Του Ιωάννη Γκίκα, από τον Ξηρόκαμπο Λέρου
Η ιστορία αυτή είναι παλιά, τον καιρό που τα θηράματα ήταν άφθονα, οι άνθρωποι απλοί, η φιλία ειλικρινής και η ύπαιθρος καρποφόρα από πολλές απόψεις.
Ήταν μεσημέρι μιας κυνηγετικής μέρας του 1978 και καθισμένοι στο καφενείο του χωριού οι τρεις φίλοι σχεδίαζαν για το πού θα κυνηγήσουν το απόγευμα. Το κυνήγι εδώ στο νησί περιορίζεται στο αγριοκούνελο και την Τσούκαρ κυρίως. Το αγριοκούνελο κυνηγιέται ποικιλοτρόπως λόγω της μοφρολογίας του εδάφους, δηλαδή συνήθως κρύβεται σε λαγούμια και βράχους που εισχωρούν πολύ βαθιά στη γη και βγαίνει από αυτή το βράδυ και μπαίνει την αυγή.
Οι τρεις φίλοι, λοιπόν, ο Μανώλης (Τσουκαλάς), ο Μιχάλης (Ψαρός) και ο τρίτος που είναι και ο πατέρας μου Νικόλας προγραμμάτιζαν για το πού θα καθίσουν, σε ποια τρύπα. Όμως οι δύο πρώτοι, πριν μία βδομάδα σχεδόν, είχαν γδάρει ένα αγριοκούνελο που πέτυχαν και το τομάρι μαζί με το κεφάλι το γέμισαν με άχυρα και το έβαλαν στην κατάψυξη έτσι ώστε να πάρει το κανονικό σχήμα για να το βάλουν στην τρύπα που θα έπειθαν τον πατέρα να καθήσει καρτέρι, όπως κι έγινε.
Για να τον “ψήσουν” του λένε: “πήγαινε στην Καβουράδενα, στις πέτρες πάει ένα πολύ μεγάλο κουνέλι, το είδα με τη βάρκα”, του είπε ο Ψαρός.
“Παιδιά σίγουρα;”, ρωτούσε ο πατέρας μου.
“Σίγουρα ρε Νικόλα! Μα το Θεό”, του απαντούσε ο Ψαρός. Τελικά τον κατάφεραν.
“Εμείς θα πάμε πιο πέρα, αλλά να πας νωρίς γιατί βγαίνει νωρίς”, του έλεγαν.
Αφού πήγε να ετοιμαστεί ο πατέρας μου, οι άλλοι δύο τρέχουν και τοποθετούν το κουνέλι έξω από την τρύπα, με τα αφτιά τεντωμένα όπως και στην πραγματικότητα και με γέλια ανέβηκαν ψηλά και πιο πέρα ξάπλωσαν μέσα στα σπαρτά χωράφια και περίμεναν τον ταλαίπωρο κυνηγό για να ξεκαρδιστούν στα γέλια. Ξαφνικά, ακούγεται το μηχανάκι του πατέρα μου που ερχόταν για το μεγάλο κουνέλι. Αφού έφτασε, κατέβηκε και πήρε το δρόμο προς την τρύπα. Περπατούσε αθόρυβα μην τυχόν και είναι βγαλμένο έξω. Μόλις προβάλει από πάνω, το βλέπει… Σημαδεύει αργά-αργά και μπαμ! Γέμισε ο κόσμος άχυρα… Άφωνος και προσπαθώντας να καταλάβει τι έγινε, προχωράει κοντά και βλέπει προβιά!
“Ρε τους κερατάδες, τι μου κάνανε!”, και καθώς γυρνούσε μονολογούσε, “ρεζίλι θα γίνω”.
Οι άλλοι δύο, βλέποντας όλα αυτά, είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια και δεν μπορούσαν να πάνε κοντά του. Όταν πια τον πλησίασαν παραλυμένοι από τα γέλια, τους είπε: “Ρε παιδιά, μην πείτε τίποτα στο καφενείο και γίνω ρεζίλι”. “Εντάξει”, του είπαν, αλλά προτού να φτάσουν είχε μάθει το γεγονός όλο το χωριό και τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν.
Υστερόγραφο
Η ιστορία αυτή είναι αφιερωμένη στα φιλαράκια Θανάση, Μανώλη, Μάρκο, Γιάννη Ζαγάρη.
φωτογραφία ανοίγματος του JJ Harrison (https://www.jjharrison.com.au/) – Own work, CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=8283824