Ένα θέμα που οι αφετηρίες του βρίσκονται σε δοξασίες και διαδόσεις πολλών δεκαετιών, που έχουν γίνει βίωμα και, πάνω απ’ όλα, που έχουν επαληθευτεί στο κυνήγι.
Του Χρήστου Χατζιώτη
Ακούγεται συχνά η άποψη, εδώ και πολλά χρόνια, ότι το τάδε ή το δείνα όπλο δίνει εκπληκτικά αποτελέσματα με κάποια συγκεκριμένα φυσίγγια, αλλά οι επιδόσεις του είναι αξιοθρήνητες με κάποια άλλα. Αυτή η δοξασία χρονολογείται από τη γένεση των οπισθογεμών φυσιγγίων. Ξεκίνησε με τα βελγικά δίκαννα και αργότερα βρήκε την “επιβεβαίωσή” της στα γαλλικά όπλα και, κυρίως, στα Robust της γαλλικής εταιρίας Manufrance. Αυτά τα τελευταία που δημιούργησαν μια ολόκληρη γενιά από φανατικούς οπαδούς, ως όπλα καλοζυγισμένα, στιβαρά, ελαφριά για την εποχή τους και, πάνω απ’ όλα, αποτελεσματικά στο κυνήγι, επέδειξαν, σύμφωνα με τους κατόχους τους, πολύ μέτρια βλητική συμπεριφορά, με πολλά από τα καλά φυσίγγια του εμπορίου. Αντίθετα, ξεπερνούσαν τα περισσότερα όπλα της αγοράς σε ποιότητα κατανομής και σε βλητικό αποτέλεσμα, με κάποια συγκεκριμένα φυσίγγια.
Προγραφές
Επειδή στο μυαλό του μέσου κυνηγού ήταν, τα χρόνια εκείνα, ταυτισμένο το φυσίγγι με τη μάρκα της πυρίτιδας που χρησιμοποιούσε, ένα κατάλοιπο της περιόδου των εμπροσθογεμών όπλων, πολλοί προχώραγαν ακόμη παραπέρα. Επισημοποιούσαν την άποψη αυτή και έτσι δημιουργήθηκαν “λίστες προγραφών” για κάποιες πυρίτιδες που “δεν τις πάνε τα γαλλικά δίκαννα” και για κάποιες άλλες που “σε ένα γαλλικό τουφέκι κάνουν θαύματα!”. Κάποιοι πιο “μοντέρνοι”, που από νωρίς υιοθέτησαν τα ημιαυτόματα αυτογεμή όπλα (καραμπίνες), ανέλαβαν να προχωρήσουν την παράδοση, ανακαλύπτοντας κάθε φορά κάποιο φυσίγγι που πάει καλά στην τάδε μάρκα αυτογεμούς, ενώ κάποιο άλλο πάει καλύτερα σε κάποια άλλη.
Η αλήθεια
Δίπλα σ’ αυτή τη μερίδα κυνηγών υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιοι άλλοι οι οποίοι, προτάσσοντας τη λογική και συνδυάζοντάς τη με μία σειρά, συχνά, απλοϊκών υποθέσεων, κατέληγαν στο “αυτονόητο” (;) συμπέρασμα ότι “ένα καλό φυσίγγι πάει καλά σε οποιοδήποτε όπλο, ενώ ένα μέτριο φυσίγγι θα πάει μέτρια σε όλα τα όπλα”. Πού βρίσκεται η αλήθεια, όμως; Σίγουρα, στην προκειμένη περίπτωση ούτε στο ένα ούτε στο άλλο “άκρο”. Αν θέλαμε μία σχηματική τοποθέτησή της, βρίσκεται σίγουρα πιο κοντά στη δεύτερη άποψη, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί μια τομή και των δύο αυτών απόψεων. Κατ’ αρχήν, πρέπει να διαχωρίσουμε το φυσίγγι από την πυρίτιδα και το όπλο από τα χαρακτηριστικά της κάννης. Δεν είναι δυνατόν τη συμπεριφορά μιας κάννης να τη χρεώνουμε στο σύνολο του όπλου, ένα σύνολο που περιλαμβάνει από το μηχανισμό πυροδότησης μέχρι δευτερεύοντα, μη λειτουργικά, στοιχεία (σκάλισμα, ποιοτικά ή μη ξύλα, κ.λπ). Ούτε μπορούμε να χρεώνουμε στην πυρίτιδα ενός φυσιγγίου τη συνολική του ποιότητα, αφού είναι γνωστό ότι ο καθένας μπορεί να κατασκευάσει ένα πολύ κακό φυσίγγι, εξαιρετικά ανίσχυρο ή επικίνδυνα ισχυρό, με οποιαδήποτε πυρίτιδα και στις μέρες μας, ή ένα απόλυτα ποιοτικό φυσίγγι, επίσης, με οποιαδήποτε πυρίτιδα.
