Το βαλτοκυνήγι και η οξείδωση των καννών

Του Χρήστου Χατζιώτη

 

Επειδή το να αποφεύγουμε το βάλτο για να μη σκουριάσει το όπλο μας δεν αποτελεί λύση, υπάρχει τρόπος και για να το προστατέψουμε αλλά και το κυνήγι μας να απολαύσουμε. Άλλωστε, μην το ξεχνάτε, η σκουριά παραμονεύει παντού, γι’ αυτό ας προσέχουμε για να έχουμε…

Οι περισσότεροι έχει τύχει να κυνηγήσουμε κάποια στιγμή υδρόβια κοντά σε λίμνες, ποτάμια, ελώδεις ή βαλτώδεις εκτάσεις. Βρέξαμε τα χέρια μας στο νερό του υδροβιότοπου για να κρατηθούμε από κάποιο βρεγμένο αλμυρίκι ή για να μαζέψουμε κάποιο χτυπημένο θήραμα, αγγίξαμε αμέσως μετά τις κάννες και τη μπάσκουλα του όπλου μας, αντιμετωπίσαμε κρύο, πάγους, ψιλόβροχο. Οι πιο αμελείς από μας στον καθαρισμό και τη λίπανση του όπλου μετά το κυνήγι, γνωρίσαμε την απογοήτευση μιας κάννης που σκούριασε μέσα σε 24 ώρες ή την ικανοποίηση μιας κάννης που δούλεψε στο βάλτο 5 μέρες και δεν παρουσίασε το παραμικρό ίχνος οξείδωσης. Επαινέσαμε εταιρείες όπλων που αντέχανε στο υφάλμυρο νερό του Γκιαούρ Αντά, κατηγορήσαμε άλλες εταιρείες που αρκούσαν 12 ώρες για να γίνει ορατό το υπόστρωμα της σκουριάς στις κάννες. Εξοργιστήκαμε με εταιρείες παραγωγής λιπαντικών και καθαριστικών υγρών που τα προϊόντα τους αποδείχθηκαν ανίκανα να προστατέψουν από την οξείδωση τα όπλα μας. Περάσαμε με λιπαντικό τις κάννες αμέσως μετά το κυνήγι, κυνηγήσαμε την επόμενη μέρα, επαναλάβαμε τη λίπανση, βάλαμε το όπλο στη θήκη και επιστρέφοντας στο σπίτι διαπιστώσαμε, δύο μέρες μετά, ότι το όπλο είχε αρχίσει να σκουριάζει. Το πάθημά μας φάνηκε απίστευτο σε κάποιους κυνηγούς που με πλημμελή συντήρηση του όπλου τους είχαν καταφέρει να κυνηγάνε στο βάλτο χωρίς προβλήματα οξειδώσεων, για πολλά χρόνια. Και όπως πάντα έφταιγαν όλοι εκτός από εμάς: οι εταιρείες παραγωγής όπλων, οι εταιρείες παραγωγής λιπαντικών, ο βαρκάρης του Έβρου που γκαζώνοντας στο φουλ τη μηχανή, για να φτάσουμε γρήγορα στο πρωινό καρτέρι, έκανε μούσκεμα ανθρώπους και όπλα κ.λπ.

Το παρόν άρθρο ως αποστολή του έχει να εξηγήσει την αιτία αυτών των φαινομένων, να τη συνδέσει με την κατασκευαστική ποιότητα κάποιων όπλων και πάνω απ’ όλα να προτείνει μεθόδους πρόληψης για ένα απροβλημάτιστο κυνήγι στο βάλτο, χωρίς αρνητικά επακόλουθα.

