τις ψυχικές όσο και τις σωματικές δυνάμεις του κυνηγού.
Αυτή νομίζω είναι η κατ’ εξοχήν συμβολή του κυνηγίου στη ζωή: να τροφοδοτεί με νέες δυνάμεις, ψυχικές και σωματικές, και όχι μόνο με θηράματα.
Αυτά θα μπορούσαν ίσως να χαρακτηριστούν ως “παράπλευρες απώλειες” ενός φυσικού και ανανεώσιμου πλούτου. Ενώ όμως η αγάπη προς το κυνήγι είναι δεδομένη από όλους τους κυνηγούς δεν επικρατεί το ίδιο και στις σχέσεις μεταξύ κυνηγών και συγκυνηγών, ιδιαίτερα κατά την άσκηση αυτής της δραστηριότητας. Η μια κυνηγοπαρέα λογομαχεί με την άλλη αν τύχει και βρίσκονται κοντά, ο ένας υβρίζει τον άλλον γιατί κυνηγάει… στον τόπο του, άλλοι τρέχουν πρώτοι για να βγούνε μπροστά, διακόπτοντας έτσι την πορεία της συγκεκριμένης παρέας και γενικά ένα αίσθημα ζηλοφθονίας κυριαρχεί. Ποιος, άλλωστε, αρέσκεται όταν έχει κάνει χιλιόμετρα και χιλιόμετρα για να κυνηγήσει σε συγκεκριμένο τόπο και όταν φτάνει να βλέπει ότι έχει κατακλυστεί από συναδέλφους; Η νευρικότητα και οι αψιμαχίες δίνουν και παίρνουν. Το κυνήγι ασκείται ατομικά αλλά και συλλογικά. Η βάση ασκήσεως, για να λάβουμε όλη την ωφέλειά του, είναι ο σεβασμός. Εδώ πιστεύω έγκειται η διαφορά του ευσυνείδητου και του ασυνείδητου κυνηγού: ο ευσυνείδητος θέλει να λάβει όσο το δυνατόν περισσότερο από την ομορφιά της φύσης, να προάγει την ψυχοσωματική του υγεία, να αναπνεύσει καθαρό αέρα, να επιτύχει την ανατροφοδότηση των δυνάμεών του. Διότι γνωρίζει ότι τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να γίνει μέσα σε κλίμα διαφωνιών, τσακωμών, ύβρεων, αντεκδικήσεων κ.ο.κ. Κι αν βρεθούν και θηράματα έχει καλώς. Επειδή σέβεται τον εαυτό του, τους συναδέλφους, τους ανθρώπους της υπαίθρου, το ίδιο το θήραμα, γι’ αυτό και γεύεται πραγματικά τη χαρά του κυνηγιού, αποφεύγοντας πάντα το “άσχημον”. Αδιαφορώντας για τα πάντα, ο ασυνείδητος κυνηγάει μόνο θηράματα και δεν διστάζει να καταπατήσει κάθε έννοια κυνηγετικής δεοντολογίας.
Η βάση, λοιπόν, της ομορφιάς του κυνηγίου είναι ο σεβασμός “κατά πάντας και στα πάντα”, ενώ η καταπάτησή του συνιστά το άσχημον του κυνηγίου. Ο μεν πρώτος χαλαρώνει και ηρεμεί στο κυνήγι, ο δε δεύτερος αυξάνει τη νευρικότητά του. Υπάρχει πλειάδα κανόνων, γραπτών και άγραφων, κυνηγετικής συμπεριφοράς που η ουσία τους διέπεται από το σεβασμό και είναι πράγματι κρίμα να χαλάμε με αψιμαχίες την κυνηγετική μας έξοδο.
Τέλος, ο σεβασμός θα πρέπει να γίνει κτήμα μας και να διέπει όχι μόνο την αγαπημένη μας δραστηριότητα μα και όλες τις πτυχές και εκφάνσεις της εν γένει ζωής μας!