Τα παλιά χρόνια οι περισσότεροι κυνηγοί συνήθιζαν να γεμίζουν μόνοι τους τα φυσίγγια τους. Τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολα από οικονομική άποψη και τα προϊόντα (τα έτοιμα φυσίγγια) εκτός από ακριβά ήταν και δυσεύρετα.
Του Χρήστου Χατζιώτη
Κατάφερναν έτσι, να γίνεται πιο προσιτό γι’ αυτούς το κυνήγι. Παράλληλα όμως, χωρίς να το συνειδητοποιούν, δημιουργούσαν μία κυνηγετική ατμόσφαιρα στο σπίτι την παραμονή του κυνηγίου που λειτουργούσε ως μηχανισμός ένταξης της επόμενης γενιάς στην κυνηγετική δραστηριότητα. «Κάτι σοβαρό κάνει εκεί στο τραπέζι ο παππούς ή ο πατέρας μαζί με το μεγαλύτερο ξάδερφο, κάθε Σάββατο βράδυ. Όταν μεγαλώσω θα μάθω να κάνω και εγώ το ίδιο». Μ’ αυτές τις σκέψεις λίγο πολύ μεγάλωναν τα μικρά παιδιά στις οικογένειες των κυνηγών.
Σήμερα η ζωή είναι πιο εύκολη, τουλάχιστον φαινομενικά, και οι περισσότεροι αγοράζουν τα φυσίγγια τους έτοιμα. Ωστόσο, ο απόηχος εκείνων των εποχών επηρεάζει μέχρι σήμερα τις επιλογές πολλών κυνηγών. Στα χρόνια εκείνα, η μεγαλύτερη έγνοια των κυνηγών ήταν η μάρκα και ο τύπος της πυρίτιδας που θα χρησιμοποιούσαν. Και πράγματι, την εποχή εκείνη υπήρχαν μεγάλες διαφορές ποιότητας από πυρίτιδα σε πυρίτιδα. Σήμερα, οι περισσότερες πυρίτιδες βρίσκονται σε εξίσου ψηλά επίπεδα ποιότητας, αρκεί βέβαια να χρησιμοποιούν σύμφωνα με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή τους. Η συζήτηση όμως, ανάμεσα στους κυνηγούς για τους τύπους των πυρίτιδων εξακολουθεί να υπάρχει. Κάποιες βασικές πληροφορίες γύρω από τα χαρακτηριστικά των πυρίτιδων, θεωρούμε ότι δεν συμβάλλουν στη διόγκωση της σχετικής παραφιλολογίας, αλλά στην απομυθοποίησή τους.
Τι είναι η άκαπνη πυρίτιδα;
Η άκαπνη πυρίτιδα είναι κατά κύριο λόγο νιτροκυτταρίνη. Ιστορικά, η κλασικότερη μέθοδος παρασκευής πυρίτιδας γινόταν με επίδραση αζωτούχων ενώσεων (νίτρωση) σε βαμβάκι ή πριονίδι ξύλου. Η κυτταρίνη όμως, όταν υποστεί νίτρωση δεν είναι ακόμα έτοιμη για χρήση. Αποτελεί μία πρώτη ύλη εξαιρετικά εύφλεκτη, αλλά με πολύ χαμηλή δυνατότητα παραγωγής έργου. Χρειάζεται λοιπόν μια περαιτέρω κατεργασία που ονομάζεται «ζελατινοποίηση» και που καμία σχέση δεν έχει με την «πλαστικοποίηση» που υφίστανται οι κόκκοι της πυρίτιδας κατά το τελικό στάδιο παραγωγής τους. Η ζελατινοποίηση συνίσταται στη διάλυση της νιτροκυτταρίνης σε κάποιον σταθερό ή πτητικό διαλύτη. Η διάλυση αυτή, συμβάλλει στο να αποκτήσει η νιτροκυτταρίνη ομοιογενέστερη μάζα και να βελτιώσει τις ιδιότητές της. Σαν διαλύτη της νιτροκυτταρίνης χρησιμοποιείται το μίγμα αιθέρα και αλκοόλης, ένα πτητικό μίγμα, που στη συνέχεια εξατμίζεται αφήνοντας καθαρή τη ζελατινοποιημένη πια νιτροκυτταρίνη. Γι’ αυτό και οι πυρίτιδες που δημιουργούνται με αυτό τον τρόπο λέγονται μονοβασικές. Γιατί απλούστατα, στη μάζα τους έχουν ως βάση μόνο τη νιτροκυτταρίνη.
