Το κυνήγι σε άλλη διάσταση
Λένε για τους Κινέζους ότι το μεγαλύτερο πάθος τους είναι το τσάι και ότι κάποιοι απ’ αυτούς έχουν ξοδέψει και την τελευταία τους δεκάρα απολαμβάνοντας ένα φλιτζάνι κάποιας πανάκριβης ποικιλίας τσαγιού… Είμαι σίγουρος πως αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Πρώτον γιατί οι συγκεκριμένοι Κινέζοι δεν ήταν κυνηγοί και δεύτερον γιατί, κι αν ήταν, δεν έτυχε να έχουν ανακαλύψει την Αφρική.
Έχω ξαναπεί κάποτε ότι γι’ αυτόν που είναι κυνηγός, πραγματικός κυνηγός, η συνάντηση με την Αφρική είναι μοιραία, είναι κεραυνοβόλος έρωτας και πάθος, πάθος που δεν σβήνει όμως με το πέρασμα του χρόνου αλλά αντίθετα γίνεται μεγαλύτερο, βαθύτερο, πολυπλοκότερο. Μια δοκιμή αρκεί για να μη βλέπεις την ώρα που θα ξαναβρεθείς και πάλι πίσω, με το όπλο στο χέρι, εκεί… Ο χρόνος για σένα παύει να μετράει πλέον με τα γνωστά στην καθημερινότητά μας ορόσημα. Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαιρινές διακοπές. Απλά γίνεται πόσος καιρός πέρασε από το προηγούμενο αφρικανικό κυνήγι και πόσος χρόνος μένει μέχρι το επόμενο.
Ταξιδεύοντας σε άλλες σφαίρες…
Εδώ η Ιθάκη του ποιητή αποτελεί εξαίρεση του κανόνα γιατί είναι σαφώς πιο ωραία αυτή από το «ωραίο ταξίδι», το οποίο βέβαια έχει και αυτόαναμφίβολα τη γοητεία του. Τη γοητεία που σε κρατάει τόσους μήνες σε μόνιμη και διαρκή ονειροπόληση, που σε κάνει λίγο απόμακρο, λίγο πιο πάνω από τα καθημερινά «ουσιαστικά» προβλήματα, τα οποία τα ακούς και σκέφτεσαι μέσα σου: «Τι μου λένε αυτοί τώρα…». Έχουν ποτέ περπατήσει ώρες ατελείωτες πάνω στο κόκκινο, αμμώδες, γεμάτο από ίχνη κάθε είδους ζώου, χώμα; Έχουν δει το τρέξιμο ενός θηλυκού impala; Ένα κοπάδι springbok να κινούνται με πηδήματα στον αέρα σαν χορευτές των Μπολσόι; Ένα waterbuck να σηκώνει ξαφνικά το μεγαλόπρεπο κεφάλι του μέσα στην κοίτη ενός μισόξερου ποταμού, ένα kudu με βασιλικό πράγματι παρουσιαστικό να ξεπροβάλει αργά μέσα από τεράστιους αγκαθωτούς θάμνους; Έχουν ζήσει τον απίστευτα μακρύ και αγωνιώδη χρόνο των ελάχιστων εκείνων κλασμάτων του δευτερολέπτου, από την εκπυρσοκρότηση του όπλου μέχρι τον καθησυχαστικό όσο και κρύο ήχο της σφαίρας που βρίσκει το στόχο της; Έχουν άραγε κάτσει το βράδυ, μετά τη γλυκιά κούραση της ημέρας, τότε που το κρύο σε κάνει να ανατριχιάζεις, γύρω από τη lapa με τη φωτιά να καίει στη μέση, με ανάμεικτες τις μυρωδιές του χώματος και των φυτών του Bush (σαβάνας) από τη μια και των εξωτικών ξύλων που καίγονται και του κρέατος που ψήνεται από την άλλη;
Σίγουρα δεν έχουν. Γιατί αν είχαν, για άλλα πράγματα θα μου μίλαγαν τώρα και άλλα πράγματα θα τους απασχολούσαν και αυτούς…
Ο ορισμός της απόλυτης ευτυχίας
Ο καιρός, επιτέλους, πλησιάζει και πάλι. Η πολυπόθητη στιγμή της συνάντησης στο αεροδρόμιο γύρω στις 11: 30 το βράδυ. Όλη η παρέα θα είναι εκεί και από εκείνη τη στιγμή έως την επιστροφή καμία άλλη σκέψη, μόνο κυνήγι! Είναι παράξενο το γεγονός ότι στη διάρκεια της ζωής μας αναγνωρίζουμε στιγμές ευτυχίας συνήθως μόνο στο παρελθόν. Μιλάω για τον εαυτό μου, αλλά νομίζω ότι το ίδιο συμβαίνει με όλους. Όταν κυνηγάς στην Αφρική έχεις πλήρη επίγνωση για την απόλυτη ευτυχία που ζεις τη στιγμή εκείνη. Στο παρόν. Αυτή είναι ίσως και η αιτία της ισχυρότατης αυτής «εξάρτησης». Πέρσι, μετά από πέντε μέρες κυνήγι, ξύπνησα ξαφνικά τη νύχτα και σκέφτηκα για πρώτη φορά τα παιδιά μου. Αισθάνθηκα φοβερές ενοχές. Επί πέντε ολόκληρες μέρες ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν με είχε απασχολήσει τίποτε άλλο! Μόνο αυτός ο κόσμος, ο αλλιώτικος, ο πρωτόγονος, ο αληθινός, που ξυπνάει μέσα στο κάθε κύτταρο του σώματος πανάρχαιες προπατορικές μνήμες.
