Του Χρήστου Χατζιώτη
Η ιστορία των όπλων είναι συνυφασμένη με την ιστορία του ίδιου του ανθρώπου. Από την πρώτη μυτερή πέτρα μέχρι τα πιο σύγχρονα όπλα, αντικατοπτρίζεται πάνω στην εξέλιξη των όπλων η εξέλιξη του ίδιου του ανθρώπινου είδους. Στα όπλα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η επιβίωση και η εξάπλωση του ανθρώπου πάνω στον πλανήτη. Στα ίδια οφείλονται οι πρωτόγονες και σύγχρονες “κανιβαλιστικές τάσεις” που συχνά παίρνουν τη μορφή της αυτοκαταστροφής. Διαιώνιση του είδους και αυτοκαταστροφή του είναι οι δύο πλευρές μιας διαλεκτικής σχέσης που περιγράφεται με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο στη μελέτη της ιστορίας των όπλων και της εξέλιξής τους.
Το άρθρο αυτό, όμως, δεν έχει ως στόχο να ασχοληθεί με την ιστορία των όπλων από την πρώτη μυτερή πέτρα που ανακάλυψε ο πρωτάνθρωπος μέχρι τα σημερινά όπλα. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα απαιτούσε τόμους ολόκληρους για να περιγραφεί. Το σημερινό άρθρο αποτελεί μια απόπειρα να προσεγγίσουμε το ρόλο του κυνηγετικού μας όπλου ως προσωπικού αντικειμένου. Και βέβαια, μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να στερείται ιστορικών αναφορών.
Μια αυθαίρετη ταξινόμηση των όπλων, όχι τόσο σε επίπεδο τεχνικών προδιαγραφών και δυνατοτήτων, όσο σε επίπεδο αντιμετώπισης από τον άνθρωπο, θα μπορούσε να γίνει σε τρία στάδια.
Το πρώτο στάδιο είναι εκείνο που δεν επηρέασε καθόλου την “ισότητα” των ανθρώπων-κατόχων όπλου. Μια λαξευμένη πέτρα, για παράδειγμα, ή ένα αντικείμενο άμεσα κοινωνικοποιήσιμο (που με την ανακάλυψή του ή τον απλό εντοπισμό του μπορούσε να το αποκτήσει ο καθένας) δεν αποτελούσε στοιχείο ενίσχυσης ενός πρωτανθρώπου έναντι των υπολοίπων της κοινωνίας του. Αποτελούσε μόνο μέσο άμυνας και μέσο αποκομιδής τροφής (κυνηγετικό όπλο).
Το δεύτερο στάδιο είναι εκείνο που διάφοροι λαοί και κοινωνίες κατάφεραν να αποκτήσουν την τεχνογνωσία παραγωγής όπλων ή πρωτόγονων συστημάτων που τους βοηθούσαν να ικανοποιήσουν τις επεκτατικές τάσεις τους ή να θωρακίσουν την άμυνα της κοινωνίας τους. Τέτοιο παράδειγμα συστήματος αποτελεί η ανακάλυψη και χρήση του υγρού πυρός.
Τέλος, το τρίτο στάδιο των όπλων είναι εκείνο που, κατά τη γνώμη μου, ξεκινά με την ανακάλυψη του περιστρόφου μονής δράσης από τον συνταγματάρχη Colt. Αυτό είναι το όπλο που απέκτησε ξαφνικά κοινωνική διάσταση μεταξύ των μελών της κοινωνίας, ισχυροποιώντας πλέον μονάδες (άτομα) και όχι κοινωνίες ή φυλές. Μέχρι τότε, η συμπλοκή ανάμεσα σε δύο ανθρώπους είχε συνήθως προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. Αυτός που φαινομενικά και ουσιαστικά ήταν πιο εύσωμος και πιο γυμνασμένος, ήταν δεδομένο ότι είχε περισσότερες πιθανότητες με το μέρος του. Αντίθετα, η ανακάλυψη του περιστρόφου δημιούργησε νέα δεδομένα. Και πάλι οι πιθανότητες ήταν με αυτόν που ήταν πιο εξοικειωμένος με τη χρήση του όπλου. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν κάτι που μπορούσε να το διαπιστώσει κανείς οπτικά, παρά μόνο αν είχε συναντήσει τους εμπλεκόμενους σε προηγούμενη αναμέτρηση. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι το πρώτο μοντέλο της Colt ονομάστηκε “Εξισωτής”.
