Του κυρ Γιάννη
Τέλη της δεκαετίας του ’60 και η εξόρμηση της κυνηγοπαρέας στη Τζια για λαγούς έκρυβε περιπέτειες αλλά και ξεκαρδιστικά περιστατικά, τέτοια που μένουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη.
Δεν είμαι συγγραφέας ούτε δημοσιογράφος. Τα γράμματα δεν μου άρεσαν ποτέ. Ο πατέρας μου και η μάνα μου, αγράμματοι αγρότες και οι δύο, ήθελαν να ξεφύγω από το αλέτρι και να γίνω παπάς, δάσκαλος ή αστυνόμος. Και οι τρεις είναι πολύ ελαφριές δουλειές. Εγώ, όμως, είχα διαλέξει δουλειά ακόμα πιο ελαφριά. Μου άρεσε να γυρίζω αδέσποτος στα χωράφια και τα χρόνια της πείνας έτρωγα τα πρώτα φρούτα, όπου κι αν ήταν στη γύρω περιοχή. Το είχα πάρει απόφαση να γίνω αγροφύλακας. Με έστειλαν στο γυμνάσιο και το τελείωσα. Εκεί θα μάθαινα τα ελληνικά. Οι γονείς μου μίλαγαν περισσότερο τα αρβανίτικα.
Τελικά τι είμαι;
Ξαφνικά βρέθηκα να μαθαίνω Νέα Ελληνικά, Αρχαία Ελληνικά, Λατινικά και Γαλλικά. Τέσσερεις γλώσσες. Αρχαία Ελληνικά και Νέα Ελληνικά, από την πρώτη γυμνασίου μέχρι την έκτη, έπαιρνα όλο δέκα. Όχι άριστα δέκα. Δέκα, με άριστα το 20! Ντυμένος τσολιαδάκι, έλεγα το ποίημα στις εθνικές γιορτές και τρελαινόμουν για τα σπαθιά και τα καριοφίλια. Από αρβανίτης έγινα Έλληνας και μάλιστα φανατικός και υπηρέτησα την πατρίδα 32 μήνες, σε δύσκολες στιγμές. Τώρα, ξαφνικά, μου λένε είσαι Ευρωπαίος. Ρε παιδιά, για όνομα του Θεού, σε 57 χρόνια με αλλάξατε τρεις φορές. Για πέστε μου και μένα να ξέρω τι είμαι. Αλβανός, Έλληνας, Ευρωπαίος, τι είμαι;
Τα σκυλιά και στα βουνά
Στα νέα ελληνικά έβαζα ψιλή, ήθελε δασεία. Έβαζα δασεία, ήθελε ψιλή. Έβαζα οξεία, ήθελε περισπωμένη. Έβαζα περισπωμένη, ήθελε οξεία. Έτσι ήτανε κατακόκκινο το τετράδιο από τα λάθη. Τα κατάργησαν όμως όλα αυτά και το τετράδιό μου της έκθεσης σήμερα δεν θα ήταν κατακόκκινο. Το δέκα που έπαιρνα, σήμερα θα ήταν 14-15. Πού θα βρω εγώ το δίκιο μου και ποιος θα μου το αναγνωρίσει; Αφού μας μάθαιναν πράγματα στραβά. Λέμε κανένα ψέμα για τους λαγούς και πέφτουν να μας φάνε. Εδώ που με δίδαξαν ψεύτικη ιστορία, τι γίνεται; Ψέματα μου έλεγαν και οι γέροντες Μικρασιάτες, τη στιγμή που το λέει σήμερα η ιστορία της έκτης δημοτικού. Οι μικρασιάτες ήλθαν στην Ελλάδα για πικ-νικ. Δεν έγινε σφαγή. Παιδιά ψέματα, παντού ψέματα. Τελικό συμπέρασμα είναι τα σκυλιά και στα βουνά, στην ερημιά. Άκρη δε βγαίνει, στο τέλος θα μας τρελάνουν.
Μόνο στο βουνό και στο κυνήγι ησυχάζει το μυαλό και η ψυχή. Εκεί συμβαίνουν πράγματα που θα θυμόμαστε μετά από πολλά χρόνια και γελούν τα χείλη μας.