Σήμερα όλες οι πυρίτιδες βρίσκονται σε πολύ καλά ποιοτικά επίπεδα και μπορούν να δώσουν άριστα αποτελέσματα, αν χρησιμοποιηθούν για τα βάρη γόμωσης σε σκάγια που προορίζονται και, βέβαια, αν ξοδέψει κόπο και χρόνο ο κατασκευαστής του φυσιγγίου, για να βρει τη δοσολογία της συγκεκριμένης παρτίδας της πυρίτιδας που χρησιμοποιεί κάθε φορά. Για να ανιχνεύσουμε τις απόψεις που προαναφέρθηκαν, μπορούμε να ξεκινήσουμε με κάποιες παρατηρήσεις, βασισμένες στα συμπεράσματα των φορέων τους. Οι κυνηγοί που ισχυρίζονται ότι, για παράδειγμα, τα Robust της Manufrance κάνουν θαύματα μόνο με συγκεκριμένα φυσίγγια, αν κληθούν να τα αναφέρουν, θα παρατηρήσουμε ότι έχουν μεταξύ τους πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Είναι, λοιπόν, όλα ανεξαιρέτως, φυσίγγια πολύ ελαφρών γομώσεων (30 ως 32 γραμμαρίων σε σκάγια), έχουν ως υλικό βυσμάτωσης παραδοσιακά υλικά (κυρίως, μάλλινες τάπες ή συνδυασμό μάλλινης τάπας με φελλό) και κάποια δεν παράγονται, πλέον, στις μέρες μας. Ανήκουν, δηλαδή, σε μία προγενέστερη περίοδο. Κάποιοι, μάλιστα, φτάνουν στο σημείο να ισχυρίζονται ότι τα σημερινά φυσίγγια είναι σαφώς υποδεέστερα, εκείνων που κυκλοφορούσαν στην αγορά προ τριακονταετίας.
Καλύτερες πυρίτιδες σήμερα
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Η πυρίτιδα δεν είναι παρά ένα “καύσιμο” υλικό και το όπλο, ακριβέστερα το φυσίγγι, μία μικρογραφία μιας μηχανής εσωτερικής καύσης. Ποτέ δεν μπορούμε να πούμε ότι έναν οδηγό αγώνων τον αναδεικνύει ή τον καταστρέφει η ποιότητα βενζίνης που θα χρησιμοποιήσει στο αυτοκίνητό του. Όσο ακραίο και αν ακούγεται αυτό το παράδειγμα έχει σαφείς αντιστοιχίες με το θέμα μας. Οι σημερινές πυρίτιδες είναι δεδομένο ότι ποιοτικά είναι πολύ καλύτερες, από εκείνες που κυκλοφορούσαν στην αγορά 30 ή 40 χρόνια πριν. Ο βαθμός ζελατινοποίησής τους, η σταθερότητα στη χημική τους σύνθεση, η απόλυτα ελεγχόμενη συμμετοχή χημικών βελτιωτικών πρόσθετων στη σύνθεσή τους και μύριοι όσοι άλλοι παράγοντες, τις κάνουν απόλυτα ελεγχόμενες και σε σημαντικό βαθμό -σίγουρα, μεγαλύτερο από παλιά- σταθερές στις επιδράσεις υγρομετρικών και θερμικών μεταβολών.
