Τρεις γενιές απολαμβάνουν μαζί τη φύση και το κυνήγι!
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι όταν ο Σόλων είχε πάει στο βασίλειο το Κροίσου, εκείνος αφού του έδειξε τους θησαυρούς του, τον είχε ρωτήσει αν έτσι πολυταξιδεμένος που ήταν είχε γνωρίσει κάποιον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο…
Ο σοφός, χωρίς να διστάσει, του απάντησε: «Τον Τέλλο τον Αθηναίο. Γιατί, ζούσε σε ευτυχούσα πατρίδα, απέκτησε ωραία και ενάρετα παιδιά και όλα αυτά τα είδε να αποκτούν επίσης παιδιά που έζησαν όλα, ενώ ο ίδιος βρήκε ένδοξο θάνατο, πολεμώντας κι αυτός τους Ελευσίνιους και τρέποντάς τους σε φυγή και οι συμπατριώτες του τον έθαψαν με τιμές…».
Ο Λυδός βασιλιάς, περίμενε ότι θα βρεθεί τουλάχιστον στη δεύτερη θέση. Ωστόσο, ο Σόλων τον απογοήτευσε και πάλι: «Ο Κλέοβης και ο Βίτωνας, δυο αδέλφια από το Άργος, με μεγάλη σωματική δύναμη, είχαν νικήσει και οι δυο στους αγώνες και για να μεταφέρουν τη μητέρα τους στο ναό στη γιορτή της Ήρας, όπου εκείνη ήταν ιέρεια, ζεύτηκαν οι ίδιοι στη βοϊδάμαξα και την έσυραν 45 στάδια, περίπου 8,5 χιλιόμετρα. Τότε η μητέρα τους, προσευχήθηκε στη θεά να δώσει στους γιους της ό,τι μπορούσε να συμβεί ευτυχέστερο στον άνθρωπο. Κι οι νέοι, αφού θυσίασαν και έφαγαν, κοιμήθηκαν στο ιερό και δεν ξύπνησαν πια», απάντησε ο Σόλων.
Η πιο αξιοζήλευτη ομάδα
Αν, όμως, ο Αθηναίος σοφός είχε γνωρίσει τους Μπουντουκαίους, ίσως ανάμεσα στους ευτυχέστερους ανθρώπους, να είχε συμπεριλάβει κι αυτούς! Υπερβολή; Διαβάστε και δώστε την απάντησή σας μετά!
Τους συναντήσαμε στο μαγαζί τους. Στην πιτσαρία που διαθέτουν στο χωριό τους, το Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης. Πήγαμε παρέα με το φίλο μου, το φωτορεπόρτερ Αλέξανδρο Στυλιανίδη… Ήταν όλοι εκεί. Ο παππούς, ο πατέρας, η μάνα και τα δυο παιδιά τους. Γιατί πήγαμε; Μα για να γνωρίσουμε την πιο αξιοζήλευτη ομάδα που ενώνει στο κυνήγι τρεις γενιές μαζί!
Ο αρχηγός της κυνηγοπαρέας, είναι ο «πατριάρχης» της οικογένειας, ο Γιώργος Μπουντούκας, 82 ετών. Ο παππούς. Από κοντά στην ιεραρχία, ο 53χρονος πατέρας, ο Γιάννης και ακολουθούν ο Γιώργος 27 ετών και ο μικρότερος αδελφός του ο 24χρονος Πασχάλης.
Ο παππούς με το γιο του κυνηγάνε μαζί επί 26 χρόνια, ενώ τα τελευταία εννέα η ομάδα έχει γίνει τετραμελής, καθώς σ’ αυτήν μπήκαν και οι δυο νεότεροι Μπουντουκαίοι!
«Είναι ολόκληρη επιστήμη»
Ο λόγος δικαιωματικά στον αρχηγό: «Κυνηγάω συνέχεια από το ’53. Στο σόι μας όλο ήταν κυνηγοί. Μόνο ο πατέρας μου ξέφυγε. Έχω ζήσει φοβερές στιγμές στο βουνό. Όλα τα κυνήγια τα έχω κάνει. Αλλά αυτό που με κέρδισε είναι το λαγοκυνήγι. Είναι ολόκληρη επιστήμη», λέει ο 82χρονος.
«Πώς νιώθεις που κυνηγάς σ’ αυτήν την ηλικία και μάλιστα παρέα με το γιο σου και τα δυο σου εγγόνια;», τον ρώτησα.