Προετοιμασίες και αναμνήσεις
Ο φίλος μου ο Γιώργος ο Κρέμμος, βάζοντας εκείνος στην κορυφή το καβαφικό αξίωμα, έλεγε αγγλιστί: “It is the procedure that counts!” (Είναι η προετοιμασία αυτή που μετράει). Για μια σωστή προετοιμασία, πρέπει κανείς να κάνει αντικειμενική ανάλυση του περσινού ταξιδιού.
Θυμάμαι, λοιπόν, την πρώτη περιοχή που πήγαμε να κυνηγήσουμε πέρσι. Στη φάρμα του Αντρέα. Το τοπίο εξαιρετικό στην παραποτάμια περιοχή του Limpopo και η φιλοξενία καταπληκτική. Το βασικότερο στοιχείο στο κυνήγι των μεγάλων ζώων είναι ο ικανός ιχνηλάτης. Διάλεξα για «δικό μου» τον Hendric και δεν έπεσα έξω. Ο Hendric, ευτυχώς, μίλαγε αρκετά καλά αγγλικά και έτσι μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Ο ιχνηλάτης, για κάθε επιτυχή ανεύρεση του επιθυμητού θηράματος, το οποίο τελικά θα καταλήξει στην τσάντα, παίρνει από τον εργοδότη του ένα μικρό πριμ, αλλά εξίσου σοβαρό είναι ότι ανεβαίνει κάθε φορά η αξία του και το status του μεταξύ των άλλων ιχνηλατών.
Σε αναζήτηση kudu
Το πρώτο μου ζώο ήταν ένα impala το οποίο έπεσε χωρίς να κάνει βήμα γιατί η απόσταση ήταν πολύ μικρή, γύρω στα 60 μέτρα. Το δεύτερο, ένα γουρούνι, παρ’ όλο που χτυπήθηκε σωστά (;), γύρω στα 180 μέτρα, έκανε μία κούρσα καμιά 80αριά μέτρα και μετά έπεσε ξερό.
Ο Hendric ήταν περιχαρής. Εγώ είχα -πάντα έχω- κάποιες αμφιβολίες για τον εαυτό μου.
– Γιατί να μη μείνει στον τόπο το γουρούνι;
– Την επόμενη, μου λέει ο Hendric.
– Τι θέλεις τώρα να χτυπήσεις;
– Ένα μεγάλο kudu, του λέω.
– O.K. bααs, θα βρούμε a biiig kudu (ένα μεγάααλο kudu), αλλά θα πρέπει να πάμε μόνο με τα πόδια, μπορείς;
– Αυτό θέλω και εγώ, του απαντώ.
Φύγαμε. Μετά από κανένα δίωρο εντοπίζει ένα κοπάδι από 5–6 ζώα. Βαδίζουμε προσέχοντας συνεχώς να είμαστε πάντα κόντρα στον άνεμο.
Please sir, please shoot!
