Προπόνηση για υψηλό επίπεδο απόδοσης

Αναλύοντας λίγο αυτή την αναγκαιότητα για υψηλό επίπεδο απόδοσης διαπιστώνουμε ότι αυτή επικεντρώνεται στην ικανότητα του σκοπευτή αθλημάτων του πήλινου στόχου να κάνει πρακτική εφαρμογή μόνο τις ενέργειες που συνειδητά επιθυμεί τη συγκεκριμένη στιγμή. Αυτή η πρακτική εφαρμογή ανάγεται στη θετική συνεργασία του μυαλού με το σώμα, συνεπώς ο σκοπευτής θα πρέπει εκούσια να σπάει το δίσκο, γνωρίζοντας αναλυτικά τι πράττει εκείνη τη στιγμή και όχι μετά το σπάσιμο να αναρωτιέται πώς έγινε αυτό.

Όπως αντιλαμβάνεστε αυτές οι ενέργειες απαιτούν μια χειρουργική ακρίβεια κατά την εκτέλεσή τους και δεν είναι προϊόν ενστίκτου. Κανείς δεν γεννήθηκε από την κοιλιά της μητέρας του έχοντας την ικανότητα εφαρμογής τέτοιων λεπτών ενεργειών από ένστικτο. Αυτά διδάσκονται και μαθαίνονται, όπως ο ιππέας μαθαίνει να πηδάει με το άλογό του τα εμπόδια στην ιππασία. Σε κανένα από τα προπονητικά σεμινάρια σκοποβολής πήλινου στόχου που έχω παρακολουθήσει μέχρι σήμερα στο εξωτερικό, δεν έχει αναφερθεί περίπτωση σκοπευτή της σύγχρονης εποχής που να έφτασε στην κορυφή σε παγκόσμιο επίπεδο χωρίς καμία εκμάθηση ή προπονητική καθοδήγηση. Έστω και ως εξαίρεση θα μπορούσε να εξετασθεί έστω και μία –αν υπήρχε- όμως δεν υπάρχει. Ο κόσμος του πρωταθλητισμού υψηλού επιπέδου σήμερα είναι πολύ σκληρός για τέτοιες ρομαντικές εξαιρέσεις. Ίσως κάποτε πριν γεννηθούμε εμείς να υπήρχε έδαφος για τέτοιες εξαιρέσεις, σήμερα όμως με την εξέλιξη και τη σύγχρονη μορφή των ολυμπιακών σκοπευτικών αθλημάτων του πήλινου στόχου δεν υπάρχει έδαφος για να επιβιώσουν αυτοδίδακτες εξαιρέσεις.

Ο σκοπευτής που σέβεται τον εαυτό του ξεκινάει με μια σαφώς πιο θετική προσέγγιση και δεν αφήνεται στη μοίρα του. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο σκοπευτής, ανεξαρτήτως αν είναι άνδρας ή γυναίκα- που είναι σωστά προετοιμασμένος και έχει προ-αποφασίσει για το τι πρόκειται να κάνει μέσα στο βατήρα, θα πρέπει να έχει την τόλμη να εκτελέσει την τεχνική που έχει διδαχθεί ανεξαρτήτως του αποτελέσματος. Όταν ο σκοπευτής ή η σκοπεύτρια μπαίνει στο βατήρα και εκτελεί με φυσική κίνηση αυτό που ξέρει να κάνει, αποδίδοντας στην πράξη τις σωστές εντολές του εγκεφάλου, τότε μέσα του αρχίζει να δημιουργείται η αυτοπεποίθηση που τον οδηγεί στο υψηλό επίπεδο απόδοσης. Με πιο απλά λόγια: ο σκοπευτής έχει απόλυτο έλεγχο των κινήσεών του, καθώς και των σκέψεων του μυαλού του και το ξέρει!

