Του Μπάμπη Αιγινήτη προπονητή κυνηγετικής σκοποβολής
Η φάσσα και η τσίχλα, αποτελούν δύο διαφορετικά θηράματα της εποχής μας που έχουν κοινό τρόπο κυνηγιού στο καρτέρι και κοινή σκόπευση και προσκόπευση. Θα μιλήσουμε ειδικά για την προσκόπευση που έχει εξελιχθεί στην πάροδο των ετών και συνεχίζει ακόμα να εξελίσσεται. Για πολλά χρόνια στους αυτοδίδακτους κυνηγούς επικρατούσε η λανθασμένη αντίληψη ότι θα πας το όπλο κάπου μπροστά από το πουλί και όταν έλθει κοντά ρίξε του, με σταματημένο ή σχεδόν σταματημένο όπλο. Ακόμα όμως και σήμερα πολλοί βρίσκονται «χαμένοι» μέσα σε αυτή τη λανθασμένη άποψη. Αρκετοί από αυτούς με μια ενστικτώδη κίνηση τουφέκιζαν σε κάποιο σημείο μπροστά από το στόχο τους κόβοντάς του το δρόμο και προσπαθώντας να πετύχουν ένα κινούμενο πουλί με ένα σταματημένο όπλο. Σε εκπλήσσει πολλές φορές η ευρηματικότητα και ο αλχημισμός που αναπτύσσουν κάποιοι ψάχνοντας μόνοι τους μέσα στο σκοτάδι του λαβύρινθου να βρουν τις λύσεις, ξοδεύοντας χρόνο και χρήμα στα σκοπευτήρια και στον κυνηγότοπο αρνούμενοι να αποδεχθούν ότι όλα τα πράγματα σε αυτή τη ζωή διδάσκονται. Κανείς δεν γεννήθηκε από την κοιλιά της μαμάς του με την τεχνογνωσία μιας δραστηριότητας. Η τεχνογνωσία διδάσκεται και μόνο τότε μπορώ να είμαι σε θέση να εξηγήσω με ακρίβεια το πώς και το γιατί σε οτιδήποτε κάνω. Ο υπερφίαλος εγωισμός –όπως λέει και ο φίλος μου ο Τάκης- δεν θεωρώ ότι βοηθάει σε ένα τόσο σύνθετο κομμάτι του κυνηγιού όπως είναι η σωστή σκόπευση. Να θυμάστε πάντα ότι ο ανόητος επιμένει, ο πονηρός δικαιολογείται και ο έξυπνος παραδέχεται. Άρα καλό είναι πάντα να μαθαίνουμε.
Ο σωστός ορισμός της προσκόπευσης
Επιστρέφοντας στο κεφάλαιο προσκόπευση θα πρέπει να ξέρουμε ότι σε κάθε κινούμενο στόχο η προσκόπευση υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει, όσο κι αν κάποιοι ισχυρίζονται ότι: «Εγώ με αυτά τα φυσίγγια που μου έδωσε ο Μήτσος τουφεκάω πάνω στο πουλί όταν περνάει τραβέρσα και πέφτει στουπί». Ξέρετε πόσα τέτοια ακούγονται στα κυνηγετικά στέκια από αδαείς και ημιμαθείς και γίνονται πιστευτά; Δυστυχώς άπειρα. Κανένα, μα κανένα φυσίγγι δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει την προσκόπευση που είναι απαραίτητη σε μια πλάγια βολή (τραβέρσα) στα 30 μέτρα σε στόχο που κινείται με 70-80 χλμ. την ώρα.
Αυτό που αποτελεί σημαντικό παράγοντα στο να γίνει αντιληπτή και κατανοητή η προσκόπευση είναι να δει ο κυνηγός το διάστημα μεταξύ της κάνης και του στόχου του (ανεξαρτήτως αν πρόκειται για πουλί ή πήλινο δίσκο στο σκοπευτήριο), σε εκείνα τα κλάσματα του δευτερολέπτου που πατιέται η σκανδάλη και το όπλο συνεχίζει να κινείται. Αυτή η εικόνα που βλέπουν τα μάτια μας μεταξύ κάνης-στόχου σε εκείνη τη χρονική στιγμή που ο εγκέφαλος δίνει την εντολή για να πατηθεί η σκανδάλη είναι ο ορισμός της προσκόπευσης και αυτό που θα μας εξασφαλίσει μια επιτυχημένη βολή. Βέβαια αυτή η εικόνα, δηλαδή το πόσο ακριβώς είναι η προσκόπευση που βλέπει κάποιος, διαφέρει από κυνηγό σε κυνηγό και από σκοπευτή σε σκοπευτή. Αλλιώς αντιλαμβάνεται το 1,50 μέτρο προσκόπευση στα 30 μέτρα ο Σπύρος και αλλιώς ο Νίκος, για να φέρουμε ένα απλό παράδειγμα δύο κυνηγών και είναι απολύτως φυσιολογικό. Το να συμβουλεύουμε κάποιον λέγοντας: «Βάλε δυο μέτρα μπροστά και πάτα» ή «ρίξ’ του με ένα τουφέκι μπροστά», είναι ασαφές, αόριστο και παραπλανητικό. Διότι εκείνος τον οποίο εμείς προτρέπουμε να βάλει τόσο μπροστά και να πατήσει, πιθανότατα να αντιλαμβάνεται τα δύο δικά μας μέτρα αρκετά λιγότερο ή αρκετά περισσότερο. Το να τα αντιλαμβάνεται ακριβώς το ίδιο είναι μάλλον απίθανο, διότι η αίσθηση της προσκόπευσης διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Συνεπώς ο κάθε κυνηγός την αντιλαμβάνεται διαφορετικά.