Είναι ένα ωραίο πρωινό, ο αέρας ευχάριστα παγωμένος, η ατμόσφαιρα διαυγής. Περπατάμε ανάμεσα στα δέντρα που οι ντόπιοι τα λένε «Βάχα – μπίκι» (περίμενε λίγο). Έχουν πάνω τους τριών ειδών τρομερά αγκάθια. Το ένα είδος ίδια αγκίστρια που πιάνονται στα ρούχα και σε κάνουν πράγματι να… περιμένεις. Σε τόπους–τόπους, το χόρτο είναι ψηλό ως τους αγκώνες και πυκνό, είναι το έδαφος που με κάνει πάντα λίγο ανήσυχο γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να βρίσκεται μπροστά ή κάτω από τα πόδια σου. Απλά ελπίζεις ότι οποιοδήποτε ζωντανό πλάσμα υπάρχει, φοβάται περισσότερο από εσένα και φεύγει εκείνο πρώτο. Ο Hendric ξαφνικά παγώνει… Μου γνέφει να περάσω μπροστά. Μου δείχνει ανάμεσα στα κλαριά. Βγάζω την ασφάλεια και περιμένω ακίνητος. Ένα ωραιότατο αρσενικό kudu εμφανίζεται σαν φάντασμα, σαν οπτασία, μέσα από την πυκνούρα, τα ελικοειδή κέρατά του γέρνουν ελαφρά προς τα πίσω, οι λευκές τους άκρες ανταυγάζουν στο πράσινο σκούρο φόντο. Σηκώνω αργά το όπλο. Στήριγμα δεν υπάρχει πουθενά, ούτε μπορώ να κουνηθώ γιατί το ζώο θα τρομάξει. Κινείται αργά προς τα αριστερά, τώρα το κεφάλι του χάνεται καθώς και το περισσότερο μέρος του σώματος. Ο Hendric πίσω, μου λέει παρακαλετά σαν να κλαίει.
– Please sir, please shoot, please.
Σημαδεύω στο λαιμό και πιέζω τη σκανδάλη. Το Mauser με χτυπάει φιλικά στον ώμο και αμέσως ένας φοβερός γδούπος και κλαριά που σπάζουν. Ο Hendric είναι περιχαρής.
– Thank you sir, thank you, thank you.
Το ζώο, με σπασμένο τον αυχένα, έχει πεθάνει ακαριαία.
– Thank you Hendric. Thank you.
Τρέμω από την υπερδιέγερση… Κοιτάω γύρω μου ασυνείδητα να βεβαιωθώ ότι πράγματι εγώ σκότωσα το υπέροχο αυτό ζώο… Και αρχίζουν και πάλι μέσα μου τα ερωτηματικά: «Μήπως το πέτυχα κατά τύχη;», «Σημάδευα πράγματι σ’ αυτό το σημείο;».
Η σειρά του wildebeest
Το άλλο πρωί πάλι έξω.
– Τώρα τι θέλεις να κυνηγήσουμε, ρωτάει ο Hendric.
– Wildebeest, του λέω, ένα μεγάλο, μεγάλο wildebeest.
Το wildebeest ή gnu, παρ’ όλο που μοιάζει με βουβάλι, στην πραγματικότητα είναι αντιλόπη. Το ζώο είναι πανάσχημο, αλλά η ασχήμια του αυτή κρύβει μια άγρια ομορφιά. Είναι πολύ σκληρό, σκοτώνεται πολύ δύσκολα και αν τραυματιστεί μπορεί να γίνει αρκετά επικίνδυνο. Η συμβουλή είναι πάντα: «Ρίξε και ξαναρίξε για να σιγουρευτείς».
Τα wildebeest αποδεικνύονται πολύ πιο δυσπρόσιτα από τα kudu. Η αιτία είναι βέβαια ότι τώρα το κοπάδι που ιχνηλατούμε έχει πάνω από πενήντα ζώα, τα οποία διεσπαρμένα σε μεγάλη έκταση παρασύρουν το ένα το άλλο. Τελικά, κάποια στιγμή το κοπάδι βγαίνει σ’ ένα άνοιγμα, σε αρκετή απόσταση, γύρω στα 150 μέτρα.
– Να το μεγάλο αρσενικό, μου δείχνει και πάλι ο Hendric περνώντας πίσω μου.
Εμένα, όμως, άλλο πράγμα με απασχολεί. Θέλω να είμαι σίγουρος, να ξέρω ότι θα το χτυπήσω χωρίς καμία αμφιβολία, χωρίς κανένα «μήπως». Πάλι κανένα στήριγμα για το όπλο. Περνάω το χέρι μου από τη θηλιά του αορτήρα.