 

Οξειδωτικοί παράγοντες στο βάλτο

Στην κυνηγετική πράξη ερχόμαστε σε επαφή με ουσίες που ασκούν έντονη οξειδωτική δράση στα μέταλλα του όπλου. Τέτοιες ουσίες, όπως κατ’ επανάληψη έχω αναφέρει, είναι το αίμα των θηραμάτων, το ρετσίνι πολλών φυτών και κυρίως του αλμυρικιού, ο χυμός των εσπεριδοειδών, ο ιδρώτας των χεριών και το υφάλμυρο ή αλμυρό (θαλασσινό) νερό. Για λόγους που παραμένουν σε μένα άγνωστοι, το υφάλμυρο νερό έχω διαπιστώσει ότι ασκεί πολύ εντονότερη οξειδωτική δράση από το αλμυρό, θαλασσινό νερό. Ένας επικουρικός αλλά διόλου ασήμαντος παράγοντας αντοχής στις οξειδώσεις είναι βέβαια και η σωστή λείανση που έχουν υποστεί τα μέταλλα του όπλου. Η οξείδωση ως ηλεκτρολυτική διαδικασία, οφειλόμενη στη διαφορά δυναμικού από τα χείλη στον πυθμένα κάθε πόρου, προχωράει πολύ πιο γρήγορα σε ένα μέταλλο ελλειμματικής λείανσης, παρά σε ένα τέλεια λειασμένο, «μασγαλαρισμένο» ατσάλι.

 

Μην περιφρονείτε το όπλο σας!

Φυσικά, αντιλήψεις του τύπου «Δεν πάω στο βάλτο μη μου σκουριάσει το όπλο, γιατί είναι καλό» ή «Δεν κυνηγάω με βροχή για το όπλο» δεν συνάδουν με τη φιλοσοφία του κυνηγίου, που θέλει το κυνήγι μια ανθρώπινη δραστηριότητα υψηλής προσαρμοστικότητας στις αντιξοότητες, συμπεριλαμβανομένων των καιρικών συνθηκών. Αυτό που μπορεί και πρέπει να γίνεται, είναι να λαμβάνουμε τη μεγαλύτερη δυνατή μέριμνα για την προληπτική προστασία των μετάλλων του όπλου, με πράξεις που απαιτούν γνώση και που η απουσία τους θα αποτελούσε εγκληματική αμέλεια και περιφρόνηση προς το όπλο μας. Πριν δούμε όμως τις ενέργειες εκείνες που συνθέτουν την ιδανική πρόληψη κατά των οξειδώσεων στο όπλο, θα εξετάσουμε την εγγενή, δική του «θωράκιση» απέναντι στις οξειδώσεις.

 

Η θωράκιση του όπλου 

Δύο είναι οι βασικοί παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η αντίσταση των μετάλλων του όπλου στις οξειδώσεις: ο πρώτος είναι η σύνθεση του μετάλλου (του ατσαλιού) των καννών. Ο δεύτερος είναι η βαφή (ελεγχόμενη επιφανειακή οξείδωση) που προστατεύει τα μέταλλα του όπλου. Κάθε μέταλλο έχει διαφορετική αντοχή στις οξειδώσεις. Στο ατσάλι των όπλων μπορεί να περιέχονται σε διαφορετική αναλογία (ανάλογα με τον τύπο του ατσαλιού) χρώμιο, νικέλιο, μολυβδένιο, βανάδιο κ.λπ. Κάθε μία από αυτές τις προσμείξεις έχει ως αποστολή της να βελτιώσει κατά το δοκούν την ποιότητα και συνακόλουθα τη συμπεριφορά του μετάλλου. Από τις προσμείξεις αυτές, την κύρια αντιοξειδωτική προστασία προσφέρουν το χρώμιο και το νικέλιο. Αν τώρα αναφερθούμε γενικά στους τύπους ατσαλιού, καθοριστικό παράγοντα στην επιρρέπειά τους στις οξειδώσεις αποτελεί η περιεκτικότητά τους στο βασικό μέταλλο, δηλαδή στο σίδηρο. Κατά μια απλοϊκή προσέγγιση θα μπορούσαμε να πούμε ότι όσο περισσότερο σίδηρο έχει ένα ατσάλι, τόσο πιο ευάλωτο στις οξειδώσεις είναι. Και λέω «απλοϊκή» προσέγγιση γιατί, όπως είπαμε παραπάνω, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει και η φύση των υπολοίπων (πλην του σιδήρου) προσμείξεων που προσδίδουν ανάλογες ιδιότητες στο ατσάλι.

