Πού είναι οι μπεκάτσες, οι πέρδικες, οι τσίχλες, τα παπιά;
Ήταν απόγευμα και ξεκουραζόμουν πάνω στο μαλακό καναπέ του σπιτιού μου, ύστερα από ένα ολοήμερο εξαντλητικό αλλά όχι αποδοτικό κυνήγι μπεκάτσας, πράγμα πλέον συνηθισμένο για την προσεχή χρονιά.
Ο καιρός φέτος περίεργος, με βροχές, νοτιάδες, πολλή υγρασία παντού, τα ελαιόδεντρα γεμάτα καρπό. Θηράματα… ελάχιστα. Σε μερικούς έφταιγαν –έλεγαν- οι νοτιάδες, σε άλλους η σελήνη, υπήρχαν δε και αυτοί που υποστήριζαν πως έφταιγαν οι κεραίες των τηλεοράσεων και τα δορυφορικά πιάτα.
Που ‘ναι τα χρόνια… ωραία χρόνια
Ο Γιώργος είναι παλιά καραβάνα στο κυνήγι, όπως ανέφερα και πιο πριν, άνθρωπος λιγομίλητος, σκυθρωπός, με βλέμμα αγαθό αλλά και παλικαρίσιο μαζί, καλοπροαίρετος και γνωστός για το γερό πόδι του και τις σπουδαίες θηρευτικές του ικανότητες. Μέχρι αυτή τη στιγμή, τον Γιώργο δεν τον γνώριζα καλά, μιας και εκτός από ένα απλό γεια στο δρόμο, δεν υπήρχαν παραπάνω συνομιλίες. Οι συναντήσεις στο κυνήγι πολλές, αλλά πάντα ύστερα από ένα καλοπροαίρετο χαιρετισμό, χανόταν σιωπηλός μέσα στο απέραντο του δάσους. Σκεπτόμενος όλα τα παραπάνω, σιγουρεύομαι απόλυτα πως αυτός ο απλός διάλογος φταίει που είμαι συναισθηματικά φορτισμένος, μέχρι και που ξέχασα να ανάψω το διακόπτη της λάμπας για να βλέπω να γράψω αυτές εδώ τις γραμμές.
Περνώντας ο Γιώργος από το ξυλουργείο του φίλου μου του Κώστα για να πάει στο καφενείο του χωριού, τον χαιρέτησα και τον ρώτησα φυσικά πώς του φάνηκαν τα φετινά κυνήγια. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του, απογοητευμένος και μου αποκρίθηκε κάπως βαριά.
«Τα κυνήγια άρχισαν να χάνονται. Πού είναι οι μπεκάτσες, οι πέρδικες, οι τσίχλες, τα παπιά; Δεν υπάρχει τίποτα πια. Τα κουτάβια από τις φάσσες παλιά, ξεκινούσαν από την Καμήλα (τούρκικο βουνό) και τελείωναν στην Καραβόπετρα (απόσταση 7 ναυτικών μιλίων). Πού είναι τώρα πια αυτά; Όταν έβγαινα τότε για μπεκάτσες με την ασπρόμαυρη ποϊντερίτσα μου, την Lady, δεν γυρνούσα χωρίς θηράματα».
Κι εγώ παίρνοντας το λόγο του λέω ότι οι μπεκάτσες και γενικώς όλα τα αποδημητικά με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να λιγοστεύουν επικίνδυνα. Η μακρινή δεκαετία του ’90, δεν πρόκειται να ξαναπεράσει.
«Να έβλεπες τι γινότανε μεταξύ ΄75 – ΄85 όταν ήμουν πολύ νέος τότε. Το 1984 δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Πήρα με την Lady 60 μπεκάτσες σε 8 συνεχόμενες μέρες, που αν ήθελα θα μπορούσα να πιάσω άλλες τόσες. Τα χωράφια τότε ήταν όλα καθαρά και καλλιεργημένα και δεν υπήρχε μεγάλος κίνδυνος πυρκαγιάς. Περιφράξεις και μεγάλοι δρόμοι υπήρχαν ελάχιστοι. Ο κόσμος δεν χρησιμοποιούσε φυτοφάρμακα και χημικά λιπάσματα στις καλλιέργειες και επίσης δεν υπήρχαν στην περιοχή πολλοί κυνηγοί. Τα όπλα ήταν παλιά, κάτι σαρμάδες και μετατροποποιημένα πολεμικά σε μονόκαννα και το μπαρούτι και τα καψούλια λιγοστά και πανάκριβα. Το κυνήγι και τα θηράματα ήταν ανάγκη ζωής και επιβίωσης και όχι χόμπι. Συναγωνισμοί για εφέ και τέτοια δεν υπήρχαν παρά μόνο αγώνας για το πιάτο».
Και συνέχισε αφού μου περιέγραψε μυθικά κυνήγια μπεκάτσας, φάσας και άλλων αποδημητικών σε όλες τις γωνιές του νησιού. Εγώ τον κοίταζα και δεν μιλούσα καθόλου παρά κουνούσα πού και πού το κεφάλι μου καταφατικά.