Αντικειμενικές μετρήσεις
Από την άλλη μεριά, οι κάννες των όπλων έχουν μια δεδομένη διαμόρφωση που δεν θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει, σήμερα, καλύτερες ή χειρότερες σε σύγκριση με παλιά. Τα ποιοτικά όπλα, περισσότερο από έναν αιώνα, ήταν πολύ καλύτερα από εκείνα “της σειράς”. Όμως, οι κάννες τους διέθεταν και διαθέτουν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που παλιότερα έφεραν τη σφραγίδα της χώρας προέλευσής τους -τα ανατολικής προέλευσης όπλα φημίζονταν για τους πολύ στενούς αυλούς τους, ενώ τα ισπανικά όπλα για το αντίθετο. Σήμερα, η ίδια και πολύ μεγαλύτερη γκάμα εσωτερικής διαμέτρου αυλού εξακολουθεί να χαρακτηρίζει όχι, πλέον, την παραγωγή κάθε χώρας, αλλά μπορεί να πει κανείς το σύνολο της παραγωγής κάθε εταιρίας. Όσο η τεχνική γνώση απέβαλε τον παραδοσιακό κατασκευαστικό μυστικισμό της και τον αντικατέστησε με την τεχνογνωσία, όσο οι υποκειμενικές κρίσεις και αιτιάσεις αντικαταστάθηκαν από σύγχρονες αντικειμενικές μετρήσεις, τόσο ξεκαθάριζε και το τοπίο. Όχι ως προς το τι είναι καλό και τι κακό, αλλά ως προς το τι αποτελέσματα δίνει το τάδε ή το δείνα χαρακτηριστικό σε μία κάννη. Και βέβαια, οι εταιρίες, στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης γνώσης, παράγουν τα προϊόντα τους σε μία μεγάλη γκάμα, με κάθε τύπο προδιαγραφών και για κάθε “καταναλωτικό γούστο”.
Έτσι, λοιπόν, βασισμένοι οι κατασκευαστές των όπλων στο κλασικό τρίπτυχο της αστικής σύγχρονης επιστήμης “υπόθεση – πείραμα – απόδειξη” υπέθεσαν, πειραματίστηκαν και βρήκαν ότι οι κάννες, με πολύ μικρού μήκους κώνο συναρμογής (ο κώνος που παρεμβάλλεται ανάμεσα στη θαλάμη και το ιδίως κοίλο της κάννης, φροντίζοντας για την ομαλή μετάβαση από τη μεγαλύτερη εσωτερική διάμετρο της θαλάμης στη μικρότερη εσωτερική διάμετρο του κυρίως τμήματος της κάννης), δίνουν πολύ καλύτερα βλητικά αποτελέσματα, όταν χρησιμοποιηθούν γομώσεις 30 ως 32 γραμμαρίων στο διαμέτρημα 12 και, επιπλέον, διατηρούν μόνο τα θετικά χαρακτηριστικά της χρήσης παραδοσιακών υλικών βυσμάτωσης (μάλλινη τάπα). Αντίθετα, οι κάννες, με πολύ επιμήκη κώνο συναρμογής, δίνουν καλύτερα αποτελέσματα σε γομώσεις μεγάλου βάρους σε σκάγια και ενδείκνυνται, περισσότερο, για χρήση σύγχρονων υλικών βυσμάτωσης από πολυαιθυλένιο (μισόταπας ή συγκεντρωτήρα). Επιπλέον, είναι γνωστό πια ότι τα όπλα, που οι κάννες τους έχουν εσωτερική διάμετρο πολύ στενή, μπορούν να ρίξουν χωρίς προβλήματα, ακόμη και φυσίγγια με μέτριας ποιότητας υλικά βυσμάτωσης και, βέβαια, φυσίγγια με καλής ποιότητας μάλλινες τάπες. Αντίθετα, τα όπλα, που έχουν κάννες μεγάλης εσωτερικής διαμέτρου, έχουν πολλά πλεονεκτήματα, όπως το μειωμένο λάκτισμα που παρουσιάζουν, την καλύτερη ποιότητα κατανομής, κ.