Αυτό λοιπόν το τελευταίο στοιχείο, δηλαδή η γνώση και απόδοση των φυσικών και νοητικών λειτουργιών είναι αυτό που σπάει το φράγμα και ανεβάζει τον σκοπευτή σε πολύ υψηλά επίπεδα. Να πάρουμε για παράδειγμα έναν σκοπευτή του ΤΡΑΠ ο οποίος γνωρίζει πώς να σπάει τους δίσκους που του εμφανίζονται στις διάφορες γωνίες (τις μοίρες που έχει ένα SCHEMA), αφού έστω και μία φορά τους έχει σπάσει. Όταν, λοιπόν, ο σκοπευτής έχει το οπτικό ερέθισμα (εμφάνιση του πιάτου) θα πρέπει να κάνει πράξη την κατάλληλη νοητική εντολή. Έτσι φτάνοντας σε αυτό το επίπεδο εκτέλεσης των εντολών, τότε η απόδοση δεν είναι τόσο δύσκολη και μάλιστα στο βαθμό που κάποιος μπορεί να σκέφτεται.

Ένας ευσυνείδητος και νοήμων σκοπευτής θα πρέπει να προπονεί αυτά τα στοιχεία χωρίς δικαιολογίες. Διότι τα άτομα που ψάχνουν ή δημιουργούν εντέχνως δικαιολογίες στη σκοποβολή, δημιουργούν και τις προϋποθέσεις για μια αμφιβόλου προέλευσης απόδοση όχι μόνο σε έναν αγώνα αλλά και σε ολόκληρη την αγωνιστική περίοδο. Ο σκοπευτής θα πρέπει να γνωρίζει τον εαυτό του και τα όριά του ώστε να προσπαθεί να τα ξεπεράσει μέσα στην προετοιμασία του για έναν αγώνα. Τότε βρίσκεται στο σωστό δρόμο ανάπτυξης της σκοπευτικής αυτοπεποίθησής του. Δυστυχώς, πολλοί σκοπευτές που στερούνται τη σκοπευτική ωριμότητα, μπαίνουν στις συνθήκες ενός αγώνα με τη σκέψη: «για να δούμε, μπορούμε να κάνουμε κανένα καλό σκορ…». Σκέψη βέβαια που είναι εντελώς λάθος. Συνηθίζω να λέω ότι στο κομπιούτερ που λέγεται μυαλό, αν βάλεις σκουπίδια, σκουπίδια θα πάρεις.

Για να αποκτήσει κάποιος την ικανότητα να νιώθει αυτοπεποίθηση μέσα στο άθλημά του θα πρέπει κάθε φορά που πάει για προπόνηση στο σκοπευτήριο να θέτει στόχους στον εαυτό του. Είναι ποικίλοι οι στόχοι που μπορεί να θέσει κάποιος και εξαρτώνται από το επίπεδο και τις απαιτήσεις που έχει κάποιος σκοπευτής από τον εαυτό του. Ένα απλό παράδειγμα είναι ότι: «σήμερα θα προσπαθήσω να πετύχω στο ΤΡΑΠ 25 στα 25, χρησιμοποιώντας μόνο την πρώτη ντουφεκιά. Δεν πρόκειται να βάλω δεύτερο φυσίγγι στο όπλο μου». Ένα άλλο παράδειγμα για το ΣΚΗΤ είναι: «θα προσπαθήσω να κάνω 25 στα 25, δουλεύοντας μόνο το πρώτο τεταρτημόριο του πεδίου (του σταντ)». Αυτοί είναι δύο απλοί στόχοι για δύο σκοπευτές δύο διαφορετικών αθλημάτων του πήλινου στόχου, αλλά με μια κοινή επίδειξη. Να κάνουν οι δύο το απόλυτο 25 στα 25 σε μία πούλα.

Είναι ανώφελο, στείρο και απογοητευτικό για έναν σκοπευτή, ανεξαρτήτως του αθλήματος που κάνει, να πηγαίνει στο σκοπευτήριο μόνο και μόνο για ρίξει φυσίγγια. Θα έλεγε κανείς ότι αυτός πάει εκεί για να κάνει… θόρυβο!
Όταν όμως έχουμε προσήλωση στο στόχο που πρέπει να θέτουμε κάθε φορά στον εαυτό μας, θα πρέπει να επικεντρωθούμε στην υλοποίησή του, ασχέτως του τελικού αποτελέσματος. Η επιδίωξη είναι το ρίξιμό μας να είναι «ένα πιάτο τη φορά» και όχι «μπαίνω στην πούλα για να κάνω 25άρι». Αν ο σκοπευτής ή η σκοπεύτρια γνωρίζει τι πρέπει να κάνει εφαρμόζοντας στην πράξη το θεωρητικό μέρος της τεχνικής που έχει στο μυαλό του, τότε μπορεί να το κάνει αυτό και για ένα δύο πιάτα ακόμα μέσα σε έναν επίσημο αγώνα. Οπότε μετά το τέλος της πούλας των 25 δίσκων θα διαπιστώσει με έκπληξη ότι βγήκε το υψηλότερο σκορ, ενώ εκείνος δεν το είχε στο μυαλό του.

