Πολλές φορές στον κυνηγότοπο οι τουφεκιές μας φαντάζουν πολύ μακρινές και η καταβολή του θηράματος πραγματικός άθλος. Πόσο ισχύει κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα; Και όταν συμβαίνει, είναι άραγε τυχαίο ή προμελετημένο;
Ακούω συχνά κυνηγούς, των οποίων η φερεγγυότητα και η ειλικρίνειά τους είναι διαπιστωμένη όσον αφορά τα κυνηγετικά δρώμενα, να ισχυρίζονται ότι «κατέβασαν» μία φάσσα, μία τσίχλα ή κάποιο σαρσέλι από τα 50, τα 60 ή τα 70 μέτρα. Κάποιες φορές, μάλιστα, ισχυρίζονται ότι αυτό το σκηνικό επαναλήφθηκε αδιαλείπτως αρκετές φορές στη διάρκεια μιας κυνηγετικής εξόρμησης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο συνδυασμός του συγκεκριμένου όπλου –ακριβέστερα της συγκεκριμένης κάννης με τη σύσφιγξη που είχαν επιλέξει– και του τάδε φυσιγγίου, «κάνουν θαύματα»!
Επικίνδυνη υπερβολή
Το στοιχείο της υπερβολής είναι δυστυχώς σύμφυτο σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που περιβάλλεται από ενθουσιασμό και μεγάλο πάθος. Γι’ αυτό και δεν θα αναφερόμουν ποτέ σ’ αυτό το φαινόμενο, αν δεν θεωρούσα ότι είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, τόσο για νεοφώτιστους κυνηγούς όσο και για την ίδια την πανίδα του τόπου μας. Βρίσκοντας συχνά επίδοξους μιμητές, οι κυνηγοί αυτοί (κυρίως στις τάξεις αρχαρίων) γίνονται αιτία να σπαταληθεί υπερβολικός αριθμός φυσιγγίων, θέλοντας να επιτύχουν δυνατότητα βολής σ’ αυτές τις αποστάσεις κι επίσης γίνονται αιτία πολλά θηράματα, προσβεβλημένα από ένα ή δύο αδύναμα σκάγια, να πεθάνουν 2 ή 3 ώρες αργότερα, χωρίς ποτέ να τα αποκτήσουν. Αυτό το τελευταίο αποτελεί ανεπίτρεπτη σπατάλη στο θηραματικό πλούτο της χώρας μας και γι’ αυτό ακριβώς επέλεξα τη σημερινή αναφορά μου.
Η φύση του κυνηγότοπου
Το πρώτο στοιχείο που πρέπει να επισημανθεί εδώ είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν το σωστό υπολογισμό της απόστασης βολής. Ένας τέτοιος παράγοντας είναι η φύση του κυνηγότοπου. Στις περισσότερες περιπτώσεις υποτιμάμε την απόσταση μιας σχετικά οριζόντιας βολής, παρ’ ότι θα έπρεπε να διαθέτουμε ακρίβεια στον υπολογισμό της, αφού συνήθως παρεμβάλλονται στο οπτικό μας πεδίο φυσικά ορόσημα (δέντρα, θάμνοι κ.λπ.). Μπορεί έτσι να δοκιμάσουμε πραγματικά μία βολή στα 60 μέτρα, θεωρώντας ότι το θήραμα βρισκόταν στα 35 ή στα 40, μία κατά τη γνώμη μου οριακή απόσταση βολής. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει όταν έχουμε ως μοναδικό φόντο του θηράματος τον ουρανό, μ’ άλλα λόγια στις ψηλωμένες τραβέρσες και κυρίως στις royal τουφεκιές που για δευτερόλεπτα δεν διατηρούμε καμία οπτική επαφή με το έδαφος. Αυτό το φαινόμενο επαυξάνεται περαιτέρω όταν το θήραμα περνάει ακριβώς πάνω από το κεφάλι μας και εκεί μπορεί ο υπολογισμός να ξεφύγει τελείως από κάθε λογική. Μία τσίχλα (και λόγω του μικρού μεγέθους της), περνώντας πάνω από το κεφάλι μας στα 25 μέτρα, μπορεί (το έχω συναντήσει πάμπολλες φορές με πολλούς έμπειρους κυνηγούς) να υπολογιστεί ότι περνάει στα 40 ή στα 50 μέτρα και η καταβολή της να θεωρηθεί απίστευτος άθλος.
Η καθαρότητα της ατμόσφαιρας
Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει τις εκτιμήσεις μας, είναι η ατμόσφαιρα τη συγκεκριμένη μέρα του κυνηγίου. Η ομίχλη μας κάνει πολλές φορές να θεωρούμε ότι το θήραμα είναι σε μεγαλύτερη απόσταση από ‘κείνη που πραγματικά βρίσκεται. Αντίθετα, η πλήρης διαύγεια, παρ’ ότι συμβάλλει στον ευκολότερο υπολογισμό της απόστασης, κάνοντας το θήραμα ιδιαίτερα ευδιάκριτο, το παρουσιάζει πολλές φορές πιο κοντά από ό,τι πραγματικά είναι.