Είναι το όπλο αντρικό αντικείμενο;
Πολλά έχουν λεχθεί και γραφτεί κατά καιρούς γύρω από τη διάσταση εκείνη που αποκτά ένα όπλο στην ψυχολογία του κατόχου του. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ψυχοσύνθεσή μας επηρεάζεται σημαντικά από κάθε στοιχείο που της εξασφαλίζει την επιρροή στον κοινωνικό περίγυρο. Ωστόσο, οι πολέμιοι των όπλων αλλά και πολλοί μιλιταριστές, έχουν προσδώσει στο όπλο ιδιόρρυθμα χαρακτηριστικά και στοιχεία που, κατά τη γνώμη μου, δεν του ανήκουν. Για τους πολέμιους της οπλοκατοχής, το όπλο δεν αποτελεί παρά ένα επικίνδυνο αντικείμενο, ένα μέσο ενίσχυσης αντικοινωνικών συμπεριφορών και σε ψυχαναλυτικό επίπεδο, την προέκταση του αντρικού γεννητικού οργάνου (του ανδρισμού) του καθενός. Προκειμένου να υποστηριχθεί αυτή η φαιδρή άποψη και να γίνει επιστημονικοφανής, επιστρατεύεται όλη η ψυχαναλυτική και επιστημονική ημιμάθεια, σκόπιμα ή ακούσια, με επικλήσεις ακόμα και στον πατέρα της ψυχανάλυσης, τον Φρόιντ. Ο Φρόιντ διατείνεται ότι το όπλο αποτελεί επέκταση του πέους (!), κραυγάζουν οι πολέμιοι της οπλοκατοχής και οι ακραίοι μιλιταριστές απαντούν, ενισχύοντας άθελά τους αυτές τις απόψεις: “Και τι έγινε; Μαγκιά μας!”. Στην πράξη αρκεί μια προσεκτική ανάγνωση του Φρόιντ, μια συγκροτημένη προσέγγιση στη θεωρία του και στα κείμενά του, για να καταλάβει κανείς ότι οι απόψεις αυτές δεν αποτελούν παρά την πιο τραβηγμένη, την πιο ακραία παραμόρφωση των γραφόμενων του μεγάλου ψυχολόγου και, πάνω απ’ όλα, την ασέλγεια πάνω στην ίδια του τη θεωρία. Ο Φρόιντ, λοιπόν, γενικόλογα και συμβολικά, αναφέρει ότι στα όνειρα, και μάλιστα κυρίως στα όνειρα των γυναικών, κάθε επίμηκες αντικείμενο αποτελεί φαλλικό αντικείμενο. Θα έλεγε κανείς ότι ο γέρο-Φρόιντ είχε την έμπνευση να προφυλάξει τα γραπτά του από επίδοξους διαστρεβλωτές και αυτός ήταν μάλλον ο λόγος που τα επιμήκη αντικείμενα τα περιγράφει και εν είδει παραδείγματος.
Αναφέρει, λοιπόν, ότι ως επίμηκες αντικείμενο θεωρείται μια ομπρέλα, ένα μαχαίρι, ένα όπλο, ένα μπαστούνι κ.λπ. Άρα το όπλο, σε μια επίσης ακραία ερμηνεία, από την άλλη μεριά, θα μπορούσα να πω ότι αποτελεί φαλλικό σύμβολο όσο αποτελεί και το μπαστούνι του υπερήλικα, που επιμένει στο δικαίωμά του να μετακινείται με μεγαλύτερη άνεση στο δρόμο. Όσο είναι και η ομπρέλα μιας κυρίας που την κρατά μια βροχερή ημέρα στο δρόμο. Ποιος υγιής νους θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη θηλυκότητα μιας γυναίκας επειδή κρατάει ομπρέλα; Ωστόσο, δεν θα ήθελα άλλο να ασχοληθώ με τις φαιδρές αυτές αιτιάσεις γύρω από τη συμβολική σημασία των όπλων που, ούτως ή άλλως, ανήκουν σε ανθρώπους που ποτέ δεν αγάπησαν τα όπλα και δεν τα κατάλαβαν. Υπάρχουν πολύ σημαντικότερες πλευρές στη διάσταση του όπλου ως προσωπικού αντικειμένου, με τις οποίες θα ήθελα να ασχοληθώ σ’ αυτό το άρθρο.
