Από τα μέσα του Γενάρη, τα πουλιά εγκατέλειψαν τα πυκνά και τα ψηλώματα και η συνάντηση μαζί τους στα καρτέρια και στους ελαιώνες γίνεται όλο και πιο συχνή.
Πώς επηρεάζει ο καιρός
Και τον Φλεβάρη, όμως, ο βασικότερος παράγοντας που επηρεάζει τα περάσματα της τσίχλας, αλλά και των άλλων αποδημητικών, είναι ο καιρός. Τις μέρες με συννεφιά, που επικρατούν βοριάδες και η θερμοκρασία είναι χαμηλή, η πιθανότητα να γίνουν περάσματα είναι πολύ μεγάλη, ενώ οι νοτιάδες μάλλον διώχνουν τα πουλιά.
Στα επιστρόφια, οι τσίχλες προτιμούν να επισκέπτονται τους ελαιώνες όπου μπορούν να βρουν ακόμη καρπό, είτε γιατί στη συγκεκριμένη περιοχή δεν έχει μαζευτεί, είτε βρίσκεται πεσμένος στο έδαφος έστω κι αν έχει αρχίσει να σαπίζει.
Στην περίπτωση που η τροφή είναι αρκετή και ο ελαιώνας συνορεύει με δάσος ή με πυκνά λογγώματα με πουρνάρι, που μπορεί η τσίχλα να κουρνιάσει τη νύχτα, τότε είναι πιθανό να παραμείνουν στον τόπο για μεγάλο διάστημα.
Οι ενδιάμεσοι σταθμοί
Εκτός από τους κυρίους σταθμούς που επισκέπτονται οι τσίχλες στα επιστρόφια, υπάρχουν και οι ενδιάμεσοι σταθμοί που συνήθως είναι παραθαλάσσιες περιοχές, όπου κάνουν ξαφνικά την εμφάνισή τους σε μεγάλους αριθμούς, σπρωγμένες από τον καιρό, με την πρώτη όμως ευκαιρία το ίδιο ξαφνικά εξαφανίζονται. Στα επιστρόφια η τσίχλα μπορεί να κυνηγηθεί με καρτέρι, νωρίς το πρωί και το απόγευμα, αλλά και με περπατητό στους ελαιώνες και στις ρεματιές κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης ημέρας. Πολύ χρήσιμος είναι ένας σκύλος επαναφοράς, καθώς στο κυνήγι της τσίχλας καταγράφονται τα μεγαλύτερα ποσοστά χαμένων και τραυματισμένων πουλιών. Ειδικά στο πρωινό καρτέρι, δεν είναι απίθανο τα πουλιά να αρχίσουν να μπαίνουν αρκετά αργά, ιδίως οι κοκκινότσιχλες και οι γερακότσιχλες, γιατί τα πουλιά ταξιδεύουν αλλά κάνουν και τοπικές μετακινήσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας για την εύρεση τροφής.