 

Δεν υπάρχει ανοξείδωτη κάννη

Ένα ερώτημα που προκύπτει αυθόρμητα στους αδαείς περί τα μέταλλα είναι γιατί δεν μπορεί να κατασκευαστεί κάννη όπλου από απολύτως ανοξείδωτο χάλυβα. Τεχνικά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα σε κατασκευαστικό επίπεδο, για μια τέτοια κάννη. Πρακτικά, όμως, η κάννη αυτή θα ήταν τόσο άκαμπτη που και επικίνδυνη θα γινόταν στο ενδεχόμενο διάρρηξής της και το σημαντικότερο η ποιότητα κατανομών που θα έδινε θα ήταν θλιβερή. Το βάρος, η καμπύλη ελαστικότητας και η φύση της αντοχής στις πιέσεις ενός ανοξείδωτου ατσαλιού, το κάνει ακατάλληλο για κατασκευή καννών.

 

Η χημική βαφή

Ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο παράγοντα αντίστασης στην οξείδωση μιας κάννης, που είναι η βαφή. Οι βαφές των καννών είναι πολλές και διαφορετικές, αλλά όλοι οι τύποι τους χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: σε κείνη που καταχρηστικά αποκαλούμε «χημική βαφή» και σε κείνη που αποκαλούμε «αργή βαφή». Η προεργασία για οποιονδήποτε τύπο βαφής είναι λίγο-πολύ κοινή. Συνίσταται (στις ήδη βαμμένες κάννες), στην εξωτερική επιφανειακή λείανση της κάννης, μέχρις ότου αφαιρεθεί τελείως η παλιά βαφή και μειωθεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό το βάθος σημαδιών, εγχαράξεων (γρατσουνιών) και άλλων εντυπωμάτων του χρόνου πάνω στις κάννες, καθώς και στην απολίπανσή τους.

Από κει και πέρα, οι κάννες που προορίζονται για «χημική» βαφή, τη βαφή δηλαδή που συχνά ακούμε να αποκαλούν και ως «γρήγορη βαφή», εμβαπτίζονται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μέσα σε κορεσμένο διάλυμα χημικών αλάτων που βράζει. Μετά την εμβάπτιση οι κάννες είναι έτοιμες.

 

Η αργή βαφή

Αντίθετα, στην «αργή» βαφή οι κάννες μετά την απολίπανσή τους περνάνε από οξειδωτικό υγρό (η σύνθεση του οποίου στους περισσότερους οπλουργούς αποτελεί δικό τους, προσωπικό μυστικό και διαφέρει από τον έναν στον άλλον), βράζονται σε νερό, τρίβονται προκειμένου να αφαιρεθεί το μεγαλύτερο μέρος της επιφανειακής οξείδωσης και επαναλαμβάνεται η όλη διαδικασία αρκετές φορές (αναλόγως του τύπου ατσαλιού και της ποιότητας που θέλουμε να επιτύχουμε), από πέντε ως οκτώ φορές συνήθως, «μέχρι τελικής καλής εμφανίσεως» για να θυμηθούμε την κλασική απάντηση των ελαιοχρωματιστών στην αγωνιώδη ερώτηση όσων βάφουν σπίτι «πόσα χέρια θα το περάσεις;».