Είναι τα όπλα φορείς βίας;
Κάθε όπλο προσδίδει στον κάτοχό του σημαντικές ικανότητες, τις οποίες το σώμα από μόνο του δεν θα μπορούσε να διαθέτει. Αν απομονώσουμε την ισχύ που προσδίδει το όπλο για επιθετικούς σκοπούς, μπορούμε εύκολα -όπως συνηθίζουν οι πολέμιοι της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ- να κατατάξουμε τα όπλα σε μια ομάδα “επιθετικών αντικειμένων” και να τα καταδικάσουμε εσαεί στο πυρ το εξώτερον. Στη βάση μιας τέτοιας θεώρησης, το μοναδικό πρόβλημα για την κοινωνία θα ήταν πλέον να βρει τον τρόπο, ώστε η εξάλειψη των όπλων να γίνει ταυτόχρονα απ’ όλες τις κοινωνίες, για να μην αποτελέσει η σταδιακή καταστροφή τους την αιτία ισχυροποίησης κάποιων λαών έναντι κάποιων άλλων.
Για κάποιες εξεζητημένες κατηγορίες σύγχρονων οπλικών συστημάτων, αυτό θα αποτελούσε μια μορφή κοινωνικής αυτοάμυνας και είμαι ο τελευταίος που θα ήμουν αντίθετος. Ωστόσο, η γενίκευση σε τέτοιου είδους αντιλήψεις και θέσεις αποτελεί μεγάλο σφάλμα, γιατί βασίζεται σε μια τελείως αντιεπιστημονική ανάλυση. Από τα αρχαιότερα κείμενα μέχρι τις σύγχρονες αναζητήσεις των φιλοσόφων, αναφέρεται ως κύριο συστατικό στοιχείο η “ενότητα των αντιθέτων”. Από το “Ευαγγέλιο του Ταοϊσμού”, το περίφημο “βιβλίο του Κίτρινου Αυτοκράτορα”, που η παράδοση λέει ότι συντάχθηκε το 2600 π.Χ. και μεταβιβαζόμενο από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, έφτασε να γίνει γραπτό κείμενο και να σωθεί μέχρι τις μέρες μας, μέχρι μια απλοϊκή ερμηνεία της διαλεκτικής του Μαρξ, ανακαλύπτει κανείς το στοιχείο του καλού που εμπεριέχεται πάντα μέσα στο κακό και το αντίστροφο, το στοιχείο της ενότητας των αντιθέτων.
Ένα αντικείμενο, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να αποτελεί μόνο μέσο θετικών ενεργειών ή μόνο μέσο αρνητικών ενεργειών, για να μην αναλύσουμε εδώ την υποκειμενικότητα του καλού και του κακού που θα επιβεβαίωνε περισσότερο την άποψη αυτή, αλλά θα προκαλούσε σύγχυση στον αναγνώστη. Επομένως, το όπλο δεν έχει από μόνο του κάποιο χαρακτήρα αμυντικό ή επιθετικό. Το όπλο αποκτά χαρακτήρα μέσα από τη χρήση του όπως και τα περισσότερα αντικείμενα. Αν το εξειδικεύσουμε αυτό στο κυνηγετικό όπλο, μπορούμε να πούμε ότι μια τέτοια ανάλυση (του όπλου ως επιθετικού αντικειμένου) δεν είναι παρά η κερκόπορτα του αντικυνηγετισμού, αφού το κυνηγετικό όπλο έχει συγκεκριμένη προδιαγραφή χρήσης και η κατοχή του συγκεκριμένο σκοπό. Το όπλο αποτελεί το κλασικότερο ίσως παράδειγμα της “ενότητας των αντιθέτων”. Αποκτά μια ακραία “διαλεκτική διάσταση” αν αναλογιστεί κανείς τις δυνατότητές του, ως επιθετικού και αμυντικού αντικειμένου. Από μόνο του, όμως, δεν αποτελεί ούτε τον έναν ούτε τον άλλον χαρακτήρα. Είναι ένα αντικείμενο που θα αποκτήσει το χαρακτήρα που θα του προσδώσει ο κάτοχος και χρήστης του. Αυτά για την απενοχοποίηση των όπλων.
