Πέντε δεκαετίες μια από τα… ίδια με τα καταφύγια!
Σ‘ αυτό το συμπέρασμα καταλήγει επιστημονική μελέτη, που προτείνει αλλαγές στη φιλοσοφία και τη διαχείριση, προκειμένου αυτά να πιστοποιήσουν επιτέλους το λόγο δημιουργίας τους, που δεν είναι άλλος από το να εμπλουτίσουν τη χώρα μας σε θηράματα.
Η μελέτη του καθηγητή στο Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης κ. Ευστάθιου Τσαχαλίδη, περνάει από …αξονικό τομογράφο το χάρτη των προστατευόμενων φυσικών περιοχών και των καταφυγίων άγρια ζωής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, στη χώρα μας υπάρχουν 685 καταφύγια άγριας ζωής, τα οποία είναι χωροταξικά ομοιόμορφα κατανεμημένα και καταλαμβάνουν έκταση 11.917,53 τετραγωνικών χιλιομέτρων και καλύπτουν το 9,06% της συνολικής έκτασης της πατρίδας μας. Σ’ αυτήν, περιλαμβάνονται εθνικοί δρυμοί, ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές, καθώς και υγρότοποι διεθνούς σημασίας. Αν εξαιρεθούν οι τελευταίες περιπτώσεις, έκτασης 2.486,10 τετραγωνικών χιλιομέτρων, το ποσοστό των καταφυγίων αποκλειστικά και μόνο για την άγρια ζωή, πέφτει στο 7.2%.
Η μέση έκταση του καταφυγίου ανέρχεται σε 17,4 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η μικρότερη τιμή είναι 7,2 τετραγωνικά χιλιόμετρα στην κυνηγετική περιφέρεια Αρχιπελάγους και Νήσων και η μεγαλύτερη έως και 28,7 τετραγωνικά χιλιόμετρα βρίσκεται στην κυνηγετική περιφέρεια Θράκης. Τη διαχείριση αυτών των περιοχών έχει η δασική υπηρεσία.
Τι λένε οι αριθμοί;
Το ποσοστό κάλυψης κυμαίνεται από 3,74 μέχρι 13,55%. Το υψηλότερο, στην ηπειρωτική Ελλάδα παρατηρείται στην περιφέρεια Θεσσαλίας, ενώ στη νησιωτική στην περιφέρεια Αρχιπελάγους και Νήσων (11,48%. Ακολουθεί με πολύ μικρή διαφορά η κυνηγετική περιφέρεια Κρήτης –Δωδεκανήσου με 9,81%).
Σύμφωνα με τη μελέτη, τα υψηλά ποσοστά κάλυψης και μέσης έκτασης καταφυγίου που παρατηρούνται στη Θράκη, στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία, οφείλονται στις μεγάλες περιοχές που καταλαμβάνουν οι υγρότοποι διεθνούς σημασίας και οι ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές.
Αντίστοιχα, στα νησιά αυτό οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στα εκτεταμένα καταφύγια άγριας ζωής. Το μικρότερο ποσοστό κάλυψης παρατηρείται στην περιφέρεια Πελοποννήσου με 3,74% και ακολουθεί η Ήπειρος με 5,66%. Τα περισσότερα καταφύγια (170), διαθέτει η περιφέρεια Μακεδονίας και έπεται εκείνη της Στερεάς Ελλάδας και νήσων Κυκλάδων με 145.
Χαρακτηριστικό αρνητικό παράδειγμα αποτελούν τα νησιά, όπου το ποσοστό κάλυψης είναι μεγαλύτερο συγκριτικά με τις άλλες περιοχές, επειδή τα περισσότερα, λόγω δυσμενών κλιματεδαφικών συνθηκών, στερούνται δασικής, δενδρώδους ή και θαμνώδους βλάστησης, με συνέπεια να μην πληρούνται οι προϋποθέσεις για την προστασία και τη στήριξη των διαφόρων ζωικών ειδών.
