Το πρώτο όπλο του Στουλή

Του κυρ Γιάννη

 

Είμαστε στο 1958… Μόλις 24 χιλιόμετρα από την Αθήνα, στη Βάρη. Σε μια καθαρά προβιομηχανική εποχή. Χωρίς φως, νερό, τηλέφωνο. Δέκα σπίτια όλα κι όλα. Από καμιά δεκαπενταριά άτομα η κάθε οικογένεια, εκατόν πενήντα όλοι κι όλοι. Ζούσαμε καθαρά από τη γεωργία και δεν αγοράζαμε τίποτα.

Κάθε σπίτι φρόντιζε να έχει τα πάντα και κυρίως άφθονο καλό κρασί. Έπιναν όλοι και μάλιστα πολύ, ακόμα και οι γυναίκες. Το λάδι υπήρχε σε κάθε σπίτι, καθώς και το στάρι, απαραίτητο για το ψωμί. Σε όλο το λεκανοπέδιο της περιοχής το νερό ήταν λίγο. Υπήρχαν 2-3 πηγάδια αλλά ρηχά. Τα νερά ήταν πολλά. Αλλά ήταν πολύ βαθιά και δεν υπήρχαν τα γεωτρύπανα. Τα δέντρα ήταν πολύ λίγα. Το 1958 ο αγροτικός συνεταιρισμός έφερε ελιές και πήραμε όλοι. Έτσι σε λίγα χρόνια πρασίνισε ο κάμπος.

 

Όλοι σε ένα δωμάτιο

Τα σπίτια ήταν τα κλασικά καμαρόσπιτα της αρβανιτιάς. Μακρόστενα, ψηλά, με κεραμίδια από το Πικέρμι. Με ψηλά παράθυρα, ψηλές πόρτες, δίφυλλες. Το αριστερό τμήμα της πόρτας ήταν μόνιμα κλειστό. Με ένα σίδερο από πίσω για κόντρα, το κοντεμίρι. Το άνοιγαν μόνο όταν ήταν να βγάλουν κανέναν μακαρίτη. Το δεξί τμήμα της πόρτας ήταν κομμένο σε δύο τμήματα. Το κάτω και το πάνω. Το κάτω το έκλειναν για να μη μπει κανά σκυλί και το πάνω το άνοιγαν για να πάρουν αέρα. Οι νοικοκυραίοι είχαν και ταβάνι. Όσοι δεν είχαν ταβάνι έβλεπαν τα ποντίκια πάνω στα ξύλα να κάνουν αγώνα εκ του συστάδην. Σε ένα δωμάτιο όλοι μαζί. Παππούς, γιαγιά, παιδιά παντρεμένα, ελεύθερα κι εγγόνια. Τα κρεβάτια για τους παππούδες τελευταία λέξη της μόδας, ξύλινα από τάβλες πεύκου. Οι άλλοι χάμω στρωματσάδα, σε στρώματα από τσουβάλια εισαγωγής από τον Πειραιά γεμισμένα με άχυρο. Ο παππούς, ο Τάσος και η γιαγιά, η Αγγελικούλα, οι γονείς της μακαρίτισσας της μάνας μου έκαναν δέκα παιδιά. Ο παππούς ήταν βαρβάτος και η γιαγιά ήταν όλο γκαστρωμένη. Πίστευε πολύ η φουκαριάρα κι έλεγε “ο Κύριος τα φέρνει τα παιδιά, ο Κύριος”. Ποιος Κύριος ρε γιαγιά, ποιος Κύριος, αφού το ήθελες κι εσύ…

 

Μανία με το κυνήγι

Ο θείος, ο Κώστας ο Στουλής το παρατσούκλι, ήταν ο ένατος στη σειρά. Ένα πολύ ψηλό παληκαράκι, ένα κι ενενήντα πέντε ύψος και πολύ αδύνατο. Ήταν το δεξί χέρι του παππού στο αλέτρι και στις γεωργικές δουλειές. Από τα αδέρφια του, ο θείος ο Τάκης ο Ζάκος έμαθε οδηγός στο στρατό και ο μικρότερος ο βενιαμίν μάθαινε μαραγκός στο Ρούσσο. Έτσι όλο το φορτίο στα χωράφια έπεφτε στον Στουλή. Πολύ φανατικός κυνηγός, πολλή μανία. Με τη σφεντόνα, το λάστιχο ήταν άπιαστος. Με τα δίχτυα φοβερός, είχε όλους τους κράχτες από τρεις. Τριάντα και κάτι κραχτόκλουβα σύνολο. Κι εγώ μαζί του, υπασπιστής, πιάναμε 200-250 πουλιά την ημέρα. Φλώρια, καρδερίνες, φανέτα, λούγαρα, σκαρπιά, τσιφτάδες, κουκουναράδες, που εδώ και τριάντα χρόνια έχω να δω τέτοια πουλιά.