Το πρόσωπό του φωτίστηκε: «Μεγάλη χαρά και συγκίνηση!», ήταν η απάντηση. Η φωνή του «ράγισε», στα μάτια του λαμπύρισε ένα δάκρυ, που το σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του και αμέσως πρόσθεσε: «Ευχαριστώ το Θεό που με αξίωσε να ζήσω αυτό. Είμαι τρισευτυχισμένος που μπορώ και κυνηγώ παρέα με το γιο μου και τα εγγόνια μου».
Παρεμβαίνει ο γιος: «Το ίδιο νιώθουμε και εμείς. Είναι πολύ μεγάλη η χαρά μας που πηγαίνουμε τρεις γενιές μαζί στο κυνήγι. Κάθε έξοδος για μας είναι γιορτή», λέει ο Γιάννης και από δίπλα συμφωνούν και τα δυο παιδιά του, ο Γιώργος και ο Πασχάλης, που στο βλέμμα τους αντικρίζεις ζωγραφισμένη τη χαρά και την περηφάνια που ανήκουν σ’ αυτή τη μοναδική κυνηγετική οικογένεια.
«Εγώ, παραλίγο να κόψω το κυνήγι», λέει ο Γιάννης. «Θυμάμαι όταν είχα πρωτοξεκινήσει. Πηγαίναμε με τον πατέρα μου και ένα θείο και στην αρχή όσους λαγούς τουφέκιζα τους έχανα. Μια μέρα, μάλιστα, ο πατέρας με άφησε να πάω μόνος. Τα σκυλιά έβγαλαν έναν, έβγαλαν δεύτερο, έβγαλαν τρίτο. Τους πυροβόλησα όλους και γύρισα άδειος. Είχα απογοητευτεί. Είχα πει στον πατέρα, που είχε ακούσει τις τουφεκιές μου, ότι δεν θα ξαναπάω για κυνήγι.
«Ε, καλά μην πας», μου είχε πει. Την άλλη μέρα εκείνος γύρισε με δυο. Τότε, ξανατσιτώθηκα. Την επομένη του είπα να πάμε μαζί κι αυτός επίτηδες δεν ήρθε. Πήρα τον πρώτο. Πιο πέρα πήρα και το δεύτερο. Από κει και στο εξής δεν έχανα τουφεκιά!».
Απίστευτες ιστορίες
«Είχα καταλάβει ότι ήταν αγχωμένος. Γι αυτό τον άφησα να πάει μόνος του. ΄Ηθελα να ξεπεράσει το πρόβλημα με τις δικές του δυνάμεις. Από κει και πέρα έγινε καλύτερος κι από μένα και χάρηκα πολύ γι’ αυτό», παρεμβαίνει ο παππούς.
«Ναι, όμως, όλους θα σας περάσει ο Πασχάλης», λέει χαμογελαστή η μητέρα, η Κατερίνα.
«Είναι πολύ καλός. Αν και αριστερόχειρας, δεν χάνει τουφεκιά», λένε με ένα στόμα ο παππούς και ο πατέρας του. Και από δίπλα σιγοντάρει και ο μεγάλος του αδελφός, ο Γιώργος: «Είναι αλήθεια! Στο λαγό είναι φανταστικός. Εγώ, πιο πολύ ασχολιόμουν παλιότερα με τα πουλιά. Το παραδέχομαι ότι είναι δυνατό τουφέκι».
«Με την πρώτη φορά που τουφέκισα πήρα και τον πρώτο μου. Μετά είχα έντεκα λαγούς σερί!», λέει χαμογελώντας ο… Βενιαμίν της οικογένειας.
Έρχονται τα κεράσματα. Η πίτσα είναι φανταστική και το κόκκινο κρασί λύνει ακόμη περισσότερο τη γλώσσα. Θυμούνται απίθανα κυνηγετικά περιστατικά. Μας λένε για την Φούλα, μια σκύλα που ο λαγός, και στο κέρατο του βοδιού να είχε κρυφτεί, τον έβγαζε και τον καταδίωκε μέχρι να πέσει στο τουφέκι, όπως και για τον Μένιο ένα άλλο ξεχωριστό λαγόσκυλο. Ακούσαμε δεκάδες ονόματα σκύλων. Καθένα και μια παραστατική αφήγηση. Όλη η κυνηγετική ιστορία αποτυπωμένη με φωτογραφίες που πιάνουν ένα πολύ μεγάλο μέρος του τοίχου, πίσω από το ταμείο.
Τα μυστικά της νοστιμιάς
Την κουβέντα μας, παρακολουθούσε διακριτικά η Κατερίνα. «Μαγειρεύει καλά τους λαγούς η μαμά;», ρώτησα τους γιους της. «Φανταστικά!», ήρθε η απάντηση από τα τέσσερα στόματα των ανδρών της οικογένειας. Της ζητήσαμε μια συνταγή και μας είπε δύο: λαγό στο φούρνο και λαγό στιφάδο. Και τα δυο στη γάστρα.
