Το σοκ της κροτοφοβίας

Η ιστορία της Αράπω, ενός καθ’ όλα άξιου σκύλου που έπασχε από κροτοφοβία, αν και μοναδική, είναι ταυτόχρονα τόσο συνηθισμένη! Παρόμοια περιστατικά έχουν ζήσει οι περισσότεροι από μας, όταν τα κυνηγόσκυλά τους που φαίνονταν να διαθέτουν όλες τις αρετές για να γίνουν αξιόλογοι σύντροφοι στο κυνήγι, στην πράξη, δυστυχώς, αποδείχθηκαν κροτοφοβικά…

Του Δημήτρη Δραχτίδη

 

Από την τελευταία σκύλα του πατέρα μου, την “Καλή”, είχα κρατήσει κι εγώ ένα κουτάβι το οποίο από τεσσάρων μηνών κι έπειτα το έβγαζα συνέχεια. Επειδή έμενα στο χωριό τότε κι έπαιζα ποδόσφαιρο, κάθε απόγευμα σχεδόν, αντί για προπόνηση στο γήπεδο, φορούσα τις φόρμες κι έτρεχα μέχρι απέναντι στο βουνό, χαμηλά στην πλαγιά του όπου ήταν και ένας κλασικός ορτυκότοπος, έχοντας πάντα μαζί και τη σκυλίτσα. Μόλις έπεφτε ο ήλιος, αντιλαλούσε η περιοχή από τις ορτυκοφωνές.
Ενώ έτρεχα σε ένα μονοπάτι και δίπλα μου η μικρή, σκεφτόμουν ότι τόσες φορές έχω έρθει εδώ μέσα στον ορτυκότοπο, τόσα ορτύκια ακούγονται, ένα δεν θα πεταχτεί να δούμε η μικρή τι θα κάνει; Δεν πρόλαβαν καλά καλά να τελειώσουν οι σκέψεις και πετάγεται ένα μπροστά από τη μύτη της. Η ίδια φοβήθηκε και σταμάτησε, όμως παρακινώντας τη να τρέξουμε προς το μέρος που έπεσε, μια και ήταν μικρή η απόσταση, έπιασε τη μυρωδιά του και σε λίγο το ξεσήκωσε.
Έκτοτε το θέαμα σε κάθε έξοδο ήταν συναρπαστικό. Να κάνεις χαλαρό τρέξιμο και να βλέπεις την Αράπω (ήταν ολόμαυρο) να ξεπετάει τα ορτύκια δύο-δύο, τρία-τρία μαζί. Ενώ περνούσε ο καιρός, είχε μάθει όχι μόνο να τα ξεσηκώνει μα και τα σημεία στα οποία κρύβονταν. Έτσι την έβλεπες σε ορισμένα χωράφια να τρέχει κατευθείαν στις γωνιές και να τα ξεπετάει μέσα από τα χόρτα. Γνώριζε όχι μόνο τη μυρωδιά τους, αλλά και τη φωνή τους. Πολλές φορές, ενώ έτρεχε ξαφνικά σταματούσε, ανασήκωνε ελαφρώς τα αφτιά της και αφουγκραζόταν. Αφού σιγουρευόταν από πού ακούγεται το ορτύκι, ξεχυνόταν προς τα εκεί και σε λίγα λεπτά το ξεπέταγε.
Το αστείο ήταν όταν ακούγονταν πολλά και από διαφορετικές κατευθύνσεις, δεν μπορούσε να αποφασίσει σε ποιο να πάει. Ενώ ξεκινούσε γι’ αυτό που ακουγόταν μπροστά της, σταματούσε, αφουγκραζόταν κι έτρεχε σε άλλο δίπλα της. Ο ακουστικός της εντοπισμός ήταν υπέροχος, μα και αστείος. Πρώτη φορά έβλεπα σκύλο να κυνηγάει με τα… αφτιά του! Όλα αυτά συνέβαιναν πριν αρχίσει το κυνήγι κι εγώ πλημμυρισμένος με αφάνταστη χαρά που είχα ένα σκυλί να κυνηγάει ακόμα και με τα αφτιά του, περίμενα πώς και πώς την κυνηγετική έναρξη.