– Τώρα μάγκα μου, λέω από μέσα μου, τώρα να δούμε τι αξίζεις…
Από πίσω μου ξανά το παρακαλετό παράπονο του Hendric:
– Oh please sir, please kill it, please, please, please.
Βλέπω το wildebeest ολόκληρο στο πλάι, αλλά δεν πάω για την ωμοπλάτη, το σημαδεύω και πάλι στον αυχένα. Να δούμε ήταν τύχη; Τελευταία βαθιά αναπνοή… Μπούουμ! Και μετά το χτύπημα της σφαίρας.
Το ζώο με τη μοχθηρή έκφραση είναι ήδη στο χώμα μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης. Και ο Hendric πίσω μου να πανηγυρίζει.
– Thank you Bwana! (πήρα προαγωγή). Thank you! I have never seen anyone shooting like dis (ντεν έχω ντει ποτέ κάποιον να τουφεκάει έτσι).
Πάμε κοντά στο ζώο. Παρ’ όλο το σπασμένο αυχένα ακόμα ανασαίνει. Ο Hendric φοβάται να πάει κοντά. Βγάζω το μαχαίρι μου και του το δίνω. Παίρνοντας προφυλάξεις, του το βυθίζει στην καρδιά. Το ζώο είναι νεκρό. Παρατηρώ με την άκρη των ματιών τον Hendric να κοιτάει με θαυμασμό το μαχαίρι άθελά του, προτού μου το δώσει πίσω.
– Σου αρέσει, τον ρωτάω.
– Oh dis is a veery nice knife baas, μου λέει (είναι ένα υπέροχο μαχαίρι, μπος).
Το μαχαίρι του Hendric
Γυρνάμε πίσω, αφού έχουμε αφήσει το ζώο στο σφαγείο της φάρμας να γδαρθεί και να τεμαχιστεί.
Πάω στο δωμάτιό μου. Μέσα στη βαλίτσα μου υπάρχει ένα ολοκαίνουργιο μαχαίρι, ίδιο με το δικό μου. Βγαίνω έξω.
– Hendric! Heeendric!
– Yes bααs, εμφανίζεται από το πουθενά ο Hendric.
– Για κοίτα, του λέω, αυτό το μαχαίρι!
Τα θολά νέγρικα μάτια του λάμπουν πιο πολύ από την αστραφτερή καινούργια λάμα.
– It’s a skinner (είναι γδάρτης), μου λέει.
– Πάρτο, του λέω, δικό σου.
Νομίζει ότι τον κοροϊδεύω.
– Όχι, του λέω, δικό σου.
Και τότε ο Hendric αρχίζει να χορεύει!!! Έμεινα άφωνος. Τον καημένο, το φτωχό τον Hendric. Είμαι σίγουρος ότι το μαχαίρι αυτό δεν πρόκειται να το χρησιμοποιήσει ποτέ. Θα το κρεμάσει ίσως κάπου στο σπίτι του, όπως εμείς θα κρεμούσαμε έναν πίνακα ζωγραφικής, να το δείχνει στους φίλους του και να τους διηγείται υπερήφανα ότι κάποιος κυνηγός από μία χώρα που ούτε καν ξέρει που βρίσκεται, αναγνώρισε την αξία του ως ιχνηλάτη και του το δώρισε.
Μνήμες βαθιά χαραγμένες…
Είναι τόσο παράξενο πώς όλες αυτές οι μνήμες χαράζονται πολύ βαθιά και ανάγλυφα μέσα στο μυαλό με κάθε λεπτομέρεια. Ενώ όλα τα «σημαντικά» περνάνε, χάνονται, σβήνουν… Είναι οι πιο προσωπικές μνήμες από ταξίδια, τόπους, έρωτες, κυνήγια, που πιστεύω ότι ακόμα και όταν φτάσει, εκείνη η ώρα, μόνο αυτές θα είναι τελικά εκεί. Αυτές των επικούρειων «ηδονών». Η πραγματική «καλή απολογία» στον ίδιο μας τον εαυτό, και όχι πως, ας πούμε, σπούδασα το γιο μου, πως έχτισα το σπίτι μας, πως…
Του Ντίνου Παπατσαρούχα