Μία ιστορία από την Κύπρο…
Η ΑΓΑΠΗ προς το κυνήγι έχει βαθειές ρίζες στην οικογένειά μου. Κυνηγοί ήταν ο πατέρας μου, ο θείος μου, ο εκ πατρός παππούς μου στις Πλάτρες Σάββας Μιχαηλίδης και ο εκ μητρός παππούς μου στα Μανδριά Στυλλής Κουμίδης.
Ο παππούς στις Πλάτρες ήταν εξαίρετος κυνηγός. Ο πατέρας μου έλεγε ότι του έριχναν νομίσματα και τα κτυπούσε με το όπλο του. Ο παππούς στα Μανδριά πήγαινε και στην επαρχία Πάφου μαζί με άλλους κυνηγούς και επέστρεφαν με τα γαϊδούρια φορτωμένα θηράματα. Μεταξύ των συγκυνηγών του παππού στις εξορμήσεις στην Πάφο ήταν ο σύγαμβρός του Νικολής Παπάλοϊζου από το Πέρα Πέδι, αλλά νυμφευμένος στα Μανδριά, ο Γιώρκος ο παλαιομούκταρος του χωριού και o Φώτης Νικολάου από το Πέρα Πέδι, συγγενής του Παπάλοϊζου, και παππούς του σημερινού Προέδρου της Κύπρου καθώς και του συμμαθητή μου στο Λανίτειο, ιατρού Φώτου Ιωαννίδη.
Ο Φώτης σε ηλικία 103 ετών έδωσε μια συνέντευξη στο περιοδικό «Κυνηγετικά Χρονικά» (Νοέμβριος 1988, σ. 28 – 31) για το κυνήγι τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Παραθέτω την αναφορά του στις κυνηγετικές εξορμήσεις στην Πάφο: «Κάποτε – κάποτε πήγαινα και στην Πάφο για κυνήγι με πέντε, έξι άλλους φίλους κυνηγούς. Επαίζαμεν από όλα. Επειδή όμως πάντα είχα σκύλο μαζί μου, εσκότωνα 8 – 10 λαγούς κάθε φορά. Από περτίτζια μεν ρωτήσεις. Με την τουζίνα τα κουβαλούσα».
Μεγαλώνοντας λοιπόν σε μια οικογένεια με τόσον ισχυρή κυνηγετική παράδοση αναπόφευκτα έγινα και εγώ κυνηγός. Η μόνη διαφορά σε σχέση με τους προγόνους μου ήταν ότι αυτοί ήταν κυνηγοί του λαγού και της πέρδικας, ενώ εγώ ήμουν σχεδόν αποκλειστικά κυνηγός της πάπιας στην Αλυκή του Ακρωτηρίου. Κατ’ ακρίβειαν στους βάλτους γύρω από την Αλυκή, διότι η κυρίως λίμνη ορθώς ήταν μόνιμα απαγορευμένη περιοχή ως καταφύγιο των πουλιών.
Το έναυσμα της ενασχόλησης με αυτό το κυνήγι μού το έδωσε ο συνάδελφος καθηγητής και κυνηγός Γιώργος Κωνσταντινίδης, που στα μέσα της δεκαετίας του 80 περιέγραφε παραστατικά το βραδυνό κυνήγι των σαρσελιών στην Καννερή βορείως της Αλυκής. Τότε δεν ήμουν ιερέας και το κυνήγι των υδροβίων ήταν καθημερινό.
Σταδιακά έμαθα όλα τα μυστικά του κυνηγίου στο βάλτο μέσω των παρατηρήσεών μου και της μελέτης ξένων βιβλίων για το κυνήγι της πάπιας: Αναγνώριζα από μακρυά τα θηρεύσιμα είδη της πάπιας (πρασινοκέφαλες, ψαλιδονούρες, σφυρικτάρια, κουταλομύτες, σαρσέλια κοινά, σαρσέλια καλοκαιρινά κ.τ.λ.), ανακάλυψα το κυνήγι κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν ο δυνατός άνεμος ανάγκαζε τα πουλιά να εγκαταλείπουν την τρικυμισμένη Αλυκή και να καταφεύγουν στους βάλτους, έμαθα να πυροβολώ καθιστός ή γονατιστός, ώστε να κρύβομαι στις χαμηλές αλμυριδκιές, και το κυριότερο χρησιμοποιούσα πλαστικά ομοιώματα πάπιας.