Κοκκάλωσε στην πρώτη τουφεκιά

Κάποτε έφτασε η 20η Αυγούστου και αρματωμένος ξεκίνησα νύχτα. Έφτασα στο γνωστό μέρος, συναντώντας αρκετά αυτοκίνητα κυνηγών. Δεν πειράζει έλεγα, η περιοχή είναι μεγάλη και η Αράπω γνωρίζει πού κρύβονται. Ακούγονταν ντουφεκιές και η Αράπω έδειχνε να μην ανησυχεί. Στην πρώτη καλαμιά τρέχει κατευθείαν στη γωνία και αρχίζει με πάθος να ψάχνει και να κουνάει την ουρά της. Εγώ ξοπίσω της την ακολουθούσα, σε λίγο πετάγονται δύο μαζί. Ρίχνω στο ένα δύο τουφεκιές και πέφτει.
Η Αράπω στέκεται και με κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια και με πολύ φοβισμένο ύφος. Πήγα, τη χάιδεψα, της έδωσα το ορτύκι, το μύρισε, πήρε θάρρος και συνέχισε. Ευτυχώς Παναγία μου, είπα, αυτό μας έλειπε τώρα να φοβηθεί και τα όπλα. Οι τουφεκιές συνέχιζαν να πέφτουν, όμως η Αράπω δεν έψαχνε πλέον ελεύθερα, μα μαζεμένα και όλο με κοιτούσε, σαν να έλεγε τι κεραυνοί είναι αυτοί. Μάλλον θα πρέπει να φύγω, σκέφτηκα, κι εκείνη τη στιγμή τη βλέπω να ψάχνει πολύ έντονα.
Μπα, είπα, μάλλον ξεπέρασε τη φοβία της και πετάγονται τρία ορτύκια μαζί. Ρίχνω δύο τουφεκιές και πέφτει το ένα. Η Αράπω μένει ακίνητη κι ενώ πάει να ξεκινήσει για να έρθει προς εμένα, ακούγεται ξαφνικά μία ομοβροντία από μια διπλανή παρέα, η οποία ήταν και η χαριστική βολή. Η Αράπω μένει κάτω σαν ψόφια, έχει ακουμπήσει το σαγόνι της στο χώμα και τα μπροστινά της πόδια σκεπάζουν το κεφάλι της. Όσο κι αν προσπάθησα να τη συνεφέρω, δεν τα κατάφερα. Τη χάιδευα, την έπαιρνα αγκαλιά, την ανασήκωνα, όμως αυτή είχε παραλύσει τελείως, σαν ψόφια. Η διπλανή παρέα ερχόταν προς το μέρος μου κυνηγώντας και επειδή ήταν ύψωμα και δεν με έβλεπαν -εγώ ήμουν από την άλλη πλευρά-, σε λίγο βρέθηκα εντός βολής. Αράπω, λέω, δεν θα κάτσω να σε περιμένω άλλο, μπας και σκοτωθώ, το σπίτι το ξέρεις, αν θέλεις έλα, αν θέλεις κάτσε εκεί. Πράγματι, μόλις απομακρύνθηκα λίγο, τη βλέπω να καταφτάνει τρέχοντας με εμφανές το σοκ που υπέστη.