Το όπλο ως καθρέπτης των κοινωνιών
Τα ακραία πανίσχυρα οπλικά συστήματα δεν αντικατοπτρίζουν παρά την ακραία και αδίστακτη διάθεση κάποιων λαών να επεκταθούν σε βάρος των υπολοίπων λαών της ανθρωπότητας. Κάποιες φορές πάλι, αντικατοπτρίζουν τη δικαιολογημένη ή την αναίτια διόγκωση της ανασφάλειας κάποιων λαών για τη διαιώνιση της ύπαρξής τους.
Αυτά, λίγο πολύ, αποκτούν έναν ενιαίο χαρακτήρα, μια θλιβερή εικόνα και τάση “παγκοσμιοποίησης”, συχνά με ασαφή όρια ανάμεσα στην άμυνα και την επίθεση. Όλοι οι λαοί επιθυμούν την κατοχή ισχυρών οπλικών συστημάτων και, ανάλογα με τη θέση τους και την ιστορία τους, οραματίζονται μια ισχυρή αμυντική ικανότητα ή την ικανότητα επέκτασης και επιβολής στο όνομα διαφόρων “μεγαλοϊδεατισμών”. Τι γίνεται όμως με τα κυνηγετικά όπλα;
Στο κυνηγετικό όπλο τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Το κυνηγετικό όπλο αποτελεί τον καθρέφτη της υγιούς αντίληψης των περισσότερων κοινωνιών γύρω από το κυνήγι. Αποτελεί την απόδειξη ότι το κυνήγι είναι υγιές αταβιστικό κατάλοιπο, ένστικτο βαθιά ριζωμένο στη συνείδηση των λαών και συνδετικός κρίκος με τις ρίζες μας.
Από το 1903 ή από το 1905 που τελειοποιήθηκε το σύγχρονο αυτογεμές λειόκαννο όπλο, δεν έχει υπάρξει καμία ουσιαστική πρόοδος στην τεχνολογία των κυνηγετικών όπλων. Αναφέρομαι βέβαια σε σημαντικές αλλαγές που θα μετέβαλαν ουσιαστικά τις δυνατότητες του κυνηγού στην απόκτηση των θηραμάτων. Αλλά και πολύ νωρίτερα, τα δίκαννα που κατασκευάζονταν από το 1880 (την περίοδο αυτή πήρε το δίκαννο την τελική του μορφή που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα), δεν νομίζω ότι υστερούσαν σημαντικά έναντι των σημερινών, τουλάχιστον όσον αφορά στην αποτελεσματικότητά τους. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τα πολεμικά όπλα (αναφέρομαι στα όπλα που προορίζονται για πολεμική χρήση και όχι σε κάθε είδος ραβδωτού όπλου), τα κυνηγετικά όπλα διατήρησαν μια μοναδική αρμονία. Η ιστορία τους αποδεικνύει εδώ και πολλούς αιώνες ότι αυτό που εξασφάλιζαν στον κυνηγό-κάτοχό τους δεν ήταν παρά η ικανότητα στις εκάστοτε οικοκοινωνικές συνθήκες να μπορεί να βοηθηθεί στην αποκομιδή τροφής από το περιβάλλον. Θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι ένα σύγχρονο δίκαννο ή αυτογεμές λειόκαννο μπορεί σήμερα να προσφέρει στον κάτοχό του περισσότερα θηράματα απ’ ότι πρωτόγονα όπλα σε πρωτόγονες κοινωνίες.