Ως προς τα ομοιώματα ήθελα να αναφέρω ότι η Ελλάδα και η Κύπρος είναι ίσως οι μόνες χώρες παγκοσμίως, που απαγορεύουν τη χρήση ομοιωμάτων και απλής μη ηλεκτρονικής σφυρίκτρας στο κυνήγι. Πρόκειται για μια παράλογη απαγόρευση, που ωθεί τους κυνηγούς της πάπιας και της φάσσας να επιχειρούν μακρινές βολές με αποτέλεσμα να τραυματίζουν πολλά πουλιά. Ως επιβεβαίωση του ρόλου των ομοιωμάτων στο κυνήγι των υδροβίων θα αναφέρω μια εμπειρία μου από τη Ρωσία. Το περασμένο καλοκαίρι πήγα σε μια κυνηγετική βάση στην επαρχία του Ορέλ νοτίως της Μόσχας. Εκεί κυνηγούσε ήδη ο ενορίτης μου Πέτρος, άριστος κυνηγός.
Είχε φέρει από την Κύπρο και τα δύο υπέροχα γερμανικά κοντότριχά του, το μεγαλύτερο ρωσικής εκτροφής και το νεότερο σερβικής. Ειδικά ο έμπειρος «ρώσος» σκύλος εργάζεται πολύ καλά στο νερό. Μια φορά κατά την έναρξη του κυνηγίου της πάπιας στη Δυτική Σιβηρία ο σκύλος έφερε στον Πέτρο εξήντα πάπιες, ενώ ο ίδιος κτύπησε μόνο είκοσι πέντε. Οι ασυνήθιστες ικανότητες του σκύλου αυτού είναι η δίωξη της τραυματισμένης πάπιας και κάτω από το νερό και η τοποθέτηση και η περισυλλογή των ομοιωμάτων. Ένα απόγευμα λοιπόν ο Πέτρος και ο οδηγός μας με άφησαν σε μια μικρή λίμνη και πήγαν να κυνηγήσουν ορτύκια.
Για να παρηγορήσω τους κυπρίους κυνηγούς που παραπονούνται για έλλειψη θηραμάτων, αναφέρω ότι ο Πέτρος κτύπησε το φετινό φθινόπωρο στην Κύπρο περί τα ογδόντα παχουλά ορτύκια, ενώ το καλοκαίρι στη Ρωσία πολύ λιγότερα νεαρά και αδύνατα. Τοποθέτησα τα ομοιώματά μου στο νερό και περίμενα με το όπλο που μου έδωσαν στη Βάση. Ήταν το θρυλικό ρωσικό πλαγιόκαννο Ιζιέβσκ 43 (Μπαϊκάλ), με ακατέργαστο κοντάκι, αλλά πολύ στιβαρό και αξιόπιστο. Τοποθέτησα τα ομοιώματα σε μικρή απόσταση από μένα και παρατηρούσα τους πολυάριθμους μελισσοφάγους που πετούσαν ψηλά. Καμμιά πάπια εντός βολής. Δοκίμασα χωρίς αποτέλεσμα και την αμερικανική σφυρίκτρα μου.
Έκανα το μακρυνό κάλεσμα της πρασινοκέφαλης με μια σειρά κουάκ – κακ καταλήγοντας σε μερικά γρήγορα τικ – τικ – τικ, που είναι η φωνή της πάπιας όταν τρέφεται. Ξαφνικά βλέπω μια πρασινοκέφαλη να περνά πολύ χαμηλά πάνω από τα ομοιώματα. Υποθέτω ότι σκέφθηκε: «Τι κάνουν όλες αυτές οι πάπιες εδώ; Ας ρίξω μια ματιά». Curiosity killed the cat, λέγουν οι άγγλοι. Αρπάζω το όπλο μου από τη γη, το απασφαλίζω και πυροβολώ ενστικτωδώς, όταν ήδη η πάπια ήταν μακρυά. Έπεσε τραυματισμένη στο νερό και εξαφανίσθηκε στην πυκνή βλάστηση. Πάντως τα ομοιώματα δούλεψαν καλά, απλώς εγώ ήμουν ανέτοιμος.
Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει ήλθε και ο Πέτρος με τους σκύλους και στάθηκε κοντά μου. Πέρασε μόνο ένα κοπάδι πρασινοκέφαλες χαμηλά από πάνω μας (ίσως είδαν στο ημίφως τα ομοιώματα). Τις περιμέναμε να έλθουν στα είκοσι μέτρα. Έριξα πρώτος ένα πυροβολισμό γονατιστός και ο Πέτρος, που ήταν όρθιος, δύο, αριστερά και δεξιά. Έπεσαν δύο πάπιες μπροστά μας στην όχθη και μια στη λίμνη. Τις εντόπισαν εύκολα τα σκυλιά. Σήμερα κυνηγήσαμε όπως τους αμερικανούς, μου λέγει ο Πέτρος.
Στην Κύπρο βλέπει μέσω ρωσικού δορυφόρου το αμερικανικό κανάλι Outdoor channel που κάποτε δείχνει και κυνήγι πάπιας και χήνας. Τρεις – τέσσερις κυνηγοί καλά κρυμμένοι σε ειδικές καταπακτές περιμένουν το κοπάδι να έλθει κοντά στα ομοιώματα. Ο αρχηγός δίνει το σύνθημα και ακολουθεί ένας καταιγισμός πυρός από τις «καραμπίνες» με τέσσερα, πέντε νεκρά πουλιά. Σε ένα τέτοιο κυνήγι δεν γίνονται μακρινές βολές και δεν είναι αναγκαία χονδρά σκάγια. Το μεγάλο μυστικό στο κυνήγι των υδροβίων είναι η βολή αρκετά μπροστά από το πουλί, ώστε κάποια σκάγια να το κτυπήσουν στην κεφαλή και το λαιμό. Τέτοιες και καλύτερες αναμνήσεις έχω από το κυνήγι της πάπιας στην Αλυκή Ακρωτηρίου.
Ένα μέρος της γοητείας του κυνηγίου των υδροβίων οφείλεται στο ότι συνήθως γίνεται σε μέρη απαράμιλλης ομορφιάς, ανέπαφα από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Θυμάμαι τον εντυπωσιασμό του αειμνήστου Σάββα Σάββα, προϊσταμένου της Υπηρεσίας Θήρας, όταν για πρώτη φορά πήγε μαζί μου ένα βράδυ στην Καννερή. Πολλά είναι αυτά που συνθέτουν την εσπερινή μαγεία αυτού του ονομαστού βαλτότοπου: Η οργιώδης βλάστηση από μέρικους και αλμυριδκιές, οι συναυλίες των βατράχων, το αθόρυβο πέταγμα των νυκτερίδων, οι παφλασμοί των καραπατάων και των αρκοπουλλαούων, οι παράξενοι ήχοι των άλλων πλασμάτων του βάλτου, η εμφάνιση των πρώτων άστρων… Όλα εδώ «διηγούνται δόξαν Θεού».
Η εκτίμησή μου είναι ότι η Αλυκή Ακρωτηρίου μπορεί να συγκριθεί ευνοϊκά ως προς τις πάπιες – κατ’αναλογίαν βεβαίως – με τον μεγαλύτερο υγρότοπο της Ευρώπης, το Δέλτα του Βόλγα. Ιδού οι αριθμοί: Η Αλυκή με έκταση περί τα 20 τετραγωνικά χιλιόμετρα φιλοξενεί τον χειμώνα 4 – 5 χιλιάδες πάπιες, ενώ το Δέλτα του Βόλγα εκτάσεως 8000 τετραγωνικών χιλιομέτρων συγκεντρώνει κατά το φθινόπωρο περι τα 2 εκατομμύρια βόρειες πάπιες και 500 χιλιάδες τοπικές.