Ένας άλλος διαλύτης που χρησιμοποιούμε για τη ζελατινοποίηση της νιτροκυτταρίνης είναι η νιτρογλυκερίνη. Η νιτρογλυκερίνη δεν εξατμίζεται. Είναι μ’ άλλα λόγια ένας μη πτητικός, σταθερός διαλύτης. Γι’ αυτό και παραμένει μετά τη ζελατινοποίηση στη μάζα της πυρίτιδας αποτελώντας μία δεύτερη βάση της. Οι πυρίτιδες αυτές έχουν βάση νιτροκυτταρίνη και νιτρογλυκερίνη και γι’ αυτό καλούνται διβασικές.
Τύποι πυρίτιδων
Τρεις τύποι άκαπνων πυρίτιδων χρησιμοποιούνται στην κατασκευή κυνηγετικών φυσιγγίων για λειόκαννα όπλα. Τους δύο τύπους τους έχουμε ήδη αναφέρει. Είναι οι μονοβασικές και οι διβασικές πυρίτιδες. Ένας τρίτος τύπος που αποτελεί «ενδιάμεση περίπτωση» είναι οι πυρίτιδες εκείνες που καλούνται «τροποποιημένες» ή «βελτιωμένες μονοβασικές». Τι είναι αυτές οι πυρίτιδες; Είναι πυρίτιδες που χημικά είναι διβασικές, αλλά κατασκευαστικά είναι μονοβασικές. Με απλά λόγια είναι πυρίτιδες που περιέχουν στη μάζα τους νιτρογλυκερίνη, αλλά σε τόσο μικρή ποσότητα (8 ως 11%) που δεν επαρκεί για να λειτουργήσει ως σταθερός διαλύτης και να ζελατινοποιήσει την πυρίτιδα. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο οι πυρίτιδες αυτές, παρότι περιέχουν νικτρογλυκερίνη, ζελατινοποιούνται διαλυόμενες σε μίγμα αιθέρα και αλκοόλης, όπως οι μονοβασικές πυρίτιδες.
Χημικά πρόσθετα
Ανάλογα με το πόσο γρήγορα καίγονται οι κόκκοι μιας πυρίτιδας προσδιορίζουμε και το βάρος γομώσεων για το οποίο αυτή προορίζεται. Οι πολύ ελαφριές γομώσεις θέλουν ταχύκαυστες πυρίτιδες. Αντίθετα οι πολύ βαριές γομώσεις συνδυάζονται με πυρίτιδες πολύ προοδευτικής καύσης. Η ταχύτητα καύσης μιας πυρίτιδας δεν εξαρτάται όπως πολλοί νομίζουν από τον τύπο της (μονοβασική ή διβασική). Χημικά πρόσθετα συμμετέχουν στην παρασκευή και την τελική σύνθεσή της, κάνοντας την καύση της απόλυτα ελεγχόμενη. Άλατα και σάκχαρα που επηρεάζουν τα κενά στη μάζα κάθε κόκκου πυρίτιδας, κάνοντάς τον πιο πορώδη ή πιο συμπαγή, χρησιμοποιούνται αρχικά. Αργότερα προστίθενται ψυκτικές και πλαστικοποιητικές ουσίες, γραφίτης, ενώ σε κάποια προδιαγεγραμμένα επίπεδα είναι θεμιτή η ύπαρξη υγρασίας. Αυτή η τελευταία όμως (η υγρασία) είναι μεγαλύτερη στις μονοβασικές πυρίτιδες (περίπου 1%), από ότι στις διβασικές (0,1 ως 0,3%).