Ικανοποιημένος από τη δική μου έναρξη της κυνηγετικής περιόδου στη γειτονική Δημοκρατία των Σκοπίων, την 1η Αυγούστου και χορτάτος από τρυγόνια, είχα αποφασίσει να αποφύγω φέτος το συνωστισμό της έναρξης του κυνηγίου στην Ελλάδα.
Τελικά όμως λίγο η δύναμη της συνήθειας, η πρόσκληση ενός καλού φίλου να κάνουμε μαζί έναρξη, λίγο και οι πληροφορίες που στο τέλος διαψεύστηκαν, για αμέτρητα πουλιά, με έκαναν να βρεθώ στις 19 Αυγούστου το βράδυ, σε ένα ράντσο εκστρατείας καταμεσής σε μια σταριά του Ν. Γρεβενών. Την επόμενη μέρα το βράδυ, πήρα το δρόμο του γυρισμού με τρία τρυγονάκια στο ψυγειάκι και με διαπιστώσεις που με έκαναν μέσα μου να νιώθω πιο πλούσιος.
Στη μεσημεριανή ανάπαυλα βρέθηκα στο καφενείο ενός μικρού χωριού να αφουγκράζομαι την συζήτηση μεταξύ επτά ντόπιων κυνηγών. Αφορμή για τη συζήτηση ήταν η γκάφα ενός ανεκδιήγητου γνωστού τους από γειτονικό χωριό, που αφού σκότωσε μια αρκούδα, εντυπωσιάστηκε από τον πομπό που είχε στο περιλαίμιό της και το πήρε στο σπίτι του, χωρίς να γνωρίζει τι ήταν. Σύντομα τον εντόπισαν και από ότι έλεγαν οι ντόπιοι προφυλακίστηκε.
Παρακολούθησα για ώρα τις συζητήσεις αυτών των απλών ανθρώπων της περιοχής, γύρω από το ζήτημα της προστασίας της αρκούδας. Και διαπίστωσα για πολλοστή φορά, ότι οι πληθυσμοί που παρουσιάζουν οι ευρωπαϊκές αρκούδες στη χώρα μας, αλλά και η επιβίωσή τους, οφείλεται αποκλειστικά σε αυτούς. Στους ανθρώπους της ακριτικής υπαίθρου, του μόχθου, της αγωνίας για το αύριο και συνήθως της φτώχειας…
«Αν θέλαμε οι αρκούδες θα είχαν εξαλειφθεί μέσα σε μια βδομάδα, όχι τώρα αλλά εδώ και δεκαετίες. Είναι επιλογή μας να συμβιώνουμε με τα ζώα αυτά και να τα προστατεύουμε. Γι’ αυτό και υπάρχουν. Όταν όμως κάποιο από αυτά τα ζώα αποκτάει αλλόκοτη συμπεριφορά και θέτει σε κίνδυνο τη ζωή μας ή αρχίζει να καταστρέφει αλόγιστα το βιός μας, τότε αμυνόμαστε όπως κάναμε πάντα. Ποιος επιδοτούμενος χαρτογιακάς της πόλης μπορεί να ισχυριστεί ότι αγαπάει ή προστατεύει τις αρκούδες περισσότερο από εμάς που ζούμε μαζί τους από τότε που γεννηθήκαμε»;
Αυτά ήταν σε γενικές γραμμές τα σχόλια των ανθρώπων του διπλανού τραπεζιού στο καφενείο του χωριού. Λόγια γεμάτα ειλικρίνεια και απόγνωση για τους όψιμους «προστάτες» της πανίδας της περιοχής τους.
Δεν τους άκουσα να δυσανασχετούν για τις μηδαμινές αποζημιώσεις που τους επικυρώνει το κράτος για τις ζημιές από τις αρκούδες στο βιός τους. Δεν τους άκουσα να διαμαρτύρονται για την ύπαρξη ζώων κοντά στα χωράφια ή στις οικογένειές τους.
Τους άκουσα να είναι απόλυτοι μόνο για την περίπτωση που κάποιο από αυτά τα ζώα αποκτά επιθετική ή καταστροφική συμπεριφορά. Όσο απόλυτα αντιμετωπίζουν ΝΟΜΙΜΑ τέτοιες περιπτώσεις τα περισσότερα προηγμένα κράτη. Δεν εγκωμιάζω, ούτε αποδέχομαι οποιαδήποτε έκνομη συμπεριφορά. Προβληματίζομαι απλώς για την εικόνα που προσπαθούν να δημιουργήσουν εκπρόσωποι γνωστών συμφερόντων, παρουσιάζοντας τους απλούς ανθρώπους της υπαίθρου ως εχθρούς της αρκούδας. Ίσως γιατί πέρα από τα συμφέροντά τους δεν έζησαν ποτέ από κοντά το πάθος αυτών των ανθρώπων για τον τόπο τους, τα δάση του και την πανίδα του.
Και βέβαια οι συνειρμοί ήταν αναπόφευκτοι. Μήπως το ίδιο ακριβώς δεν συμβαίνει με εμάς τους κυνηγούς; Συμφέροντα ολιγομελών ομάδων συντηρούν μια ολόκληρη προπαγάνδα, ταυτίζοντας τους φορείς της πιο αρχέγονης δραστηριότητας με τους εξολοθρευτές της πανίδας. Κανένα συμφέρον δεν αρκεί από μόνο του για μια τόσο απροκάλυπτη κατασυκοφάντηση. Χρειάζεται και η άγνοια. Η άγνοια της ψυχικής ανάτασης, που προσφέρει σε όλους εμάς το βουνό, η φύση και το κυνήγι. Τελικά όλοι οι αδικημένοι ανήκουν στις σιωπηλές (χωρίς δυνατότητα αντίστασης) πλειοψηφίες.