«Γι’ αυτό, ούτε πουλόσκυλα έχω τώρα για μπεκάτσες, παρά μόνο δύο μπαστάρδικα γκέκα, γενικής χρήσης. Παλιά και πόιντερ καθαρόαιμα είχα και Κούρτσχααρ και Βίζλα. Εδώ και 10 χρόνια έχουν όλα αρχίσει να μειώνονται ή καλύτερα να εξαφανίζονται. Από εδώ καμένα απ’ αυτές τις κ….φωτιές, απ’ την άλλη λαγοί και πέρδικες ψόφια από τα φυτοφάρμακα. Τα αποδημητικά από τη μια έχουμε το χιόνι και τα κρύα από την άλλη εμάς τους κυνηγούς τι να έκαναν κι αυτά; Ποιο λοιπόν το όφελος;».
Και ξαφνικά μας χαιρετά βιαστικά κι αφού γυρνά την πλάτη του περπατά ξανά πίσω πάλι προς τη μεριά του σπιτιού του με μια πικρία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
Φταίμε όλοι μας
Αυτή είναι η σημερινή κατάσταση φίλοι μου και ποιος ξέρει πόσο ακόμα χειρότερα θα είναι τα επόμενα χρόνια από την πλευρά του κυνηγίου.
Νομίζω πως πρέπει τελικά να ευαισθητοποιηθούμε περισσότερο για το θήραμα, είτε αυτό είναι ενδημικό είτε αποδημητικό. Από τη δική μου πλευρά ίσως να υπήρξα λίγο υπερβολικός και να καταχράστηκα τα θηράματα, τα θεία αυτά δώρα της φύσης που κρατούν εμάς τους κυνηγούς ζωντανούς. Ειλικρινά έχω φοβερές τύψεις γι’ αυτό μιας και νιώθω κι εγώ μερικώς υπαίτιος αυτής της σημερινής κατάστασης. Μάταια προσπαθώ να δικαιολογήσω τον εαυτό μου, χρησιμοποιώντας ως ελαφρυντικό το νεαρό της ηλικίας μου, όταν σε ηλικία 16 ετών, χωρίς κυνηγετική άδεια με την παρέα μου σκοτώναμε στο καρτέρι πάμπολλες μπεκάτσες ή μεταγενέστερα – με κυνηγετική άδεια πλέον – έκανα κάποια υπερβολικά νούμερα περδικιών που υπήρχαν τότε πληθώρα.
Αυτές τις τύψεις δεν μπορώ να τις αποχωριστώ. Θα βαρύνουν την πλάτη μου για όλη μου τη ζωή. Δεν πρέπει να αφήσουμε τις σειρήνες της ανθρώπινης απληστίας να μας παρασύρουν στο βασίλειό τους. Ακόμα και ο κυνηγετικός τύπος θα πρέπει να παρουσιάζει τις πραγματικές διαστάσεις του κινδύνου, πριν είναι πλέον αργά.
Όλοι μας τελευταία ΠΑΡΑΣΧΟΛΙΟΜΑΣΤΕ με τα σκυλιά και την κυνοφιλία. Τσακωμοί, διωγμοί, υπέρμετρος εγωισμός – μεταξύ όλων κι εγώ – αγνοώντας παντελώς την κατάσταση του θηράματος.
Τι να τα κάνω άραγε τα σκυλιά μου αν δεν υπάρχει θήραμα; Να τα έχω δηλαδή και να τα βλέπω;
Και η κυνοφιλία καλή είναι και τα κυνηγόσκυλα και τα άρβυλα και οι σκυλοτροφές και τα καμιόνια γεμάτα αγωνόσκυλα. ΟΛΑ ΕΙΝΑ ΚΑΛΑ. Αλλά χωρίς θηράματα όλα τα παραπάνω μοιάζουν με βρεγμένες χαρτοπετσέτες. Ή θέλουμε να καταντήσουμε σαν τους Λατίνους γείτονές μας που με την απληστία που τους δέρνει δεν άφησαν τίποτα όρθιο και τώρα κάνουν πως κυνηγούν, κρατώντας στα χέρια τους ψεύτικα πιστολάκια κρότου ή στην καλύτερη περίπτωση κυνηγούν σε ρεζέρβες ήμερους φασιανούς που δεν ξεσηκώνονται ούτε με 10 Ρίχτερ; Και αν εσείς αυτό το θεωρείτε κυνήγι, εγώ το αποκαλώ «γάμο του Καραγκιόζη».
Όπως φαγωνόμαστε κι ενδιαφερόμαστε για τα σκυλιά και την κυνοφιλία, έτσι πρέπει να ενδιαφερόμαστε και για το θήραμα. Ίσως λίγο αργά, αλλά όπως λέει κι η παροιμία «κάλλιο αργά παρά ποτέ».
Να ξέρετε ότι ο αυθεντικός Έλληνας κυνηγός αγαπάει το παραδοσιακό κυνήγι περισσότερο από την ίδια του τη ζωή και νομίζω ότι αυτό που λέω δεν είναι υπερβολή. Για το λόγο αυτό πρέπει όλη η κυνηγετική οικογένεια να ευαισθητοποιηθεί και να αρχίσει να ενδιαφέρεται περισσότερο για το καλό των θηραμάτων. Βάζοντας στην άκρη νούμερα κι ανταγωνισμούς, παλικαριές και συναφή. Πρέπει το κυνήγι να δημιουργεί τον ανταγωνισμό και όχι ο ανταγωνισμός το κυνήγι.