Του κουτιού ή από δεύτερο χέρι;
Θέλοντας να αποκτήσουμε ένα όπλο της τάξης των 2.000€, πολλές φορές έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με το εξής δίλημμα: συμφέρει να το αγοράσουμε καινούργιο ή μεταχειρισμένο; Και πόσο θα χάσει από την αξία του όταν έρθει η στιγμή της μεταπώλησής του;
Στα περισσότερα καταναλωτικά αγαθά, αν εξαιρέσουμε εκείνα που προορίζονται για συλλεκτική χρήση, προτιμάμε την αγορά ενός καινούργιου αντικειμένου από ένα μεταχειρισμένο. Αν, δε, η τιμή του καινούργιου βρίσκεται πολύ κοντά στο μεταχειρισμένο, τότε δεν τίθεται καν θέμα. Αυτό δεν ισχύει στα κυνηγετικά λειόκαννα και υπάρχει η άποψη ότι αγοράζοντας κανείς ένα καινούργιο όπλο, χάνει σημαντικό μέρος της αξίας του από τη στιγμή κιόλας της αγοράς του, ενώ με ένα μεταχειρισμένο μπορεί να πραγματοποιήσει μια ιδανική επένδυση. Εν μέρει αυτό είναι σωστό, αν ο καταναλωτής είναι τόσο γνώστης που να μπορεί να αποφύγει τους υφάλους και τους σκοπέλους της αγοράς και να επιλέξει σωστά το μεταχειρισμένο όπλο που θα αγοράσει. Σε όλα τα πράγματα, ούτως ή άλλως, χρειάζεται γνώση για να επενδύσεις σωστά. Πολύ περισσότερο στα κυνηγετικά όπλα που πολλοί ακολουθούν τη λαϊκή ρήση «Όσο παλιότερο, τόσο καλύτερο». Ισχύει αυτό;
Η περιζήτητη κατηγορία
Πρώτα απ’ όλα, η μαζικοποίηση και εκβιομηχάνιση της παραγωγής των όπλων οδήγησε σε μια αυτονόητη έκπτωση ποιότητας. Έπειτα, σε αντίθεση με τα περισσότερα καταναλωτικά αγαθά που όσο χρησιμοποιούνται φθείρονται, ένα καλό χειροποίητο όπλο, εάν υποστεί λελογισμένη χρήση και προσεκτική συντήρηση, όσο περνάνε τα χρόνια μπορεί να βελτιώνει την απόδοσή του. Επιπλέον, είναι κοινός στόχος ότι οι παλιοί καλοί τεχνίτες μειώνονται και τα χειροποίητα όπλα τού σήμερα είναι ιδιαίτερα δυσπρόσιτα σε τιμή.
Τι γίνεται, όμως, με τα καινούργια όπλα που στη σημερινή αγορά κοστίζουν 1.500€ ως 2.000€; Τι γίνεται, μ’ άλλα λόγια, στην πιο δημοφιλή, προσιτή και περιζήτητη κατηγορία καινούργιων όπλων; Αν υπάρχει μια απώλεια αξίας στην αγορά ενός καινούργιου όπλου (όπως και σε κάθε αντικείμενο), πόσο μεγάλη είναι αυτή; Πόσο ικανή είναι να μας αποτρέψει από τη χαρά να ανοίξουμε πρώτοι το κουτί ενός καινούργιου δικού μας προσωπικού αντικειμένου;
Πότε συμφέρει το καινούργιο
Στη συγκεκριμένη κατηγορία των 1.500€ ως 2.000€ υπάρχουν πολλές ενδείξεις για να στραφεί κανείς σε ένα καινούργιο όπλο και όχι σε ένα μεταχειρισμένο. Η απώλεια τιμής είναι δεδομένη στο ενδεχόμενο μεταπώλησης του όπλου, αλλά κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει την «απόσβεση» που στο μεταξύ θα έχει κάνει όταν θα χρησιμοποιηθεί για κάποια χρόνια από τα χέρια μας. Συνοπτικά οι λόγοι που οδηγούν –και σωστά– πολλούς στην αγορά ενός καινούργιου όπλου, σ’ αυτή την κατηγορία τιμής, είναι οι εξής:
