Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, το δάσος δέχεται λιγότερους επισκέπτες σε σύγκριση με το καλοκαίρι και την άνοιξη. Δύο από τους λιγοστούς πιστούς φίλους που το κρατούν συντροφιά τις κρύες μέρες και νύχτες του χειμώνα είναι και τα Ύδνα.
Δασκάλου-συγγραφέα
Μανιτάρια που εύκολα τα ξεχωρίζουμε, από τα μαλακά και εύθραυστα αγκαθάκια που φέρουν στην κάτω όψη του καπέλου. Ύδνα ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες τα μανιτάρια γενικώς και ειδικότερα τα υπόγεια.
Hydnum repandum L.- Ύδνο το κυρτό
Λαϊκή ονομασία: Αγκαθάκι
Οικολογία: Καρποφορεί από τον Ιούνιο έως το Δεκέμβριο, σπανίως μοναχικά, συνήθως κατά ομάδες, στο έδαφος, σε δάση κωνοφόρων (ιδιαίτερα ελάτης) και πλατύφυλλων ή σε μικτά δάση, σε υψόμετρα πάνω από 800 μ.
Μάλλον συνηθισμένο είδος στην Ελλάδα.
Μορφολογία: Το καπέλο με διάμετρο 3-12 (20) εκ., είναι ακανόνιστα κυκλικό, κυματιστό, κυρτό ή πιεσμένο στο κέντρο, μερικές φορές λοβωτό, θαμπό, ελαφρώς χνουδωτό, κρεμ, αργιλόχρωμο ή ωχρωπό κατά περιοχές.
Η περίμετρος είναι γυριστή για αρκετό διάστημα, λεία, κυματιστή, λοβωτή ή οδοντωτή. Η κάτω επιφάνεια καλύπτεται από μαλακά, εύθραυστα, πυκνά, λευκωπά ή κρεμ αγκάθια (έως 6 χιλ. μήκος), που κατεβαίνουν μερικές φορές στο πόδι. Το πόδι, με διαστάσεις 2-6 (7,5) x 1,5-3 εκ., είναι κυλινδρικό, λείο, ομοιόχρωμο με το καπέλο, συμπαγές. Η σάρκα είναι λευκή, μαλακή, με ευχάριστη μυρωδιά και απαλή ή ελαφρώς καυτερή γεύση.
Κλειδί αναγνώρισης: Τα σχετικά μικρά καρποσώματα, οι κρεμ και αργιλόωχροι τόνοι στο καπέλο (διάμ. 3-12 (20) εκ.) και τα λευκωπά ή κρεμ αγκάθια στην κάτω επιφάνεια του καπέλου.
Παρατηρήσεις: Το Hydnum rufescens, παράγει παρόμοια αλλά μικρότερα καρποσώματα με πορτοκαλιές ή πορτοκαλοκόκκινες αποχρώσεις στο καπέλο (διάμ. 3-5 (7) εκ.).
Εδωδιμότητα: Φαγώσιμο και νόστιμο είδος με τραγανή σάρκα. Αν όμως δεν μαγειρευτεί καλά, ενδέχεται κάποιες φορές να πικρίσει. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούμε να τα βράσουμε, να πετάξουμε το νερό τους και στη συνέχεια να τα μαγειρέψουμε όπως θέλουμε.
Hydnum rufescens Pers.- Ύδνο το κοκκινίζον
Λαϊκή ονομασία: Κόκκινο αγκαθάκι
Οικολογία: Καρποφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιανουάριο, σπανίως μοναχικά, συνήθως κατά ομάδες, στο έδαφος, σε δάση πλατύφυλλων (οξιάς και δρυός) και κωνοφόρων, σε υψόμετρα πάνω από 800 μ.
Μάλλον συνηθισμένο είδος στην Ελλάδα.
Μορφολογία: Το καπέλο με διάμετρο 3-5 (7) εκ. είναι ακανόνιστα κυκλικό, κυματιστό, κυρτό ή πιεσμένο στο κέντρο, μερικές φορές λοβωτό, θαμπό, ελαφρώς χνουδωτό, ανοιχτόχρωμο πορτοκαλί, πορτοκαλί ή κοκκινο-πορτοκαλί, ανάλογα με την υγρασία. Η περίμετρος είναι γυριστή για αρκετό διάστημα, λεία, κυματιστή, λοβωτή ή οδοντωτή. Η κάτω επιφάνεια καλύπτεται από μαλακά, εύθραυστα, πυκνά, λευκοκρέμ ή ανοιχτόχρωμα πορτοκαλιά αγκάθια (έως 5 χιλ. μήκος) που κατεβαίνουν μερικές φορές στο πόδι. Το πόδι, με διαστάσεις 2-4 (5,5) x 1-2 εκ., είναι κυλινδρικό, λείο, ομοιόχρωμο με το καπέλο, συμπαγές. Η σάρκα είναι λευκή, μαλακή, με ευχάριστη μυρωδιά και απαλή ή ελαφρώς καυτερή γεύση.
Κλειδί αναγνώρισης: Τα σχετικά μικρά καρποσώματα, οι πορτοκαλί ή κοκκινο-πορτοκαλί τόνοι στο καπέλο (διάμ. 3-5 (7) εκ.) και τα λευκοκρέμ ή ανοιχτόχρωμα πορτοκαλί αγκάθια.
Παρατηρήσεις: Το Hydnum repandum παράγει παρόμοια αλλά μεγαλύτερα καρποσώματα με αργιλόχρωμους ή ωχρωπούς τόνους στο καπέλο (διάμ. 3-12 (20) εκ.).
Εδωδιμότητα: Φαγώσιμο και νόστιμο. Απαιτεί ωστόσο καλό μαγείρεμα για να μη πικρίσει.