Από την άλλη τα υδρόβια της Αλυκής μας δεν αντιμετώπιζαν μεγάλη κυνηγετική πίεση, καθώς οι κυνηγοί των υδροβίων ήταν σχετικά λίγοι και το κυνήγι επιτρεπόταν μόνο στους παρακειμένους βάλτους. Αλλού είναι το πρόβλημα για τους κυνηγούς. Οι βρεττανοί με πρόφαση μια προ ετών τρομοκρατική επίθεση κατά της Βάσης Ακρωτηρίου απαγόρευσαν το κυνήγι σε όλους τους βάλτους περιφερειακά της Αλυκής.
Έτσι η Κύπρος έχει μια θλιβερή παγκόσμια πρωτοτυπία. Επιτρέπει θεωρητικά το κυνήγι των υδροβίων, ενώ απαγορεύει την άσκησή του όχι μόνο σέ όλες τις φυσικές και τεχνητές λίμνες, αλλά και σε όλα σχεδόν τα γειτνιάζοντα προς τις λίμνες έλη. Οι αρχές της Βάσης, εν τη «μεγαλοψυχία» τους, επέτρεψαν το κυνήγι των υδροβίων σε μια μικρή περιοχή βόρεια και δυτικά του Λειβαδιού, που περιλαμβάνει δύο – τρεις λιμνούλες στην τοποθεσία Σαλίπες. Εκεί σε αυτό το περιορισμένο χώρο συγκεντρώνονται δεκάδες κυνηγοί.
Αυτοί οι νεότεροι κυνηγοί της πάπιας δεν γνωρίζουν το κυνήγι στους βάλτους της Αλυκής, αφού οι παλαιοί έμπειροι κυνηγοί των υδροβίων αποστρατεύονται ή πεθαίνουν χωρίς να έχουν την ευκαιρία να μεταδώσουν στους νεότερους τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους. Η διεθνής εμπειρία λέγει ότι όταν απαγορεύεται για πολύ καιρό ένα θηρεύσιμο είδος, χάνεται εντός μιας γενεάς και το κυνηγετικό ενδιαφέρον γι’ αυτό.
Έρχομαι τώρα στην προστασία των υγροτόπων μας και στη συμβολή που μπορούν να έχουν οι κυνηγοί στο θέμα αυτό. Πριν πολλά χρόνια το περιοδικό «Κυνηγετικά Χρονικά» (Νοέμβριος 1985, σ.13, 15, 17, 59) δημοσίευσε ένα άρθρο μου για το κυνήγι των υδροβίων υπό τον τίτλο «Να προστατεύσουμε τους υγροτόπους μας». Σε αυτό το κείμενο (σ. 17, 59) εισηγήθηκα στο Κράτος την υπογραφή της Σύμβασης της Ραμσάρ (Σύμβαση για τους υγροτόπους με διεθνή σημασία ειδικα ως βιοτόπους υδροβίων) και τη δήλωση σε αυτή των δύο Αλυκών μας. Ας σημειωθεί ότι η Σύμβαση δεν προνοεί απογόρευση του ελεγχομένου κυνηγίου στους υγροτόπους που προστατεύει.
Πράγματι μετά από αρκετά χρόνια η Κύπρος δήλωσε στη Σύμβαση την Αλυκή Λάρνακας και μετά το ίδιο έκανε και η Βρεττανία για την Αλυκή Ακρωτηρίου. Δυστυχώς η Κύπρος δεν σεβάσθηκε την υπογραφή της και εγκατέστησε στην ευρύτερη περιοχή της Αλυκής Λάρνακας το νέο Αεροδρόμιο. Εξ όσων γνωρίζω η μόνη βουλευτής που ψήφισε εναντίον ήταν η Ελένη Θεοχάρους. Όσον για τους βρεττανούς ύψωσαν στα δυτικά της Αλυκής Ακρωτηρίου το τείχος των νέων κεραίων – δεν γνωρίζω αν αυτό έγινε πριν ή μετά την υπογραφή της Σύμβασης.