1. Στα αυτογεμή
Η πλειονότητα των όπλων αυτής της κατηγορίας είναι αυτογεμή. Και ως γνωστό, τα αυτογεμή ακολουθούν μια αντίστροφη πορεία σε σύγκριση με τα πλαγιόκαννα και αλληλεπίθετα δίκαννα. Ενώ δηλαδή στο πλαγιόκαννο και στο αλληλεπίθετο η πρόοδος ουσιαστικά επιβραδύνθηκε απίστευτα μετά τη δεκαετία του ’30 και η βιομηχανοποίηση–μαζικοποίηση της παραγωγής τους έδωσε τη χαριστική βολή, τα αυτογεμή αντίθετα την εποχή εκείνη άρχισαν δειλά–δειλά να διεκδικούν ένα κομμάτι της αγοράς. Ένα κομμάτι που όχι μόνο κέρδισαν, αλλά κατάφεραν, στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, να είναι τα πρώτα σε κυκλοφορία λειόκαννα. Και βέβαια, τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής τους σημαδεύτηκαν από πολλά προβλήματα αξιοπιστίας (κυρίως στο θέμα των εμπλοκών). Τα προβλήματα αυτά ξεπεράστηκαν σε σημαντικό βαθμό τη δεκαετία του ’80 και σήμερα μπορεί κανείς πλέον να ισχυριστεί ότι η πλειονότητα των αυτογεμών έχει εξαιρετική αξιοπιστία. Άρα λοιπόν τα όπλα αυτά όχι μόνο δεν στρέφουν τον καταναλωτή προς παλιότερες εκδόσεις, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις η καινούργια πρόταση της αγοράς είναι ελκυστικότερη της προηγούμενης.
2. Στα μάχιμα και ταλαιπωρημένα
Ένα όπλο της κατηγορίας των 1.500€ ως 2.000€ είναι στο μυαλό του μέσου κυνηγού περισσότερο «μάχιμο» από ένα πολύ ακριβό όπλο που θα το κυνηγήσει μόνο σε κυνήγια συγκεκριμένων προδιαγραφών. Προδιαγραφών που συρρικνώνουν στο ελάχιστο το ενδεχόμενο να χτυπηθεί ή να υποστεί οποιονδήποτε τύπο φθοράς, να έρθει σε επαφή με υπερβολική υγρασία ή λάσπες κ.λπ. Αντίθετα, ένα φθηνό όπλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάλλιστα, χωρίς φόβο, σε όλα τα κυνήγια κι έτσι να προσφέρει μια σημαντική απόσβεση στην επένδυση απόκτησής του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα όπλα αυτής της κατηγορίας, όταν βρεθούν στην αγορά των μεταχειρισμένων, να βρίσκονται σε αρκετά κακή κατάσταση και να μην είναι ιδιαίτερα ελκυστικά στους υποψήφιους αγοραστές.
3. Όταν θέλουμε να είναι στα μέτρα μας
Τα όπλα αυτής της κατηγορίας στην οποία αναφερόμαστε δεν είναι ποτέ κατασκευασμένα στα μέτρα μας, όπως κάποια πανάκριβα χειροποίητα όπλα. Από την άλλη μεριά, αν αποφασίσουμε να τα αποκτήσουμε από την αγορά των καινούργιων και όχι των μεταχειρισμένων, μπορούμε να επιλέξουμε εκείνες τις διαστάσεις κοντακιού που βρίσκονται πιο κοντά στο σωματομετρικό μας τύπο (αν βέβαια η κατασκευάστρια εταιρεία προσφέρει, όπως συνήθως γίνεται, το συγκεκριμένο όπλο σε δύο ή τρεις διαφορετικές κλίσεις κοντακιού). Αντίθετα, ένα μεταχειρισμένο όπλο αυτής της κατηγορίας θα εντοπιστεί δύσκολα σε καλή κατάσταση και όταν εντοπιστεί δεν θα έχουμε δυνατότητα φυσικά να επιλέξουμε τα μέτρα του.