Αυτό το μειονέκτημα επιχειρείται να ελαχιστοποιηθεί με αύξηση της έκτασης των καταφυγίων. Μ’ αυτήν την πρακτική, όμως, σύμφωνα πάντα με τη μελέτη, «ο ρόλος των καταφυγίων στα νησιά είναι περισσότερο απαγορευτικός, καθώς αυξάνεται μεν ο ζωτικός χώρος των θηραμάτων όπου απαγορεύεται το κυνήγι, αλλά οι συνθήκες διαβίωσης είναι πολύ υποβαθμισμένες σε μεγάλη έκταση, διότι επικρατούν δυσμενείς εδαφοκλιματικές συνθήκες.
Επιπλέον, ο μεγάλος αριθμός καταφυγίων δεν συμβάλλει στην ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των θηραμάτων. Επίσης, τα περισσότερα νησιά της χώρας μας, εκτός της έλλειψης κατάλληλης βλάστησης, έχουν και μικρή έκταση, με αποτέλεσμα τα καταφύγια συγκριτικά με άλλες περιοχές να είναι πολλά. Λόγω αυτών των ιδιαιτεροτήτων, θα πρέπει όλη η πολιτική των καταφυγίων στα νησιά, να αναθεωρηθεί και να εξορθολογιστεί με σύνταξη ειδικών μελετών».
Η επιστημονική μελέτη περιγράφει λεπτομερώς τις προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στα «καταφύγια φυσικής αναπαραγωγής θηραμάτων», όπως χαρακτηριστικά τα αποκαλεί. Σημειώνει ότι, τόσο με τον παλιό, όσο και με το νέο νόμο, η πολιτική για τα καταφύγια δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και στην ουσία δέκα χρόνια από την εφαρμογή του τελευταίου νόμου, η κατάσταση παραμένει ίδια.
«Με βάσει τον παλιό και το νέο νόμο, μέσα σε διάστημα 40 ετών (1969-2009), διαπιστώνεται μέσα σε δύο περιόδους, ότι με απλή διαχείριση που απαιτούσαν τα «καταργηθέντα» καταφύγια θηραμάτων τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά (1969-1998), αλλά και με τη φιλοσοφία του νέου νόμου, όπου η διαχείριση είναι περισσότερο σύνθετη, τα αποτελέσματα είναι τα ίδια (1998-2009)», είναι η διατύπωση της επιστημονικής διαπίστωσης.
Τι πρέπει να γίνει;
Και η μελέτη καταλήγει με οκτώ προτάσεις:
1. Οι διαχειριστές των καταφυγίων που έχουν άμεση σχέση με τα θηράματα, θα πρέπει για αποτελεσματικότερη προστασία, να αναφέρουν ότι «ο σκοπός διαχείρισης του καταφυγίου είναι η προστασία του θηράματος». Επίσης, όσα από τα παλιά καταφύγια πληρούν τις προϋποθέσεις προστασίας θηραματικών ειδών και συμβάλλουν στην αύξηση αυτών, να διατηρηθούν και σε διάκριση με τα άλλα, για διαχειριστικούς λόγους, να ονομαστούν «καταφύγια φυσικής αναπαραγωγής θηραμάτων». Σε αυτή την περίπτωση, τα καταφύγια αυτά να τα διαχειρίζονται η κυνηγετική περιφέρεια και οι κυνηγετικοί φορείς, με βάσει την παλιά φιλοσοφία, δηλαδή την προστασία του ενδημικού θηράματος.
2. Η συνήθης διάρκεια λειτουργίας των «καταφυγίων φυσικής αναπαραγωγής θηραμάτων», πρέπει να είναι τουλάχιστον δέκα ετών. Δεν είναι ορθό να τροποποιούνται ή να αλλάζουν συχνά τα όριά τους, επειδή κατά την ίδρυση δεν έγινε σωστή επιλογή των ορίων και δεν ελήφθησαν υπόψη οι βασικές προϋποθέσεις ίδρυσης και στην πορεία προέκυψαν δυσλειτουργίες, που προκαλούν σοβαρά προβλήματα στους κυνηγούς, με αποτέλεσμα να γίνονται παραβάτες ως προς τις κατά χώρο απαγορεύσεις.