Η δυσκολία στην περιγραφή της τουφεκιάς
Στη βολή με το λειόκανο κυνηγετικό όπλο κατά κινητού στόχου είτε αυτός είναι θήραμα είτε πήλινος δίσκος στο σκοπευτήριο, η πιο χρήσιμη αντίληψη και ένα από τα κορυφαία τεχνικά στοιχεία είναι να γνωρίζει κανείς το πόσο προσκόπευση χρειάζεται κάθε φορά που επωμίζει. Είναι λίγοι πραγματικά οι σκοπευτές και ακόμα λιγότεροι οι κυνηγοί που όταν τουφεκάνε διαθέτουν ακρίβεια στην αντίληψη της προσκόπευσης για την κάθε βολή που καλούνται να εκτελέσουν. Πολλοί δηλώνουν ότι ποτέ δεν έχουν σκεφτεί, ούτε έχουν αναλύσει το πόσο ακριβώς προσκόπευση χρειάζεται μια συγκεκριμένη πλάγια βολή. Γι’ αυτό το λόγο και αδυνατούν να εξηγήσουν σε κάποιον αναλυτικά –ακόμα και με απλά λόγια- το τι ακριβώς κάνουν όταν πετυχαίνουν τα πουλιά ή τους δίσκους στο σκοπευτήριο. Ρωτάς αυτούς τους κυνηγούς και σκοπευτές και διαπιστώνεις ότι δυσκολεύονται πολύ ή δεν μπορούν καθόλου να σου περιγράψουν το τι ακριβώς κάνουν με την προσκόπευση τη στιγμή που πατούν τη σκανδάλη. Οι ερωτώντες εκλαμβάνουν αυτή την αδυναμία επεξήγησης των ενεργειών τη συγκεκριμένη στιγμή σαν απροθυμία πληροφόρησης από πλευράς αυτών των κυνηγών ή σκοπευτών. Όμως, έχει αποδειχθεί ότι τελικά δεν ισχύει αυτό. Διότι η άρνηση αυτής της ανάλυσης ελάχιστες φορές είναι εσκεμμένη, τις περισσότερες φορές είναι μια φυσιολογική αδυναμία ανθρώπων που δεν διαθέτουν φωτογραφική μνήμη.
Πολλές φορές παρατηρούμε κυνηγούς ή σκοπευτές να «πηγαίνουν επωμισμένοι» με τον στόχο τους ακολουθώντας τον για αρκετή απόσταση σε μια προσπάθεια να σιγουρέψουν το αποτέλεσμα, καταστρέφοντας έτσι τον αυθορμητισμό της βολής. Άλλοι πάλι αμφιταλαντεύονται για το ποια είναι η ιδανική προσκόπευση σε ένα συγκεκριμένο στόχο που επιθυμούν ενώ έχουν ήδη επωμίσει. Αυτό έχει ως συνέπεια να αυξομειώνουν το άνοιγμα της προσκόπευσης και όταν πατούν τη σκανδάλη ο στόχος τους να έχει εκμηδενίσει πλέον την προσκόπευση και να αφήνει το όπλο πίσω.