λπ, αλλά απαιτούν ποιοτικά φυσίγγια και, σίγουρα, φυσίγγια με σύγχρονα υλικά βυσμάτωσης από πολυαιθυλένιο. Έτσι, λοιπόν, είναι απόλυτα ερμηνεύσιμο το γιατί κάποια όπλα, μιας συγκεκριμένης περιόδου, έδιναν καλά αποτελέσματα με κάποια φυσίγγια και με κάποια όχι. Οι ενστάσεις, που μπορεί να έχει κανείς σ’ αυτήν την άποψη, έχουν να κάνουν με δύο ζητούμενα. Πρώτον, οι διαφορές δεν είναι ποτέ τόσο μεγάλες όσο παρουσιάζονται από κάποιους ενθουσιώδεις υποστηρικτές τους -ένα φυσίγγι, δηλαδή, πολύ καλό ποιοτικά, δεν μπορεί να δίνει οικτρά αποτελέσματα επειδή τα χαρακτηριστικά της κάννης, που βλήθηκε, δεν είναι τα ιδανικά. Και δεύτερον, το όλο πρόβλημα δεν αφορά την πυρίτιδα ή τη μάρκα, αλλά συσχετίζεται με το φυσίγγι και την κάννη!
Στροφή
Πρέπει να ομολογήσω ότι, μέχρι πριν δύο δεκαετίες, οι αιτιάσεις που υπήρχαν γύρω από τα συγκεκριμένα φυσίγγια, που ταιριάζουν ή δεν ταιριάζουν με κάποια όπλα, τρέφονταν και διαδίδονταν από κάποιες ξεπερασμένες, σήμερα, αντιλήψεις, όπως και από την κατασκευαστική αδυναμία στην κατασκευή αυτογεμών όπλων. Για να γίνει αυτό πιο σαφές, αρκεί να αναλογιστούμε ότι πριν από 20 χρόνια ήταν πολλοί εκείνοι που ισχυρίζονταν ότι τα αυτογεμή όπλα έχουν απώλεια ενέργειας και γι’ αυτό απαιτούν πολύ ισχυρά φυσίγγια για την αποτελεσματική λειτουργία τους, όπως, επίσης, πριν 20 χρόνια υπήρχαν, όντως, αρκετοί τύποι αυτογεμών που δημιουργούσαν προβλήματα εύρυθμης λειτουργίας (εμπλοκές), με τη χρήση πολύ ελαφρών γομώσεων. Στις μέρες μας τόσο οι αντιλήψεις γύρω από τα φυσίγγια όσο και η ποιότητα των αυτογεμών όπλων έχουν αλλάξει. Σήμερα, υπάρχει μια σαφής στροφή του καταναλωτικού κοινού προς τις ελαφριές γομώσεις, τουλάχιστον, όπου δεν απαιτούνται άλλου είδους γομώσεις και αυτό είναι και προϊόν της γνώσης που έχει αποκομίσει ο σημερινός κυνηγός και της φιλομάθειάς του. Επιπλέον, σήμερα, είναι σπάνιο το φαινόμενο, που κάποτε αποτελούσε κανόνα, της εμπλοκής σε αυτογεμή όπλα, λόγω μη επανάταξης, εξαιτίας ελαφράς γόμωσης του φυσιγγίου. Αν σε έναν τομέα έχουν “προοδεύσει” τα λειόκαννα κυνηγετικά όπλα, στις μέρες μας, είναι στο χώρο της ποιότητας των αυτογεμών. Επιπλέον, οι γνώσεις του σύγχρονου έλληνα κυνηγού τον κάνουν να συνειδητοποιεί αρκετές από τις βλητικές παραμέτρους και αρκετούς κινδύνους, στην πραγματική τους διάσταση και έτσι ο