 

“Τουφέκι, τουφέκι, τουφέκι”

Πήγε δεκαοχτώ χρονών, μάζεψε κάτι χρήματα από μεροκάματο και ήθελε να αγοράσει ένα μονόκαννο. Πού να ακούσει ο παππούς τέτοιο πράγμα. Έχανε το δούλο. Μάχες φοβερές και καβγάδες στο σπίτι. Ο παππούς φώναζε “αφού τα τρυγόνια είναι στη μουστιά, ποιος θα πάει νύχτα να μοιράσει με τη σούστα τα κοφίνια στα αμπέλια; Ποιος θα φέρνει τα κοφίνια με τα σταφύλια στο πατητήρι, αφού θα τρέχεις με το μονό για τρυγόνια;”. Τελικά τη λύση την έδωσε ο τσαγκάρης του χωριού, ο μπάρμπα Γιώργης ο Καζατζής. Γάτα, μεγάλη γάτα. Συμβούλεψε τον Στουλή: “Άκου Κωστάκη, το βράδυ που θα κοιμούνται όλοι εσύ δεν θα κοιμηθείς. Θα κάνεις τον κοιμισμένο, θα πεταχτείς επάνω, θα φωνάξεις τουφέκι, τουφέκι, τουφέκι και θα πέσεις πάλι στο κρεβάτι. Θα κάνεις τον ψόφιο κοριό. Θα τους το κάνεις τρεις φορές όλη τη νύχτα”. Και το έκανε ο Στουλής με μεγάλη επιτυχία κι έπιασε η εφεύρεση.

 

Ντόλτσε βίτα

Το πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, τραβάει η γιαγιά μια μονομαχία με τον παππού φοβερή. “Το ‘φαγες το παιδί, Τάσο, το ‘φαγες. Θα το στείλεις στο Δαφνί. Είναι που είναι αδύνατο. Το ‘φαγες αχόρταγε”. Το απόγευμα φωνάζει ο παππούς το γείτονα και κυνηγό που ήταν αργόσχολος, τον Καζατζή. “Ρε Γιώργο, σε παρακαλώ, πηγαίνετε αύριο με τον Κωστάκη στην Αθήνα να του πάρεις ένα μονό, γιατί δεν πάει καλά το παιδί”. Την άλλη μέρα κόρδα στο λεωφορείο, όλο γέλια ο Καζατζής με τον Κωστάκη πάνε για την Αθήνα, για τη βελγική αγορά να πάρουν το μονό. Θα γύριζαν το βράδυ γιατί είχε μόνο δύο δρομολόγια την ημέρα. Αγόρασαν το μονό, πήγαν στην οδό Αθηνάς, φάγανε πατσά, πήγανε στις πουτάνες και γυρίζοντας το βράδυ λέει ο Καζατζής: “Κωστάκη, θα σου φτιάξω μια φυσιγγιοθήκη δερμάτινη να την έχεις όλη σου τη ζωή, να με θυμάσαι”. Τα χρέωσαν όλα στο λογαριασμό του παππού.

 

Στον πάτο της θάλασσας

Ο Στουλής πέθανε 56 χρονών, πολύ νέος. Έτσι δεν θυμόταν τον Καζατζή βλέποντας τη φυσιγγιοθήκη. Ο Καζατζής πέθανε πολύ γέρος, 92 ετών. Το μονόκαννο πήγε στον πάτο της θάλασσας, στη Τζια, όταν ναυάγησε το καΐκι του Στουλή με καπετάνιο τον άλλο του αδερφό, το Ζάκο. Η φυσιγγιοθήκη υπάρχει πεταμένη σε ένα ντουλάπι. Αλλά ο ξάδερφός μου δεν διαβάζει, δεν ενημερώνεται να μάθει την ιστορία αυτής της φυσιγγιοθήκης.

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook39
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top