Είδος ψαρέματος που γίνεται με παραδοσιακό είδος βάρκας, το πριάρι, που πλέει στα ρηχά. Στην πλώρη υπάρχει το σταφνοκάρι, που είναι παραδοσιακό αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από ένα δίχτυ τετράγωνο τεντωμένο από δύο πασσάλους με κατασκευή σαν ομπρέλα που κάτω έχει δίχτυ ψιλό για μικρά ψάρια (το καλοκαίρι) ή χοντρό για μεγαλύτερα (το χειμώνα). Το δίχτυ βυθίζεται στο νερό και όταν εντοπιστούν ψάρια αναλκύεται.
Το συγκεκριμένο είδος ψαρέματος γίνεται με πριάρι το οποίο είναι οξύπρυμνο σκάφος που διαθέτει επίπεδο πυθμένα για χρήση στη λιμνοθάλασσα Αιτωλικού, από Ιούνιο έως Ιανουάριο. Πληροφορίες για τη χρήση του σκάφους αυτού υπάρχουν ελάχιστες από ιστορικές πηγές και αναφέρονται στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα με τους ψαράδες να κάνουν χρήση κάποιου είδους μονόξυλου για την πλεύση στις αβαθείς περιοχές της λιμνοθάλασσας. Πρόκειται για απλή κατασκευή η οποία βασίζεται στο περίγραμμα του επίπεδου πυθμένα του. «Έχει περιορισμένο πλωριό και πρυμνιό κατάστρωμα και ένα περιμετρικό οριζόντιο σανίδι στο εσωτερικό του και στο ύψος του καταστρώματος, ενώ ο κεντρικός χώρος είναι ανοιχτός με ξύλινο δάπεδο» σύμφωνα με δημοσίευση του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδας στο διαδίκτυο.
Στο εμπρόσθιο μέρος της βάρκας υπάρχει μία ισχυρή ξύλινη δοκός στην άκρη της οποίας υπάρχει μια ξύλινη διχάλα. Εκεί αιωρείται μια ξύλινη δοκός προς τη θάλασσα πάνω στην οποία υπάρχει μια κατασκευή με δίχτυ. Προς τη βάρκα η άκρη είναι δεμένη με σκοινί το οποίο μπορεί να χειρίζεται ο ψαράς. Το δίχτυ είναι τετράγωνο και κρέμεται διαγωνίως από δύο διασταυρούμενες κεραίες οι οποίες κρέμονται από ένα ξύλο το οποίο στηρίζεται σε οριζόντια θέση από ένα κοντό κατάρτι στην πλώρη. Το απαραίτητο βάθος για το ψάρεμα κυμαίνεται από μισό έως ενάμιση μέτρο. Το μέγεθος του διχτυού κυμαίνεται από είκοσι έως πενήντα τετραγωνικά μέτρα και κρέμεται από δύο τοξοειδείς βραχίονες που είναι κατασκευασμένοι από ελαφρύ ξύλο ή μεταλλικούς σωλήνες κατάλληλους να αντέχουν το βάρος των ψαριών. Οι βραχίονες αυτοί ενώνονται στο κέντρο τους.
«Το ψάρεμα ξεκινά με τη βύθιση του διχτυού το οποίο ο ψαράς το ρίχνει στον πάτο της λιμνοθάλασσας σε σημείο που σύμφωνα με την εμπειρία και την ορατότητα των ψαράδων υπάρχουν ή περνούν ψάρια. Χρησιμοποιείται όταν επικρατούν ισχυροί άνεμοι και θολά νερά. Ο ψαράς ρίχνει πάνω στην επιφάνεια του νερού μέσα σε πάνινη σακούλα μαλάγρα (πρόκειται για υπολείμματα ψαριών ή ψάρια σε κατάσταση σήψης τα οποία χρησιμοποιούνται ως δόλωμα). Όταν αυτό προσελκύσει τα ψάρια και περάσουν πάνω από το δίχτυ, ο ψαράς το τραβά απότομα από τη μια άκρη του βραχίονα με σχοινί που έχει τη μορφή μοχλού, σηκώνει το δίχτυ στην αρχή αργά και στη συνέχεια πιο γρήγορα πάνω στην πλώρη του σκαριού». (Μπάδα, 2004, σελ. 97). Εκεί το δίχτυ κάνει μια καμπύλη στην οποία παγιδεύονται τα ψάρια. Λειτουργεί δηλαδή, σαν μια μεγάλη απόχη. Έτσι τα ψάρια παγιδεύονται και ο ψαράς ανεβάζοντας το δίχτυ το γυρίζει και αδειάζει τα αλιεύματα στη βάρκα. Η ίδια διαδικασία, κατά τη διέλευση των ψαριών ακολουθείται κάθε δύο λεπτά στον βυθό της λιμνοθάλασσας, οπότε ανεβάζει το δίχτυ απότομα με ό,τι έχει μέσα. Ονομάζεται και τυχερό ψάρεμα γιατί όταν τα νερά είναι θολά η αλίευση στην ουσία γίνεται «στα τυφλά». Ο ψαράς ρίχνει το δίχτυ, ακολουθεί την όλη διαδικασία με τα δολώματα και τραβά κάθε τόσο το δίχτυ ώσπου να ανασύρει ό,τι πρόλαβε να πιάσει. Το ψάρεμα αυτό χρησιμοποιείται στην αλιεία αθερίνας και κεφαλοειδών. Η ψαριά μπορεί να είναι από πενήντα έως εκατό κιλά ψάρια. Γραπτές ιστορικές μαρτυρίες για τη συγκεκριμένη πρακτική ψαρέματος δεν υφίστανται. Μόνο οι προφορικές μαρτυρίες των ντόπιων Αιτωλικιωτών αναφέρουν ότι πρόκειται για τέχνη ψαρέματος, η οποία χρονολογείται στο Αιτωλικό τουλάχιστον από το 1500 μ.Χ.