Το πάθος βρήκε διέξοδο σε δύο κοτόπουλα

Σκέφτηκα να την αφήσω δυο-τρεις μέρες, μήπως ξεχάσει. Πράγματι, πήγα ένα απόγευμα και μέχρι να φτάσω στο συγκεκριμένο μέρος έτρεχε, έψαχνε σχεδόν ελεύθερα. Μπράβο, είπα, μάλλον το ξεπέρασε, διότι ήταν κρίμα. Πλησιάζοντας, όμως, σε εκείνη την καλαμιά που έγινε το συμβάν, αυτή στάθηκε σε ένα δρομάκι και δεν προχωρούσε. Όσο κι αν τη φώναζα κι αν σφύριζα, δεν το κουνούσε. Προχώρησα επίτηδες -γιατί από μένα δεν απομακρυνόταν πάνω από είκοσι μέτρα, το πολύ- μέχρι που μόλις τη διέκρινα εκεί καθηλωμένη στο δρομάκι. Δεν ερχόταν με τίποτε.
Τότε, αντί να συνεχίσω άλλο ευθεία, κάνω αριστερά και τη βλέπω να κάνει τρέχοντας ολόκληρο κύκλο για να αποφύγει τη συγκεκριμένη καλαμιά και ήρθε σε μένα φοβισμένη. Κάπου ακούστηκε μια τουφεκιά, με κοιτάζει για λίγο και παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Όσες φορές κι αν την ξανάβγαλα, με την πρώτη τουφεκιά γύριζε στο σπίτι.

Η τελευταία φορά που βγήκαμε μαζί ήταν χειμώνας, με λίγη παγωνιά, σε μια ρεματιά. Μόλις φτάσαμε έξω από το χωριό -πάντα με τα πόδια-, κάπου πολύ μακριά ίσα που ακούστηκε μια τουφεκιά. Σταμάτησε, ανασήκωσε τα αφτιά της, γύρισε για το χωριό, όμως με πολλά χάδια ξεγελάστηκε και με ακολούθησε.
Εκεί στο ρέμα, σε κάτι ιτιές και πρασινάδα, αρχίζει να ψάχνει πολύ έντονα. Εδώ, σκέφτηκα, πάντα κρατούσε μπεκά… Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και ξεπετάγεται μία μπροστά της. Η τουφεκιά που ακολούθησε, περισσότερο βέβαια από έκπληξη, έκανε την Αράπω να πάρει αργά μα σταθερά το δρόμο της επιστροφής. Το κυνηγετικό της όμως πάθος, μη εκδηλούμενο πλέον στο κυνήγι, εκδηλώθηκε σε δύο… κοτόπουλα, αν και κοιμόταν μαζί τους. Από το ένα έφαγε τα πόδια και από το άλλο το κεφάλι. Από τότε, όμως, έγινε ένας άριστος φύλακας του σπιτιού και του οικοπέδου και τελείωσε πέρυσι από γηρατειά.

Επίλογος
Βρίσκω έναν φίλο μου και όλος χαρά μού περιγράφει για μια σκύλα που αγόρασε η παρέα του, με πολλά μάλιστα λεφτά, από τη Βουλγαρία. “Δημήτρη, έλεγε, η σκύλα είναι αετός”, και καμάρωνε. “Κάθε φορά που τη βγάζουμε, έναν θα τον σηκώσει οπωσδήποτε, φαίνεται ότι το κατέχει καλά το άθλημα”. Μπράβο είπα κι εγώ, αφού είναι έτσι θα ευχαριστηθείτε κυνήγι. Μετά από αρκετό καιρό συναντηθήκαμε και πάλι. “Θόδωρε, τον ρωτάω, τι έγινε εκείνη η βουλγάρα”, κι εννοούσα τη σκύλα. “Άσε”, μου λέει, με κατεβασμένα τα αφτιά, “θυμάσαι που σου έλεγα ότι τους ξεσήκωνε στο άψε-σβήσε; Ε! αυτό γινόταν πριν αρχίσει το κυνήγι. Όταν ξεκίνησε και μας είδε με τα όπλα, δεν κατέβαινε από το αυτοκίνητο, είχε κροτοφοβία, πάνε χαμένα και τα λεφτά μας”.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook41
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top