4. Όταν θέλουμε να είναι πρακτικά
Τα συγκεκριμένα όπλα διαθέτουν κάποια χαρακτηριστικά που για τους φανατικούς λάτρεις των οπλοκατασκευών φαντάζουν ανεπιθύμητα έως ιεροσυλία, για τον πρακτικό κυνηγό όμως είναι όχι απλά θεμιτά αλλά στοιχεία επιδιωκόμενα σε μια αγορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι εναλλασσόμενες κάννες και οι εναλλασσόμενες συσφίγξεις (τσοκάκια). Για να καταφέρουν οι οπλοβιομηχανίες να κατασκευάσουν όπλα με εναλλασσόμενες κάννες (στο ίδιο όπλο να μπορούν να τοποθετηθούν όλες ανεξαιρέτως οι κάννες που έχουν κατασκευαστεί γι’ αυτό το μοντέλο) θυσίασαν σημαντικό κομμάτι από τις σωστές εφαρμογές των καννών στο όπλο, αυξάνοντας τις ανοχές, ακυρώνοντας σε κάποιο βαθμό το πλεονέκτημα ακρίβειας που τους έδωσε η σύγχρονη χύτευση και κοπή ακριβείας. Αυτό αποτελεί μειονέκτημα στη μακροζωία του όπλου. Για κάποιον, όμως, που δεν ενδιαφέρεται το όπλο του να το βρουν ανέπαφο τα δισέγγονά του, αλλά ενδιαφέρεται να απολαύσει με αυτό 10, 20 ή και λίγο περισσότερα χρόνια κυνηγετικής ζωής, είναι σημαντικό πλεονέκτημα να ξέρει ότι αγοράζοντας ένα ανοιχτό όπλο σήμερα μπορεί σε δύο χρόνια να αποκτήσει και ένα δεύτερο ζευγάρι κάννες για καρτέρι.
Το ίδιο συμβαίνει σε μεγαλύτερο βαθμό με τις εναλλασσόμενες συσφίγξεις (τσοκάκια). Για τον κυνηγό του πρακτικού κυνηγίου που δεν έχει ιδιαίτερες εξάρσεις οπλολατρείας και δεν αντιμετωπίζει το όπλο του ως έργο τέχνης, οικογενειακό κειμήλιο ή επένδυση «υψηλής απόδοσης», είναι πολύ σημαντικό να μπορεί ακόμη και κατά τη διάρκεια μιας κυνηγετικής ημέρας που συνάντησε τα πουλιά πολύ πιο ψηλωμένα από ό,τι περίμενε, να μεταβάλει τις συσφίγξεις των καννών του όπλου του, με μοναδικό τίμημα ένα ελαφρύ κλειδί και 3 ή 4 μικροσκοπικά ένθετα για την κάννη (τσοκάκια). Για τους φανατικούς λάτρεις των όπλων, βέβαια, οι εναλλασσόμενες συσφίγξεις παραμένουν ιεροσυλία, αφού ένα σημαντικό μέρος τής τιμής ενός όπλου σχετίζεται με την ποιότητα λείανσης των καννών εσωτερικά και με τη σωστή διαμόρφωση της σύσφιγξης της κάθε κάννης από τον οπλοκατασκευαστή.