Για κυνήγι στη Τζια
Σε ένα παλιό φορτηγάκι, ο μπάρμπα Στάμος, ο Σκουρλής, με τα δυο του παιδιά, τον Βασίλη και τον Κώστα. Ο θείος ο Τάκης, ο Κώστας, ο Νότης κι εγώ, ο ανιψιός, πηγαίναμε για τη Τζια, Νοέμβρη μήνα, στο τέλος της δεκαετίας του ’60. Δεν είχε φέρι μποτ. Ένα μικρό καΐκι άπλωσε ένα χοντρό δίχτυ στο μόλο, ανεβάσαμε επάνω το φορτηγάκι και με ένα γερανάκι, τη μπίγα, μας έβαλε στην πλώρη. Τρεις ώρες θα κάναμε μέχρι τη Τζια. Εδώ, στο Λαύριο, μέσα σε λιμνάζοντα νερά και λάσπες περιμέναμε να ανέβουμε στο καΐκι. Ο θείος Νότης είχε αγοράσει ένα μακρύ σακάκι με γούνα από μέσα και απ’ έξω δέρμα. Βρόμαγε από χιλιόμετρα, αυτό το πράγμα θα ήταν από τράγο. Το είχε αγοράσει από έναν που το έπαιζε πιλότος της Ολυμπιακής και ότι το είχε φέρει απ’ έξω. Δεν κρατιόταν ο θείος Νότης από την κόρδα, σκέτος ηθοποιός. Στο γιακά κρεμόταν μια κλωστή 10 με 15 πόντους. Τη βλέπω και του λέω “θείε, την κλωστή να την κόψω;”, “κόφ’ τη”, μου λέει. Την τραβάω με όλη μου τη δύναμη και αυτή αντί να κοπεί, έφυγε όπως φεύγουν οι σπάγκοι στα τσουβάλια, και μας πέφτει μέσα στις λάσπες ο γιακάς. Έβαλε τις φωνές ο θείος, έβριζε, τα έβαλε με εμένα και ο καπετάνιος, φώναζε για να ανέβουμε να φύγουμε. Με πολύ κύμα κι ενώ είχαμε βγάλει και οι εφτά τα άντερά μας, φτάσαμε στο νησί. Είχε μόνο ένα ταξί, το ταξί του μπάρμπα-Βαγγέλη. Και ένα αυτοκίνητο που πήγαμε εμείς. Δύο αυτοκίνητα όλα κι όλα πάνω στο νησί. Στο Λαύριο είχα αγοράσει ένα περιοδικό με φωτογραφίες γυναικών. Δεν ήταν γυμνές, ήταν με μαγιό. Στο καΐκι το έδειξα στον μπάρμπα-Στάμο. Αυτός ενθουσιάστηκε που είδε όμορφες γυναίκες και ήθελε να μας κεράσει ούζα στο λιμάνι.
Ούτε θυμάρι άψαχτο
Την άλλη μέρα το πρωί, χωρίς τα σκυλιά, όλοι με ένα ξύλο στο χέρι, πήγαμε για λαγούς. Πηδάγαμε τη μάντρα και πέφταμε μέσα στο χωράφι. Κάθε ένας έπαιρνε και μια πεζούλα, έναν βράχο. Χτυπάγαμε τα θυμάρια και πεταγόταν ο λαγός. Είχαμε κάνει δύο λαγούς, όταν πηδήσαμε σε ένα μεγάλο κτήμα. Εγώ πήγα κάτω στο ρέμα. Επάνω, στον πρώτο βράχο, ήταν ο συμπέθερος, ο Πλαστηράκης, του πετάχτηκε ο λαγός και μπαμ, τον κάνει με την πρώτη. Ε, ρε χαρά μεγάλη! Και οι τρεις παππούδες της παρέας είχαν κάνει από έναν λαγό. Συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί, άφησαν κάτω όπλα, τσάντες και μέσα σε πολλά χαμόγελα τον καθάριζαν για να μην πάρει μυρωδιά. Του έβγαζαν τα εντόσθια. Ο συμπέθερος, ο Πλαστηράκης, πάντα το έπαιζε αρχηγός και σοφός. Τον άκουσα να λέει, “εδώ έχει και άλλο λαγό, να τον ψάξουμε καλά, με μεγάλη προσοχή. Να μη μείνει θυμάρι άψαχτο”.
“Πάνω σας, πάνω σας”
Εγώ κάτω στο ρέμα έψαχνα. Ρίχνω δύο τουφεκιές στο χώμα και τους φωνάζω “πάνω σας, πάνω σας”. Έγινε χαμός. Θα σκοτωνόντουσαν, τράκαραν, μπερδεύτηκαν, πέταξαν το λαγό, πήραν ο ένας το όπλο του άλλου και μέσα σε έναν πανικό ανοίχτηκαν και πήραν θέσεις. Κοίταζαν, περίμεναν και πουθενά ο λαγός. “Πού είναι;”, μου λέει ο θείος Κώστας. Με έβλεπαν όλοι. Σηκώνω το χέρι ψηλά και το κατεβάζω στα γεννητικά όργανα, “εδώ, εδώ”, τους λέω. Αρχίζουν να μου φωνάζουν και οι έξι. Θα με έτρωγαν. Πού να πλησιάσω στην παρέα; Ξέκοψα και γύρισα με τα πόδια στο σπίτι, κυνηγώντας από την Πετρούσα στα Ελληνικά. Το βράδυ είχαν ηρεμήσει. Τόσο κράτησε ο θυμός…