Η μείωση των θηραμάτων από αιτίες άσχετες φυσικά με το κυνήγι, προκάλεσε την εξέλιξη των όπλων και η εξέλιξη αυτή ήταν τόσο προσεκτική που σε καμία περίπτωση δεν παραβίασε τα όρια του κυνηγίου. Τα όρια αυτά δεν είναι παρά η ποσότητα του θηράματος που είναι ικανή να θρέψει για μια μέρα έναν κυνηγό και την οικογένειά του μετά από μία ημερήσια κυνηγετική έξοδο. Οι κυνηγοί, λοιπόν, αδιαφόρησαν για την εξέλιξη άλλων κατηγοριών όπλων που, χρόνο με το χρόνο, επιδέχεται κοσμογονικές μεταβολές στο όνομα μιας αμφισβητούμενης “προόδου” και παρέμειναν παραδοσιακοί και συνδεδεμένοι με τις ρίζες τους μέσα από την επιλογή ενός κατ’ εξοχήν προσωπικού αντικειμένου: του όπλου τους.
Το κυνηγετικό όπλο αποτελεί τον καθρέφτη της κουλτούρας και του πολιτισμού κάθε λαού. Το διαπιστώνει κανείς παρατηρώντας την τεχνοτροπία και την αισθητική των όπλων κάθε χώρας. Το βαθύ, βαρύ σκάλισμα των αυστριακών και γερμανικών όπλων, πολύ δύσκολα θα γινόταν αποδεκτό από έναν φλεγματικό Άγγλο οπλόφιλο και κυνηγό.
Η λεπτεπίλεπτη, φίνα και ντελικάτη γραμμή ενός βελγικού πλαγιόκαννου ελάχιστα θα συγκινούσε έναν Αμερικανό. Τέλος, τα σκαλιστά κοντάκια των πακιστανικών όπλων, με τα αμέτρητα εμφυτεύματα από φίλντισι, θα αποτελούσαν για τους Ευρωπαίους το κλασικότερο δείγμα μιας κιτς, φλύαρης ανατολίτικης τεχνοτροπίας.
Τα όπλα, λοιπόν, αντικατοπτρίζουν ξεκάθαρα την κουλτούρα και τον πολιτισμό ενός λαού. Το περίεργο είναι ότι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στα όπλα που κατασκευάζουν οι βιομηχανίες μιας χώρας για την εγχώρια αγορά τους. Παρατηρώντας κανείς τα όπλα ευρωπαϊκής προέλευσης που προορίζονται για την αμερικανική αγορά, μειδιά συχνά με τις εικαστικές παρεμβάσεις που ζήτησαν να γίνουν σε αυτά οι Αμερικανοί εισαγωγείς και αντιπρόσωποι. Συνήθως φαντάζεται τον κάτοχο αυτών των όπλων με πολυάριθμες χοντρές χρυσές καδένες στο λαιμό και με κάποια επιπλέον χαρακτηριστικά που ο καθένας γνωρίζει.
Το όπλο ως φωτογραφία του κατόχου του
Το όπλο είναι ένα αντικείμενο που συνοδεύει τον κυνηγό σε κάθε φάση της κυνηγετικής δραστηριότητας, με εξαίρεση τις εκπαιδευτικές εξόδους των σκύλων του εκτός κυνηγετικής περιόδου. Η επιλογή του όπλου δεν γίνεται μόνο με οικονομικά κριτήρια. Κάθε στοιχείο ενός όπλου, φτηνού ή ακριβού, αποτελεί για τον μερακλή κυνηγό μια φωτογραφία ενός δικού του στοιχείου, του χαρακτήρα του ή της σωματικής του διάπλασης.
Μια ολόκληρη θεωρία έχει επιβιώσει από τον προπερασμένο αιώνα μέχρι σήμερα γύρω από τα χαρακτηριστικά του όπλου σε σχέση με τη σωματική διάπλαση του κυνηγού. Εγώ, όμως, δεν αναφέρομαι εδώ σ’ αυτή τη θεωρία. Αναφέρομαι στις καθαρά προσωπικές επιλογές του κάθε κυνηγού γύρω από το όπλο του. Αυτές οι επιλογές είναι που μετατρέπουν το κυνηγετικό όπλο σε “προσωπικό αντικείμενο”.