Πόσο κερδίζουμε…
Ένας φίλος έμπορος αυτοκινήτων μού είπε κάποτε ότι βάζοντας το κλειδί σε ένα καινούργιο αυτοκίνητο για πρώτη φορά, έχεις ήδη χάσει ένα 15% της αρχικής αξίας του. Πώς μεταφράζεται αυτή η πραγματικότητα σε ένα καινούργιο όπλο της κατηγορίας των 1.500€ ως 2.000€; Σαφής απάντηση δεν μπορεί να υπάρξει. Κι εδώ, όμως, παίζει σημαντικό ρόλο το πόσο γνώστης είναι ο αγοραστής τού όπλου και πόσο σωστά θα επιλέξει το όπλο που θα αγοράσει. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που παρεισφρέουν επηρεάζοντας την τιμή ενός μεταχειρισμένου όπλου αυτής της κατηγορίας. Και πάνω από όλα δεν είναι βέβαιο ότι θα χάσει χρήματα αγοράζοντας ένα τέτοιο όπλο καινούργιο. Είναι όμως το πιο πιθανό σενάριο. Αν επιλέξει κανείς ένα καινούργιο όπλο που αργότερα γράψει τη δική του ιστορία και εγκαταλείποντας την αγορά αφήσει πίσω του έναν πραγματικό θρύλο, τότε υπάρχουν πολλές πιθανότητες να το μεταπωλήσει ακόμη και ακριβότερα από όσο το αγόρασε.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το μοντέλο Α302 της Beretta, οι βελγικές Auto 5 της Browning, τα παλιά αλληλεπίθετα της Merkel μοντέλο 200Ε, οι περίφημες Benelli με κάννες Manufrance κ.λπ.
… Και πόσο χάνουμε
Βέβαια, τόσο σε αυτά τα όπλα που αναφέραμε όσο και στα υπόλοιπα που πρέπει να θεωρείται δεδομένη μια απώλεια χρημάτων στο ενδεχόμενο μεταπώλησής τους, κύριο ρόλο παίζει όχι αυξημένη χρήση, αλλά η επιμέλεια που θα επιδείξουμε στη συντήρησή τους. Το έχω γράψει αμέτρητες φορές αλλά αισθάνομαι την ανάγκη να το επαναλάβω: τα όπλα δεν κινδυνεύουν από συχνή και εντατική χρήση. Κινδυνεύουν από προβληματικά πυρομαχικά και από έλλειψη συντήρησης, αγάπης και προσοχής. Από ‘κει και πέρα, αν αναφερόμαστε σε ένα όπλο ηλικίας κάτω των 5 ετών, χρησιμοποιημένο αρκετά αλλά άριστα συντηρημένο, μπορεί κανείς να πει ότι είναι αναμενόμενο να έχει μια απώλεια τιμής τής τάξης τού 30% ως 40%. Ως ποσοστό ίσως ακούγεται μεγάλο. Ως απόλυτο ποσό όμως (δεδομένου ότι αναφερόμαστε σε όπλα όχι ψηλής τιμής) είναι πολύ λίγο για τις απολαύσεις που μας έχει προσφέρει όσο το είχαμε στα χέρια μας και το κυνηγούσαμε. Αν πάλι μιλάμε για πολύ περισσότερα χρόνια, τότε η απώλεια τιμής βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ιστορία που έγραψε το συγκεκριμένο μοντέλο στην αγορά, τη φήμη που απέκτησε κ.λπ.
Δεν υπάρχουν “συνταγές”
Το βέβαιο είναι ότι τα όσα ισχύουν για τα καλά χειροποίητα όπλα, που πέρα από αντικείμενα κυνηγετικής απόλαυσης είναι και σημαντική επένδυση, δεν βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στα όπλα της κατηγορίας των 1.500€ ως 2.000€ και δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίζουμε ανιχνεύοντας «αναλογίες». Και βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα όπλα τής κατηγορίας στην οποία αναφερθήκαμε, είναι εδώ και χρόνια (και από ό,τι φαίνεται θα παραμείνουν) η συντριπτική πλειονότητα όσων πουλούνται στην ελληνική και την ευρωπαϊκή αγορά.