Συζητώ συχνά με τους σκοπευτές που προπονώ ότι το τελικό σκορ είναι ο προορισμός ενός ταξιδιού που όμως δεν μας ενδιαφέρει αυτός αλλά η διαδρομή προς αυτόν. Αναλύοντας λοιπόν τις συνιστώμενες λύσεις, θα πρέπει να ταξινομήσουμε το εργασιακό μας πλαίσιο μέσα στο σκοπευτήριο κάτω από την επικεφαλίδα «προπόνηση με αγωνιστικό μυαλό». Οτιδήποτε λιγότερο θέτει τις προϋποθέσεις για μια πανωλεθρία του σκοπευτή στον επερχόμενο αγώνα. Μόνο ένα περιστασιακό χαμόγελο της τύχης μπορεί να του δώσει ένα σωσίβιο σωτηρίας, αλλά και να τον οδηγήσει ταυτόχρονα στην επόμενη παγίδα δηλαδή στον επόμενο αγώνα, κυριολεκτικά αβοήθητο.
Υπάρχουν δύο αντίθετες νοητικές τοποθετήσεις σε ένα σκοπευτικό άθλημα. Η πρώτη είναι μια επιπόλαιη προπονητική διάθεση και η δεύτερη είναι μια σοβαρή προσέγγιση σε αγωνιστικό επίπεδο. Αν δεν μάθεις στην προπόνηση να ελέγχεις το μυαλό σου και να το κατευθύνεις εκεί που θέλεις, τότε μέσα στις συνθήκες έντασης και πίεσης ενός αγώνα που το χρειάζεσαι αυτό, για το κάθε πιάτο ξεχωριστά, θα βρεθείς νοητικά μπερδεμένος και θα βαδίζεις σε λανθασμένες επιλογές.

Με τη δημιουργία μιας εκούσιας τεχνικής αγωνιστικής πίεσης, επιτυγχάνεται μια χρήσιμη νοητική προσπάθεια σε κάποιο βαθμό, που κι αν ακόμη δεν μας δώσει πρωταρχικά το αναμενόμενο αποτέλεσμα, δεν θα έχει βλαβερές επιπτώσεις διότι το δουλεύουμε κατά τη διάρκεια της προπόνησης. Όμως συνεχίζοντας πάνω σε αυτό το προπονητικό-αγωνιστικό πλαίσιο προετοιμασίας, επέρχεται αργά αλλά σταθερά η απόκτηση της εμπειρίας τού να ξέρει ο σκοπευτής πώς να εργάζεται ακολουθώντας ένα πρότυπο. Αυτό το εργασιακό πρότυπο της προπόνησης με συνεργασία μυαλού και σώματος αποδίδει βαθμιαία την ικανότητα ελέγχου της σκέψης μέσα κι έξω από το βατήρα.

Ο έλεγχος αυτός σε βάθος χρόνου χαρίζει τη γνώση προς το σκοπευτή για το τι μπορεί να καταφέρει και δεν το ήξερε πριν, αλλά ούτε και το φανταζόταν ότι θα μπορούσε να γίνει. Με την υπομονή όμως και την πάροδο του χρόνου, αυτός ο νοητικός έλεγχος γίνεται ένα μέρος του εαυτού του και μάλιστα τον βοηθάει και σε άλλους τομείς της ζωής του. Έτσι αρχίζει να ανταμείβεται ο σκοπευτής για τον επιλεγμένο τρόπο εργασίας του μέσα στο σκοπευτικό του άθλημα και την αφοσίωσή του προς αυτόν.

Του Μπάμπη Αιγινήτη,
ISSF Coach
Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook39
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top