Αδυναμία ανάλυσης της μεθόδου βολής
Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι η προσκόπευση είναι στενά συνδεδεμένη με τη μέθοδο της σκόπευσης που κάποιος κυνηγός ή σκοπευτής χρησιμοποιεί. Οι περισσότεροι από τους κυνηγούς, αλλά και αρκετοί σκοπευτές δεν μπορούν να προσδιορίσουν με ακρίβεια τις φάσεις της μεθόδου που χρησιμοποιούν. Γιατί απλά δεν χρησιμοποιούν καμία από τις τρεις βασικές μεθόδους σκόπευσης στον κινούμενο στόχο ή αυτή που χρησιμοποιούν δεν ξέρουν ποια είναι και πώς εφαρμόζεται σωστά. Μη σας παραξενεύει αυτή η διαπίστωση διότι υπάρχουν αρκετοί που ενώ χρησιμοποιούν τη γνωστότερη από τις τρεις, δηλαδή τη μέθοδο swing through (η οποία απαιτεί κίνηση από πίσω προς τα μπροστά), δεν γνωρίζουν αναλυτικά τις φάσεις της βολής. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή θεωρείται η παλαιότερη και ευκολότερη στην εκμάθηση μέθοδος, συγκριτικά με τις άλλες δύο (την pull away και την maintained lead). Όμως, αν κάποιος δεν μπορεί να αναλύσει τη μέθοδο της βολής που χρησιμοποιεί, δεν μπορεί και να έχει σαφή εικόνα της προσκόπευσης που απαιτείται. Όπως δεν μπορεί να κάνει και τις απαραίτητες διορθώσεις, γιατί απλά δεν μπορεί να καταλάβει που κάνει το λάθος. Το μόνο που μπορεί να δει είναι το αποτέλεσμά του, αν είναι θετικό ή αρνητικό. Αν λοιπόν το λάθος με τη βοήθεια της τύχης, ενός καλού φυσιγγίου και ενός ανοιχτού τσοκ του δώσει κάποιες συμπτωματικές επιτυχίες, εκείνος επαναπαύεται και δεν ψάχνει την αιτία του λάθους με αποτέλεσμα αυτό να υποβόσκει και να βγει στην επιφάνεια ως μεγάλο πρόβλημα όταν η αυτοπεποίθηση είναι σε χαμηλά επίπεδα.
Έχει παρατηρηθεί στην πράξη το φαινόμενο σε κυνηγούς και σκοπευτές να ξεκινούν την κίνηση, για να μπουν στην επώμιση και προσκόπευση, με αρχικά αργή κίνηση και να την τελειώνουν με γρήγορη στο τέλος. Επίσης και το αντίθετο, δηλαδή να ξεκινούν με πολύ γρήγορη κίνηση στα όρια του πανικού, με συνέπεια να φεύγουν υπερβολικά μπροστά από το στόχο, σταματώντας ξαφνικά περιμένοντας να έρθει ο στόχος. Δυστυχώς όμως, όταν φτάνει ο στόχος το όπλο είναι πλέον σταματημένο ή σχεδόν σταματημένο, συνεπώς δεν υπάρχει καμία ελπίδα για θετικό αποτέλεσμα αφού ο στόχος κινείται συνεχώς. Στατικό όπλο με κινούμενο στόχο δεν νομίζω ότι θα το επιθυμούσε κανείς να το έχει, διότι θα έβλεπε κάθε φορά το στόχο του να φεύγει μακριά.
Απαραίτητη η συχνή μας επίσκεψη στο σκοπευτήριο
Για να διαπιστωθούν αυτά με το σωστό τρόπο και να γίνει κατανοητό το πόσο χρησιμεύει η προσκόπευση στο θετικό αποτέλεσμα, χρησιμοποιώντας φωτογραφικά την απόσταση κάνης-στόχου, με την απόσταση που πρέπει, θα χρειαστεί να επισκεπτόμαστε συχνά το χώρο του σκοπευτηρίου. Μόνο εκεί με τις επαναλαμβανόμενες βολές σε συγκεκριμένα πιάτα (δίσκους) θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε το μέγεθος της προσκόπευσης. Αν περιμένουμε να το κάνουμε αυτό στον κυνηγότοπο με την έλλειψη των θηραμάτων και τις μειωμένες ευκαιρίες βολής στα πουλιά, δυστυχώς την πατήσαμε. Γιατί κανείς σήμερα δεν πρόκειται να χαραμίσει θήραμα και να θυσιάσει βολές στον κυνηγότοπο για να μάθει. Θα προσπαθήσει να τουφεκίσει το θήραμα όπως να ‘ναι, όπως του ‘ρθει εκείνη τη στιγμή και θα έχει και απαιτήσεις να το βάλει στην τσάντα. Θα έλεγα ότι μάλλον είναι σχήμα οξύμωρο.
Την επόμενη φορά που θα πάτε στο κυνήγι ή καρτέρι και θα χρειαστεί να τουφεκίσετε σε μέση και μακρινή απόσταση ( φάσες, τσίχλες κ.λπ.) θυμηθείτε αυτές τις δύο βασικές επισημάνσεις. Θα σας βοηθήσουν πολύ να καταλάβετε γιατί ευστοχήσατε ή γιατί αστοχήσατε.