Όσον αφορά όμως τις απόπειρες επιτυχίας μιας βολής σε αυτές τις αποστάσεις που αναφέραμε (στα 50 ή στα 60 μέτρα), πρέπει να αναφερθεί ότι πράγματι έχουν καταβληθεί θηράματα (εντελώς συμπτωματικά) ακόμη και σε αποστάσεις 80 ή 100 μέτρων. Αυτό δεν απέδειξε την ποιότητα του φυσιγγίου ή της κάννης του όπλου μας, αλλά τις περισσότερες φορές οφειλόταν στο ακριβώς αντίθετο: κάποια συσσωμάτωση σκαγιών απέκτησε σημαντική κινητική ενέργεια (λόγω αυξημένης μάζας) και κατάφερε να επιφέρει θανάσιμο πλήγμα σε ένα θήραμα, σε μια κυριολεκτικά εξωφρενική απόσταση. Αυτό ούτε είναι εύκολο να επαναληφθεί, ούτε είναι σωστό να το δοκιμάσουμε.
Με συγκεκριμένες συνθήκες και προδιαγραφές
Είναι γεγονός ότι κάποιοι κυνηγοί έχουν εξαιρετικές επιδόσεις (ποσοστό επιτυχίας) σε γρήγορες και πολύ κοντινές τουφεκιές, παρουσιάζοντας παράλληλα αδυναμία στις μακρινές βολές, και κάποιοι άλλοι το αντίθετο. Κάποιοι πιο έμπειροι καταφέρνουν να ρίχνουν πολύ καλά τόσο σε κοντινές όσο και σε μακρινές αποστάσεις. Όμως, κάθε επίτευγμα της τεχνολογίας πρέπει να χρησιμοποιείται στις συνθήκες και με τις προδιαγραφές για τις οποίες κατασκευάστηκε. Ένα μέσο φυσίγγι κυνηγίου με συγκεντρωτήρα είναι κατασκευασμένο για να δοκιμαστεί στα 35 ή τα 36,5 μέτρα από το στόμιο της κάννης (ανάλογα με τη σχολή που ακολουθεί ο καθένας) και αυτό γιατί εκεί θεωρείται η maximum απόσταση που αν ο σκοπευτής – κυνηγός δεν σφάλει στη σκόπευση, το θήραμα είναι αναμενόμενο να καταβληθεί. Από ‘κει και πέρα, ο παράγοντας «τύχη» και «σύμπτωση» αρχίζουν να επηρεάζουν το αποτέλεσμα μιας βολής.
Δεν υπάρχουν θαύματα
Πολλοί κάνουν το λάθος να θεοποιούν τα χοντρά σκάγια και να επιλέγουν ένα ή δύο νούμερα μεγαλύτερα σκάγια, προκειμένου να αυξήσουν το δραστικό τους βεληνεκές. Λησμονούν ότι το θήραμα δεν απαιτεί ένα σκάγι για να καταβληθεί, αλλά έναν αριθμό 3 ως 4 σκαγιών και όταν αυξάνουμε τη διάμετρο του σκαγιού (σε ίδιο βάρος γόμωσης) μειώνουμε τον αριθμό τους και άρα την πυκνότητα της κατανομής. Η κατ’ ελάχιστον μεγαλύτερη συγκέντρωση που δίνουν τα χοντρά σκάγια ως προς τα ψιλά (τηρουμένων σταθερών όλων των υπόλοιπων παραμέτρων της γόμωσης) δεν είναι επαρκής για να ισοσταθμίσει αυτή την αραίωση της κατανομής. Επομένως, μπορούν να δοκιμάσουν, αν θέλουν, την αύξηση του δραστικού βεληνεκούς κατ’ ελάχιστον, αυξάνοντας τη διάμετρο των σκαγιών, όχι όμως να επιδιώκουν θαύματα για τα οποία, ούτως ή άλλως, δεν κατασκευάστηκαν τα σύγχρονα φυσίγγια που χρησιμοποιούν.
Ποιοτική τουφεκιά
Τι μπορεί να κάνει λοιπόν κάποιος που ενδιαφέρεται να απολαύσει μία οριακή, μακρινή βολή; Κατ’ αρχήν να διευκρινίσουμε ότι ως τέτοια θεωρείται οποιαδήποτε βολή πάνω από τα 35 και μέχρι τα 40 ή το πολύ 45 μέτρα. Με τη χρήση καννών με μεγάλη σύσφιγξη και κατάλληλων φυσιγγίων (συνήθως τύπου magnum), μπορεί αυτή η απόσταση να αυξηθεί μέχρι τα 50 μέτρα, χωρίς όμως ποτέ να περιμένουμε σε τέτοιες βολές μεγάλα ποσοστά επιτυχίας. Αυτό που παραδοσιακά προσπαθούσαν να πετύχουν οι περισσότερες σχολές για να εκμεταλλευτούν την αύξηση του βεληνεκούς, ήταν η ποιοτική τουφεκιά. Και εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ποια είναι αυτή. Ποιοτική τουφεκιά δεν είναι εκείνη που δίνει στον κάτοχο του φυσιγγίου μεγάλο ή μικρότερο δραστικό βεληνεκές. Είναι εκείνη που τον βοηθάει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις δυνατότητες της γόμωσης. Και αυτό σημαίνει όσο μεγαλύτερη ισοκατανομή των σκαγιών γίνεται.
Ποια είναι η σωστή βολή
Μία βολή με πολλά κενά και συσσωματώσεις, δεν μπορεί ποτέ να δώσει σταθερά και καλά αποτελέσματα στο κυνήγι. Η δε ισοκατανομή των σκαγιών επιτυγχάνεται με απλούς στην καταγραφή αλλά δύσκολους στην εφαρμογή τους κανόνες: χρειάζονται ποιοτικά υλικά στην κατασκευή του φυσιγγίου, ποιοτικές κάννες και πάνω απ’ όλα, πολλές ώρες προσπάθειας μέχρι να επιτευχθεί ο ιδανικός συνδυασμός , τόσο φυσιγγίου όσο και σκοπευτικής ικανότητας.