 

Γνώση και φροντίδα

Όσον αφορά τις δύο κατηγορίες βαφής όπλων, ισχύει περίπου ό,τι και με τα όπλα γενικότερα: ό,τι δείχνει πιο όμορφο δεν είναι κατ’ ανάγκην και καλύτερο! Η στιλπνότητα μιας κάννης που έχει υποστεί γρήγορη βαφή, σε σύγκριση με μία κάννη αργής βαφής, μπορεί να μη διαφέρει ή συχνά να είναι και εντυπωσιακότερη, αλλά η αντοχή της αργής βαφής δεν μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε «γρήγορη», «χημική» βαφή. Από κει και πέρα χρειάζεται ο οπλουργός που θα εφαρμόσει τη βαφή να έχει διεξοδική γνώση των προδιαγραφών της. Ως παράδειγμα αρκεί να αναφερθεί ότι μια εξαιρετική βαφή απαιτεί, μετά την αποπεράτωση των εργασιών της βαφής της κάννης, «αδρανοποίηση» με λάδι. Σε περίπτωση που αυτό δεν συμβεί, η κάννη θα αρχίσει να παρουσιάζει οξειδώσεις από μέσα προς τα έξω (να ξερνάει σκουριά) 20 μέρες ως 2 μήνες μετά τη βαφή. Και βέβαια δεν θα φταίει σ’ αυτό η ποιότητα της βαφής αλλά η άγνοια εκείνου που τη χρησιμοποίησε.

 

Πού ενδείκνυται η αργή βαφή

Στα περισσότερα καλά όπλα χρησιμοποιείται -ή τουλάχιστον πρέπει να χρησιμοποιείται, για να μην είναι μόνο κατ’ όνομα καλά- αργή βαφή. Αργή βαφή χρησιμοποιείται και στα όπλα εκείνα που η ρίγα τους είναι κολλημένη με καλάι (όχι ασημοκόλληση ή μπρουντζοκόλληση). Γιατί; Γιατί τα άλατα που προστίθενται στη χημική βαφή είναι αλκαλικά άλατα που έχουν τη δυνατότητα να διαλύσουν το καλάι και να ξεκολλήσουν τη ρίγα. Αυτή είναι η αλήθεια και όχι όπως πολλοί νομίζουν οι ψηλές θερμοκρασίες που γίνεται ο βρασμός του υπερκορεσμένου διαλύματος της βαφής. Πράγματι, η προσθήκη των αλάτων της χημικής βαφής στο νερό ανεβάζει το σημείο βρασμού από τους 100οC στους 130οC ως 140οC βαθμούς, όμως το καλάι δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα μέχρι τους 260οC βαθμούς. Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, η θερμοκρασία βρασμού να αποτελεί αντένδειξη τέτοιας βαφής, ακόμη και φθηνών όπλων που έχουν τη ρίγα τους κολλημένη με καλάι.

Ας δούμε, όμως, ανεξάρτητα με τον τύπο βαφής που έχουν οι κάννες του όπλου μας, τη δική μας μέριμνα και πρόληψη στο βαλτοκυνήγι.

 

Σκουριάζουν και οι ποιοτικές κάννες

Όπως προκύπτει από τα προηγούμενα, οι κάννες κάποιου όπλου μπορεί να οξειδώνονται πολύ ευκολότερα από κάποιες άλλες, χωρίς αυτό να αποτελεί ποιοτικό κριτήριο του όπλου. Εάν η οξείδωση οφείλεται στον τύπο της βαφής, τότε μπορεί όντως να θεωρηθεί ως ποιοτικό κριτήριο η ευκολότερη ή δυσκολότερη οξείδωση της κάννης. Όταν οφείλεται όμως στη σύνθεση του μετάλλου (ατσαλιού) της κάννης, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ποιοτικό κριτήριο. Μια κάννη εξαιρετικής ποιότητας μπορεί να παρουσιάζει πολύ ευκολότερα οξειδώσεις από μια άλλη κάννη μέτριας ποιότητας. Το ζητούμενο είναι πώς εμείς μπορούμε να προστατέψουμε είτε τη μία είτε την άλλη σε ένα μονοήμερο ή πολυήμερο βαλτοκυνήγι;

 

