Από τον Δημήτριο Δραχτίδη
Ο κυνηγός είναι ο άνθρωπος της φύσης. Μπορεί να ζει στις τσιμεντουπόλεις, αλλά ο πόθος του είναι πότε θα βρεθεί στο φυσικό του περιβάλλον. Εκεί που ξεχνάει τα άγχη και τις σκοτούρες της πόλης.
Η λήθη των προβλημάτων της τσιμεντένιας ζωής του, όταν βρίσκεται στη φύση, δρα τόσο ανανεωτικά ώστε κάθε πρόβλημα που τον απασχολεί αντιμετωπίζεται ευκολότερα. Η αποχαύνωση, που δημιουργείται μέσα στον τσιμεντόκοσμο, το στρες, το άγχος, η μελαγχολία, βρίσκουν τη λύση τους στην κυνηγετική δραστηριότητα. Η φύση αναζωογονεί τον άνθρωπο, τον τροφοδοτεί με νέες ψυχικές δυνάμεις, κάτι που δεν μπορεί να προσφέρει κανένα μπαρ, καμία καφετέρια και κανένα κέντρο διασκέδασης. Συνήθως, οι εξερχόμενοι αυτών των νυχτερινών κέντρων φεύγουν μισοζαλισμένοι, κατάκοποι και χάνουν και τη μισή μέρα στον ύπνο. Ακόμη και όταν σηκώνονται, το κεφάλι βουίζει και δεν μπορούν να συνέλθουν. Αντίθετα, στη φύση διατηρείται η διαύγεια του πνεύματος. Η γλυκύτατη αγωνία της αναζήτησης του θηράματος, η χαρά της ανεύρεσης και της κάρπωσής του, η ευχάριστη κόπωση της όλης προσπάθειας προσφέρουν στον κυνηγό τη γοητεία τους. Ακόμη και ο ύπνος, που επέρχεται μετά από μία κοπιαστική κυνηγετική απόφαση, είναι γλυκός και ελαφρύς. Αντίθετα, ο ύπνος που επέρχεται μετά την έξοδο σ’ ένα νυχτερινό κέντρο είναι βαρύς και πολλές φορές συνοδεύεται από πονοκεφάλους, εμετούς, πόνο στο στομάχι και άλλες επιπλοκές. Η φύση, λοιπόν, χαρίζει την υγεία μα συγχρόνως και τα δώρα της στον κυνηγό, που είναι τα θηράματα, γι’ αυτό και ο ίδιος σέβεται και αγαπά αυτήν.
Μπροστά στις απειλές
Επίδοξοι και πυρομανείς εμπρηστές, καταπατητές δασικών εκτάσεων, καταστροφείς υγροβιότοπων χάριν αγροτικών καλλιεργειών, φάρμακα και φυτοφάρμακα δηλητηριάζουν συνεχώς τα σπλάχνα της, τεράστιες και ανεξέλεγκτες πετρελαιοκηλίδες καθώς και ο συνεχώς αυξανόμενος εκβιομηχανισμός, συνιστούν το λεγόμενο οικολογικό πρόβλημα. Η καταδυνάστευση της φύσης δεν γίνεται από τους κυνηγούς, όπως ενδεχομένως παρουσιάζει η αντικυνηγετική προπαγάνδα, αλλά από τους μη κυνηγούς. Ένας κυνηγός ποτέ δεν θα κατέστρεφε ένα δάσος -πώς να το κάνει, άλλωστε, αφού αυτό είναι η ζωή του- ενώ ο εμπρηστής ή ο καταπατητής ούτε καν θα προβληματιζόταν, ούτε καν θα έμπαινε σε δίλημμα.
Ο κυνηγός, λοιπόν, βιώνει τη λειτουργία της φύσης και αναπαύεται μέσα σε αυτήν, αφού αυτή θεωρεί ως φυσικό του σπίτι, μα αγωνίζεται να διατηρηθεί η φυσικότητά του. Κυνηγός και φύση σημαίνει ζωή μέσα στη φύση, σύμφωνα με τη λειτουργία της, δηλαδή, κυνηγοί και θηράματα.