Επεμβάσεις έκανε και η Αρχή Λιμένων στα ανατολικά καταστρέφοντας τη Στρογγυλή και εν μέρει και τη Μακριά λίμνη. Μετά από αυτά έπαψα να πιστεύω ότι τα σύχρονα κράτη θα δώσουν προτεραιότητα στην προστασία των βιοτόπων, όταν εμπλέκονται μεγάλα οικονομικά και άλλα συμφέροντά τους. Η μόνη ελπίδα μου για την προστασία και βελτίωση των υγροτόπων μας, και ιδίως των βάλτων της Αλυκής Ακρωτηρίου, είναι η επαναφορά ενός αυστηρά ελεγχομένου κυνηγίου των υδροβίων.
Αυτό θα έχει ως συνέπεια να επιδείξουν ενδιαφέρον οι κυνηγοί για βελτιωτικά έργα στους βάλτους, που θα βοηθήσουν την ήδη υπάρχουσα αναπαραγωγή της πρασινοκέφαλης. Ακόμη μπορεί να γίνει αποκατάσταση ορισμένων υγροτόπων, όπως η τεχνητή λίμνη στο Φασούρι, με την παραχώρηση μικρής σχετικά ποσότητας νερού από τα φράγματα. Ο εκ των συνιδιοκτητών του αγροκτήματος Νίκος Μαυρόπουλος, παλαιός ενθουσιώδης κυνηγός της πάπιας, μου είπε ότι η λίμνη συγκοινωνεί υπογείως με το Λειβάδι.
Τόσον το καλύτερο για τις πρασινοκέφαλες που φωλιάζουν εκεί. Για περισσότερη πληροφόρηση στην αποκατάσταση και βελτίωση των υγροτόπων παραπέμπω στην ιστοσελίδα της περίφημης αμερικανικής οργάνωσης κυνηγών υδροβίων Ducks Unlimited: www.ducks.org Όταν μιλώ για αυστηρά ελεγχόμενο κυνήγι των υδροβίων, εννοώ κυρίως τον περιορισμό του κυνηγίου στους περί την Αλυκή βάλτους και την καθιέρωση ειδικής αδείας κυνηγίου υδροβίων. Την άδεια αυτή θα εξασφαλίζουν οι κυνηγοί μέλη μιας ειδικής οργάνωσης κυνηγών υδροβίων κατόπιν μαθημάτων στην αναγνώριση των ειδών και στο ασφαλές κυνήγι στο βάλτο.
Κανένας «αλεξιπτωτιστής» κυνηγός δεν πρέπει να γίνει κυνηγός του βάλτου με τα τόσα προστατευόμενα είδη. Θυμάμαι μια φορά που ένας κυνηγός πυροβόλησε ένα κύκνο νομίζοντας ότι ήταν πάπια. Εάν προχωρήσουμε ορθά και μεθοδικά, δεν είναι εύκολο οι αρχές της Βάσης να αρνηθούν την επάνοδο των κυνηγών στους βάλτους, ούτε θα υπάρξουν αντιδράσεις από σοβαρούς πτηνολόγους.
Στο προαναφερθέν άρθρο μου (σ. 59) έγραφα τα εξής το 1985: «Εισηγούμαι στην ΚΟΚ και στην Υπηρεσία Θήρας να καλέσουν έναν ειδικό από τη Ducks Unlimited, την αμερικανική οργάνωση κυνηγών υδροβίων, με σκοπό τη διαμόρφωση των βάλτων της Αλυκής Λεμεσού για τη μεγαλύτερη δυνατή αναπαραγωγή της πρασινοκέφαλης πάπιας. Η Ducks Unlimited είναι διεθνώς γνωστή για τη συμβολή της στην αποκατάσταση και συντήρηση των υγροτόπων αναπαραγωγής στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά».
* Ο πάτερ Σάββας Μιχαηλίδη είναι ιερέας της Ρωσικής Εκκλησίας Λεμεσού.
Πάτερ Σάββας Μιχαηλίδης
πηγη : http://www.philenews.com/