Τι είναι όμως ένα προσωπικό αντικείμενο;
Είναι οποιοδήποτε αντικείμενο που έχει επιλεγεί με βάση την αισθητική του κατόχου του, αποτελεί κατά κανόνα αντικείμενο χρήσης στις στιγμές της ψυχαγωγίας του ή τουλάχιστον χρησιμοποιείται και στις στιγμές αυτές και, πάνω απ’ όλα, αποκτά για τον κάτοχό του μια αξία συναισθηματική, συχνά ανεξάρτητη από την οικονομική του αξία ή την αξία χρήσης του. Πολλοί δυσκολεύονται να δεχθούν ότι η επιλογή των προσωπικών αντικειμένων είναι ανεξάρτητη από τις οικονομικές τους δυνατότητες. Ωστόσο, ένας αναπτήρας, μία ταμπακιέρα ή ένα μαχαίρι αποκτούν συχνά την ίδια συναισθηματική αξία για τον κάτοχό τους είτε ανήκουν στην ακριβότερη είτε στη φθηνότερη κατηγορία. Επιπλέον, το στοιχείο της αισθητικής είναι στον ίδιο βαθμό εμφανές στην επιλογή των φθηνών και των ακριβών αντικειμένων. Ο κυνηγός που θα επιλέξει ένα πανάκριβο χειροποίητο δίκαννο χωρίς σκαλίσματα (σε ακραίες εκδοχές έχει ζητηθεί να σκαλιστούν οι φωτιές χειροποίητων δίκαννων μόνο στο εσωτερικό μέρος τους που δεν φαίνεται) έχει κοινά χαρακτηριστικά με τον κυνηγό που θα επιλέξει ένα πολύ φθηνό στιβαρό ρώσικο όπλο από ένα δυτικοευρωπαϊκό όπλο ίδιας αξίας, με αμφίβολη μακροζωία, αλλά με πολλά μηχανοποίητα σκαλίσματα και προπάντων χρυσή σκανδάλη!
Ο κυνηγός που θα επενδύσει ένα μικρό ποσό προκειμένου να διαμορφώσει το κοντάκι του όπλου του στα δικά του μέτρα, αποκτά μια διαφορετική σχέση με το όπλο αυτό, αφού στην πραγματικότητα έχει επιδεχθεί κάποιες μετατροπές που το έκαναν να ταιριάζει απόλυτα στον ίδιο. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιοι κυνηγοί απέκτησαν ένα δεύτερο όπλο πολύ πιο κοντά στις δικές τους διαστάσεις και κατά τη γνώμη τους πιο αποτελεσματικό στο κυνήγι, αλλά συνέχισαν να κυνηγούν με το πρώτο τους όπλο.
Το κυνηγετικό όπλο είναι το αντικείμενο εκείνο με το οποίο μοιραζόμαστε τις ωραιότερες στιγμές των κυνηγετικών μας εξορμήσεων. Το αποκτήσαμε συνήθως σε κάποια στιγμή καταναλωτικού ενθουσιασμού ή μετά από υπομονετική μακρόχρονη συλλογή χρημάτων, συχνά στερούμενοι κάποια άλλη ψυχαγωγία, για να επιταχύνουμε την απόκτησή του. Οι περισσότεροι από εμάς αισθανόμαστε την ανάγκη να το δούμε ανοίγοντας τη θήκη του το βράδυ πριν την κυνηγετική εξόρμηση, έχουμε πιάσει τον εαυτό μας να το χαϊδεύει ασυναίσθητα μετά από μια επιτυχημένη δύσκολη βολή, έχουμε χαμογελάσει άθελά μας από καμάρι κοιτώντας το στον οπλοβαστό του σπιτιού μας. Λίγο η άγνοια και λίγο το δίχως όρια συναισθηματικό δέσιμο, έχει κάνει πολλούς παλιούς κυνηγούς να θέσουν σε κίνδυνο τη σωματική τους ακεραιότητα στην επιμονή τους να συνεχίζουν να κυνηγούν με ένα όπλο που οι φθορές του είναι πλέον μη ανατάξιμες, οι αντοχές του οριακές και η χρήση του επικίνδυνη, παρ’ όλο που διέθεταν την οικονομική άνεση να αποκτήσουν ένα καινούργιο όπλο. Έχω συναντήσει έναν γέρο πάνω από 75 χρόνων κάποτε να κυνηγά με ένα κοκοροντούφεκο που η πάπια του συγκρατούνταν στις κάννες με ένα κομμάτι σύρμα, και έκπληκτος άκουσα ότι την καραμπίνα την είχε στο σπίτι, γιατί το όπλο αυτό το αγαπάει πολύ και δεν μπορεί να το αποχωριστεί.