Η σωστή μεθοδολογία

Αυτό που πολλοί θεωρούν αυτονόητο, την άμεση λίπανση του όπλου μετά το κυνήγι, δεν είναι πάντα σωτήριο. Η σωστή μεθοδολογία, όταν το όπλο μας έχει έρθει σε επαφή με αλμυρό ή υφάλμυρο νερό, ή με οποιαδήποτε άλλη οξειδωτική ουσία, όπως αυτές που προαναφέραμε, είναι η κάννη του όπλου να ξεπλυθεί καλά με χλιαρό νερό και να σκουπιστεί επιμελώς πριν τη λίπανση. Καλύτερη λίπανση προσφέρουν συνήθως τα «καθαρόαιμα» λιπαντικά υγρά ή σπρέι και όχι εκείνα που αποτελούνται από μείγμα καθαριστικού και λιπαντικού υγρού. Η ποιότητα του λιπαντικού παίζει καθοριστικό ρόλο στη μακροβιότητα της αντιοξειδωτικής θωράκισης που θα προσφέρει στο όπλο. Όμως, στο ενδεχόμενο ενός όπλου που καθαρίζεται και λαδώνεται καθημερινά σε ένα πολυήμερο βαλτοκυνήγι, δεν παίζει τόσο ρόλο η ποιότητα του λιπαντικού, όσο η σωστή εφαρμογή του. Τα κενά που δημιουργούν ανάμεσα στα νταμάκια συγκράτησης οι αεριζόμενες ρίγες, είναι ένα κλασικό παράδειγμα περιοχής που απαιτεί χρονοβόρα και επιμελή εφαρμογή του λιπαντικού μέσου.

 

“Σβήστε” τη σκουριά

Κάτι άλλο που πρέπει να θυμόμαστε πάντα είναι ότι ο υποφυλακτήρας του όπλου, η μπάσκουλα ενός μονόκαννου ή δίκαννου και η καρκάσα ενός αυτογεμούς (καραμπίνας), είναι σχεδόν πάντα βαμμένα με γρήγορη (χημική) βαφή και επομένως, όσα από αυτά είναι ατσάλινα, απαιτούν πολύ μεγαλύτερη προσοχή στη λίπανση, απ’ ότι μια κάννη βαμμένη με αργή βαφή.

Στο ενδεχόμενο που όλα αυτά αποφασίσουμε να τα εφαρμόσουμε κατόπιν εορτής, όταν η κάννη μας έχει ήδη «αρπάξει» σε κάποια σημεία, πρέπει μόνοι μας να αφαιρέσουμε τοπικά την οξείδωση με μια μπλε γομολάστιχα (εκείνη που χρησιμοποιούμε για να σβήνουμε στυλό και όχι μολύβι), ή πάρα πολύ ψιλό (λεπτόκοκκο) σμυριγδόπανο. Σ’ αυτό το ενδεχόμενο είναι αυτονόητο ότι θα αφαιρεθεί και η βαφή τοπικά, με αποτέλεσμα η αντιοξειδωτική θωράκιση αυτού του σημείου να πέσει στο μηδέν. Αυτό πρέπει να το έχουμε υπόψη μας μελλοντικά, είτε για αποκατάσταση (βαφή της κάννης) είτε για ακόμη επιμελέστερη λίπανση πριν από κάθε κυνήγι.

 

Το ζητούμενο είναι η πρόληψη 

Σημαντικότερο όλων πάντως είναι να θυμόμαστε ότι τα λιπαντικά δεν έχουν παραχθεί μόνο για χρήση μετά το κυνήγι, αλλά και για την προστασία του όπλου μας πριν ξεκινήσουμε για μια κυνηγετική μέρα σε αντίξοες συνθήκες. Όσο για εκείνους που απολαμβάνουν στο κυνήγι ακριβό και ποιοτικό ντύσιμο και αντιμετωπίζουν τα λιπαντικά ως κυανιούχο δηλητήριο, που πιθανόν καταστρέψει το αγαπημένο τους πουκάμισο διαπαντός, είναι γνωστό ότι κυκλοφορούν, εδώ και καιρό, εξαιρετικής ποιότητας συνθετικά γράσα και λιπαντικά (από διάφορες εταιρείες) τα περισσότερα από τα οποία έχουν το πλεονέκτημα να μη λεκιάζουν τα υφάσματα ανεπανόρθωτα.

 

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook41
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top