Η απήχηση της τέχνης περιορίστηκε από τις νεότερες μεθόδους οι οποίες απέδιδαν μεγαλύτερες ποσότητες αλιευμάτων. Συγκριτικά με άλλες τεχνικές, κατέχει εξέχουσα θέση καθώς είναι ιδιαίτερη και ξεχωριστή προκαλώντας τον θαυμασμό και το ενδιαφέρον όσων την παρακολουθούν: από το βύθισμα του διχτυού μέχρι την ανάσυρσή του και την εικόνα των ψαριών πάνω του, ιδιαίτερα όταν οι καιρικές συνθήκες είναι δύσκολες και θολώνουν τα νερά. Παρά το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης τεχνικής σήμερα χρησιμοποιείται από δύο μόνο άτομα που ευελπιστούν και προσπαθούν να προσεγγίσουν περισσότερους να ασχοληθούν με το είδος. Επίσης, πολύ σημαντικός υπήρξε ο ρόλος των τεχνιτών οι οποίοι κατασκεύαζαν γαΐτες και πριάρια για ψάρεμα από γενιά σε γενιά σε ένα μικρό ναυπηγείο στη δυτική παραλία του Αιτωλικού. Παράλληλα πρόκειται για μέσο αλίευσης στη λιμνοθάλασσα επιτρεπτό από τη νομοθεσία, σε αντίθεση με άλλα σύγχρονα μέσα αλίευσης που έχουν απαγορευτεί. Επίσης, έχει και συναισθηματική αξία για τους ψαράδες που διδάχτηκαν την τέχνη από τους πατεράδες τους.
Θεωρείται πολύ σημαντική τέχνη και για την υπόλοιπη κοινότητα, τόσο για τους ντόπιους όσο και για όσους μεγάλωσαν στο νησί. Οι εικόνες τους από τα παιδικά τους χρόνια σχετίζονταν με το συγκεκριμένο είδος ψαρέματος, καθώς οι γονείς και οι παππούδες τους ψάρευαν στη λιμνοθάλασσα με σταφνοκάρι. Σημαντική υπήρξε η συμβολή της διεθνούς φήμης Αιτωλικιώτισσας χαράκτριας Βάσως Κατράκη, η οποία εμπνεύστηκε από αυτό και δημιούργησε πολλά έργα χαρακτικής με θέμα το ψάρεμα με σταφνοκάρι. Επίσης, η ονομασία σταφνοκάρι χρησιμοποιήθηκε σαν επωνυμία σε κάποια καταστήματα εστίασης θαλασσινών ή αλιευμάτων, σε μια προσπάθεια αξιοποίησης της πολυποίκιλης σημασίας της τέχνης για την τοπική μνήμη και ταυτότητα.
Το ψάρεμα με σταφνοκάρι μπορεί να αποτελέσει και αφορμή προκειμένου οι νεότεροι να γνωρίσουν την παραδοσιακή αλιευτική τεχνολογία άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιβίωση των ανθρώπων της προηγούμενης γενιάς. Επίσης, η συγκεκριμένη τεχνική ψαρέματος αποτελεί παράδειγμα αλιευτικής πρακτικής που γίνεται με σεβασμό στο οικοσύστημα, χωρίς να καταστρέφει την αναπαραγωγή όλων των αλιευμάτων, γεγονός που μπορεί να συμβάλει στην ανάδειξη της σημασίας και της βιωσιμότητας των παραδοσιακών επαγγελμάτων και τεχνογνωσιών γενικά.
Εγγράφηκε στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς το 2020.
Ένωση Αγρινίου