Το όπλο στις μέρες μας αποτελεί αντικείμενο ψυχαγωγίας. Η συντριπτική πλειονότητα των κυνηγών δεν κυνηγά από έλλειψη τροφής, αλλά από την ανάγκη τους να έρθουν σε επαφή με την αρχαιότερη ανθρώπινη δραστηριότητα και να ικανοποιήσουν ένα πανάρχαιο ένστικτο. Το κυνήγι αποτελεί για τον κυνηγό σημαντικό συστατικό στοιχείο της ψυχικής του ισορροπίας και η επίδρασή του στην ψυχική του σφαίρα είναι ευεργετική και αναμφισβήτητη. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, το όπλο δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα αντικείμενο με το οποίο είναι κανείς άρρηκτα συνδεδεμένος. Δεν συμβαίνει το ίδιο με το αυτοκίνητο, για παράδειγμα, που μπορεί να αποτελεί σημαντικό χόμπι και να του προσδίδει ιδιαίτερη συναισθηματική αξία κάποιος που αγαπάει τα αυτοκίνητα και ασχολείται μ’ αυτά, αλλά παράλληλα μια πλειονότητα κατόχων αυτοκινήτων αδιαφορούν γι’ αυτά και τα χρησιμοποιούν μόνο ως μέσο μετακίνησης. Ο κυνηγός δεν είναι ποτέ αδιάφορος γύρω από το όπλο του. Ακόμα και η βαρετή διαδικασία της επιμελούς συντήρησης και του καθαρισμού ενός όπλου, αποκτά μια μαγική διάσταση εκτός κυνηγετικής περιόδου, αφού δίνει τη δυνατότητα στον κυνηγό που δεν επισκέπτεται τα σκοπευτήρια, να έρθει σε επαφή για άλλη μια φορά με το αγαπημένο του προσωπικό αντικείμενο.
Η έντονη συναισθηματική σχέση του κυνηγού με το όπλο του είναι συνήθως πιο ευδιάκριτη στους κυνηγούς δενδρόβιων θηραμάτων, τους αποκαλούμενους και καρτεριτζήδες. Αυτό δεν είναι περίεργο γιατί η συντριπτική πλειονότητα των κυνηγών εδαφόβιων θηραμάτων, έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με την εκπαίδευση και τη συνεργασία του κυνηγετικού σκύλου, που σαφώς διατηρεί, ως έμψυχο, εξέχουσα θέση για κάθε κυνηγό. Το υπερβολικό δέσιμο με τα κυνηγόσκυλα είναι αυτό που προκαλεί πολλές φορές φαινόμενα που θέτουν σε αμφισβήτηση τη διάσταση του κυνηγετικού όπλου ως προσωπικού αντικειμένου. Για παράδειγμα, βλέπει κανείς βετεράνους κυνηγούς που αδιαφορούν πλήρως για το κυνηγετικό τους όπλο και ισχυρίζονται ότι κανενός είδους δέσιμο δεν έχουν με αυτό, γιατί όλα τους τα συναισθήματα γύρω από το κυνήγι είναι αφιερωμένα στον πολύτιμο σύντροφό τους, το σκύλο τους. Ακόμα και σε αυτά τα λίγα παραδείγματα, πιστεύω ότι υπάρχει έντονο το στοιχείο της ψευδαίσθησης. Αν κληθούν οι κυνηγοί αυτοί να στερηθούν το κυνηγετικό τους όπλο και να το αντικαταστήσουν με ένα εφάμιλλο, σε κάποιο ποσοστό (όχι βέβαια όλοι) θα αισθανθούν άβολα και θα συνειδητοποιήσουν ότι πέρα από τα συνειδητό δέσιμο με ένα αντικείμενο, όπως είναι το όπλο κυνηγίου, υπάρχει και μια ολόκληρη σειρά διεργασιών στο υποσυνείδητο, που μας κάνει να δενόμαστε υπερβολικά με κάποια αντικείμενα.