3. Η συνολική έκταση των καταφυγίων κατά νομό, δεν πρέπει να ξεπερνά σε ποσοστό το 8% και σε εξαιρετικές περιπτώσεις το 10% της συνολικής έκτασης του νομού, διότι οι περιορισμοί που διέπουν τη λειτουργία των καταφυγίων άγριας ζωής είναι πολλοί και σύνθετοι και θα προκαλέσουν κοινωνικές αντιθέσεις και προβλήματα (με γεωργούς, κτηνοτρόφους, κυνηγούς).
4. Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη είναι η χωροκατανομή τους μέσα στο νομό. Πρέπει αυτά, κατά το δυνατό, να είναι μικρής έκτασης και ομοιόμορφα κατανεμημένα σε όλη την έκταση του νομού. Με τον τρόπο αυτό αφενός δίνεται η δυνατότητα στο θήραμα να καταφεύγει έγκαιρα στο πλησιέστερο καταφύγιο και να εξασφαλίζει καλύτερη προστασία, όταν πιέζεται από έντονη θήρα ή και άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες και αφετέρου, λόγω της μικρής έκτασης, επιτυγχάνεται καλύτερη διαχείριση-οργάνωση του καταφυγίου (βελτιώσεις, έλεγχος, φύλαξη).
5. Στα νησιά, για να περιοριστεί το μεγάλο ποσοστό κάλυψης και επειδή τα περισσότερα καταφύγια είναι μικρής έκτασης, θα πρέπει να γίνει προσεκτική επιλογή των πλέον καταλλήλων από πλευράς χειρισμού, για να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης με διάφορες επεμβάσεις, για να προσφέρουν ουσιαστική προστασία και τα υπόλοιπα να καταργηθούν ως μη δυνάμενα να βελτιωθούν και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των θηραμάτων. Θα πρέπει να συνταχθούν ειδικές μελέτες για αυτά τα καταφύγια.
6. Τη διαχείριση και τις διάφορες επεμβάσεις στα καταφύγια της παραπάνω κατηγορίας, να τις πραγματοποιήσουν οι κυνηγετικοί φορείς της αρμόδιας κυνηγετικής περιφέρειας, διότι έχουν γνώση της περιοχής, το ανάλογο και κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό, αλλά και τη θέληση για υλοποίηση του σχετικού άρθρου. Η χρηματοδότηση να γίνεται από το κεντρικό Ταμείο Γεωργίας Κτηνοτροφίας και Δασών, με βάσει βέβαια εγκεκριμένες μελέτες.
7. Όλα τα παραπάνω είναι δυνατόν να υλοποιηθούν σωστά, εάν και εφόσον για κάθε καταφύγιο καταρτίζεται σε πενταετή βάση ένα πρόγραμμα διαχείρισής του (διαχειριστικό σχέδιο καταφυγίου, όπου στο καθένα θα αναφέρονται ο σκοπός, τα μέσα και οι μέθοδοι υλοποίησης του και ο τρόπος ελέγχου των αποτελεσμάτων). Κρίνεται σκόπιμο, αυτά τα διαχειριστικά σχέδια να συντάσσονται και να υλοποιούνται από τους κυνηγετικούς φορείς της αρμόδιας κυνηγετικής περιφέρειας, με την εποπτεία του αρμόδιου υπουργείου, για να έχουν και την ευθύνη της επιτυχούς ή μη διαχείρισης με τις συνέπειές της.
8. Για την υλοποίηση των παραπάνω, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη νομοθετική ρύθμιση, αλλά διοικητική απόφαση από την Περιφέρεια, διότι σύμφωνα με το νέο νόμο, την αρμοδιότητα αυτή την έχει πλέον ο περιφερειάρχης. Με τον τρόπο αυτό, οι κυνηγετικοί φορείς θα έχουν την ευθύνη της διαχείρισης της θηραματοπανίδας με ουσιαστικό και ενεργό ρόλο στην προστασία των θηραματικών ειδών. Επιπλέον, και σημαντικό, είναι ότι με τη σύνταξη και υλοποίηση των σχετικών μελετών θα αξιοποιηθεί το υπάρχον επιστημονικό προσωπικό των κυνηγετικών οργανώσεων.