«Κόβουμε το λαγό σε μερίδες. Τον πλένουμε και τον βάζουμε στη γάστρα. Χωρίς νερό. Προσθέτουμε λάδι, ρίγανη, πιπέρι, αλάτι, λεμόνι. Κλείνουνε το πάνω μέρος με λαδόκολλα και αλουμινόχαρτο.
Το αφήνουμε να ψηθεί για μια ώρα στους 250ο βαθμούς και μετά για μια ώρα στους 160ο. Αφαιρούμε τη λαδόκολλα και το αλουμινόχαρτο και αφήνουμε να ροδίσει για ένα τέταρτο. Το βγάζουμε και το σερβίρουμε. Για το στιφάδο χρησιμοποιώ το μικρό το κρεμμύδι. Βάζω μια στρώση κρεμμύδια, μετά το λαγό και από πάνω ξανά κρεμμύδια. Επίσης, πιπέρι σε σπυράκι και μέσα σε τούλι για να μη διαλύεται, κόκκινο γλυκό πιπέρι, δυο κουτάλες λάδι και φύλλα δάφνης. Το αφήνουμε να ψηθεί μια ώρα στους 250ο βαθμούς και μετά άλλες πέντε ώρες, στους 160ο. Κατόπιν, βγάζουμε τη λαδόκολλα και το αλουμινόχαρτο και μετά κατεβάζουμε για ένα τέταρτο τη γάστρα στη χαμηλή θέση της κουζίνας. Το φαγητό το σβήνουμε με μισό ποτήρι κόκκινο κρασί», μας δίνει το μυστικό της νοστιμιάς η νοικοκυρά του σπιτιού.
Μια δεμένη οικογένεια
Η κουβέντα ξανάρχεται στον κυνηγότοπο. «Τα σκυλιά μας είναι από δικά μας αίματα. Κυνηγάμε με έξι έως οκτώ. Είναι ημίαιμα. Διασταύρωση Σεγκούτσι με Γκέκα. Δεν έχουν μεγάλη δίωξη, αλλά είναι πολύ καλά στην ιχνηλασία και το ξεφώλιασμα. Τα κυνηγάμε καβάλα. Εγώ με τον Πασχάλη είμαστε κοντά στα σκυλιά, και ακροβολισμένοι στα πλάγια ο παππούς και ο Γιώργος. Τα μεγαλώνουμε από κουτάβια. Από πέντε μηνών βάζουμε κι ένα μικρό στην ομάδα, για τα πρώτα μαθήματα», λέει ο Γιάννης.
«Δεν κάνει να περιαυτολογούμε, αλλά είμαστε όλοι καλοί. Ο ένας καλύτερος από τον άλλον», λέει ο παππούς, που μας αποκαλύπτει ότι κυνηγάει με ένα 16άρι δίκαννο, αν και τα εγγόνια του τού έκαναν δώρο μια καραμπίνα.
«Είμαστε μια δεμένη οικογένεια. Βλέπω κάποιες άλλες περιπτώσεις και σταυροκοπιέμαι. Δόξα τω Θεώ! Είμαστε αγαπημένοι. Τους αγαπώ και μ’ αγαπούν.
Τους εκτιμώ και με σέβονται. Η νύφη μου με έχει σαν πατέρα της. Νομίζω ότι το κυνήγι μας κρατάει κι αυτό έτσι ενωμένους. Θα σου πω κάτι. Εγώ είχα δάσκαλο ένα πολύ μεγάλο κυνηγό. Αργότερα, όμως, όταν τον ξεπέρασα με μίσεψε (δηλαδή με ζήλεψε). Δεν είναι καλό πράγμα αυτό. Ο κάθε δάσκαλος πρέπει να χαίρεται όταν βγάζει ένα καλό… τσιράκι. Έτσι και εγώ.
Είμαι περήφανος που αφήνω στο πόδι μου άξιους αντικαταστάτες. Κυνήγησα με καρτέρι, αλλά ποτέ με φανάρι. Αυτό ήταν έγκλημα! Συγκινούμαι που τα παιδιά μαθαίνουν σωστά το κυνήγι. Καμιά φορά δακρύζω όταν γυρίζουμε από το κυνήγι και λέω στο γιο και τα εγγόνια μου: «Να ξέρετε, κι όταν φύγω από κοντά σας, θα σας βλέπω από ψηλά. Θα είμαι πάντα μαζί σας στο κυνήγι και θα σας συμβουλεύω», λέει βουρκωμένος και με παροτρύνει: «Γράψε και κάτι τελευταίο! Ο παππούς με το κυνήγι γεννήθηκε και με το κυνήγι θέλει να πεθάνει…».