ίδιος, πλέον, κατευθύνει, συχνά, τους κατασκευαστές φυσιγγίων, ζητώντας “μαλακές” γομώσεις, ελαφρά φυσίγγια, για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα αλλά και για απόλυτη σιγουριά, ως προς την ασφαλή χρήση τους και ως προς τις μέγιστες αναπτυσσόμενες πιέσεις τους. Παράλληλα, τα σύγχρονα υλικά μπορούν να δώσουν αρχικές ταχύτητες που θα στοιχημάτιζε κανείς, προ πεντηκονταετίας, ότι δεν μπορούν να υπάρξουν, με πολύ συγκρατημένες αναπτυσσόμενες πιέσεις και με εκπληκτικής ποιότητας κατανομή. Η ίδια η τεχνολογία μπορεί να είναι υπεύθυνη για τη βιομηχανοποίηση της παραγωγής των όπλων, τη συνακόλουθη έκπτωση στην ποιότητα κάποιων και, το χειρότερο, για τη σχεδόν πλήρη εξαφάνιση των ικανότατων τεχνιτών που δούλευαν τα παλιά χρόνια στη χειροποίητη οπλοοικοτεχνία και οπλοβιομηχανία. Όμως, έχει βοηθήσει να εξαλειφθούν προκαταλήψεις και προβλήματα του παρελθόντος. Μπορεί να ανήκω σε κείνους που μέμφονται τη σαφή έκπτωση ποιότητας σε ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής όπλων, κάθε χρόνο που περνάει, αλλά δεν μπορώ να παραγνωρίσω ότι στις μέρες μας, με ένα πολύ λογικό κόστος, μπορεί κανείς να αποκτήσει ένα ποιοτικό αυτογεμές. Επιπλέον, μπορεί να υπερασπίζομαι τη μία ή την άλλη διαμόρφωση στην κάννη ενός όπλου, τις α΄ ή τις β΄ προδιαγραφές, σε επίπεδο μήκους κώνου συναρμογής, εσωτερικής διαμέτρου, προοδευτικότητας και βαθμού σύσφιγξης (τσοκ), αλλά δεν μπορώ να αρνηθώ ότι, στις μέρες μας, μπορεί το ίδιο ακριβώς μοντέλο ενός όπλου (μ’ εξαίρεση τα αυτογεμή) να είναι σαφώς υποδεέστερο, από ότι ήταν πριν από 20 χρόνια, σε ποιότητα κατασκευής, αλλά προσφέρεται στον καταναλωτή σε μία τόση πλήρη γκάμα μήκους καννών, εσωτερικής διαμέτρου κάννης, συσφίγξεων, κ.λπ, που μπορεί να μην του προσφέρει μακροζωία και τελειότητα. Του προσφέρει, όμως, το δικαίωμα να αποκτήσει το όπλο με τις προδιαγραφές που εκείνος επιθυμεί, χωρίς να τον βάζει μπροστά στον εκβιασμό της πλήρους αποδοχής ή της απόρριψης ενός δεδομένου συνόλου.
Από κει και πέρα εναπόκειται στις γνώσεις και τη συγκρότηση του καθένα, στο πόσο, δηλαδή, ξέρει τι θέλει και στο πόσο γνωρίζει για να το κρίνει, η επιλογή του όπλου που θα αποκτήσει. Είναι, περίπου, δεδομένο ότι το όπλο του δεν θα το χαρούν τα εγγόνια του, όπως θα συνέβαινε με ένα χειροποίητο όπλο, ειδικά αν αυτό ανήκει στη φτηνή ή τη μεσαία κατηγορία. Είναι, όμως, εξίσου δεδομένο ότι αν επιλέξει σωστά, θα έχει αρκετά χρόνια απροβλημάτιστης κυνηγετικής δραστηριότητας, τουλάχιστον όσον αφορά τις επιδόσεις και τις δυνατότητες του όπλου.