Στη βλητική του λειόκαννου η κάθε επιλογή αποτελεί «χρυσή τομή» ανάμεσα σε μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα. Πανάκειες, λύσεις για κάθε περίσταση και αφορισμοί δεν χωράνε, γιατί αν ίσχυε κάτι τέτοιο, όλα τα όπλα θα ήταν στις μέρες μας πανομοιότυπα.
Είναι γεγονός ότι οι φήμες γύρω από την ποιότητα ενός προϊόντος αποτελούν την καλύτερη διαφήμιση ή αντιδιαφήμισή του. Όσο λιγότερες τεχνικές γνώσεις διαθέτει κάποιος στην αξιολόγηση ενός προϊόντος, τόσο περισσότερο βασίζεται στην εμπειρία προηγούμενων ιδιοκτητών και χρηστών του προϊόντος αυτού. Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία ισχυροποιήθηκε εδώ και κάποιες δεκαετίες στην ευρωπαϊκή αγορά, χάρη στη μακροζωία που παρατηρείτο στα μοντέλα των προϊόντων της. Η ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία ακολούθησε, κερδίζοντας τη φήμη των «απροβλημάτιστων» τετράτροχων παραγωγών. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα όπλα. Μεσαίας τιμής, γαλλικής προέλευσης πλαγιόκαννα, έγραψαν ιστορία στον ελλαδικό χώρο και εξακολουθούν να είναι περιζήτητα, πάντα με την υποσημείωση ότι «δουλεύουν καλά μόνο αν εντοπίσεις το φυσίγγι που τους ταιριάζει». Υπερατλαντικής προέλευσης αυτογεμή θεωρήθηκαν εξαιρετικά καρτεροντούφεκα, αλλά προβληματικά στο κυνήγι με σκύλο φέρμας. Βαριά και χοντροκομμένα όπλα κατάφεραν να γίνουν διάσημα χάρη στη φήμη που απέκτησαν οι κάννες τους: «βγάζουν σίγουρα τις καλύτερες τουφεκιές».
Παλιές και νέες δοξασίες
Τα παλιότερα χρόνια, η οικονομική ανέχεια της ελληνικής υπαίθρου χρησιμοποιούσε ως κύριο κριτήριο στην επιλογή όπλου το μεγάλο δραστικό βεληνεκές, δηλαδή τις υψηλές συγκεντρώσεις. Αυτό γιατί ελάχιστοι σπαταλούσαν φυσίγγια στον κινητό στόχο, αφού σκοπός του ημερήσιου κυνηγίου ήταν να μπει ένας λαγός ή δυο πέρδικες στο τσουκάλι, ενισχύοντας το οικογενειακό σιτηρέσιο. Με το πέρασμα των χρόνων και την αλλαγή των συνθηκών, τα κοντόκαννα και ανοιχτά όπλα άρχισαν να κερδίζουν έδαφος. Οι παλιές προκαταλήψεις υποχώρησαν, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο έδωσαν τη θέση τους σε καινούργιες. Ίσως γιατί τελικά οι προκαταλήψεις σε κάθε ζήτημα λιπαίνονται και ποτίζονται από την ημιμάθεια ή την άγνοια. Ελάχιστοι είναι σε θέση να κρίνουν και να αξιολογήσουν τα χαρακτηριστικά ενός όπλου, γνωρίζοντας πραγματικά το κάθε στοιχείο, τι πλεονεκτήματα και τι μειονεκτήματα προσδίδει σε μια οπλοκατασκευή.
Η “λάθος” κατασκευή της κάννης
Η πραγματικότητα αυτή καταντάει πρόβλημα όταν αποσπασματικές πληροφορίες και φήμες οδηγούν σε παράλογες καταστάσεις ή σε μαζικές υστερίες. Παράλογη κατάσταση είναι, για παράδειγμα, να θεωρούμε ότι όλοι οι κατασκευαστές της κεντρικής και νότιας Ευρώπης κατασκευάζουν από λάθος κάννες με εσωτερική διάμετρο 18,3 (στην πλειονότητά τους) ή ότι αντιμετωπίζουν τεχνικά προβλήματα στο να κατασκευάσουν κάννες μεγαλύτερης διαμέτρου. Δύο άρθρα, πριν από 15 περίπου χρόνια στον κυνηγετικό Τύπο, για τη μείωση λακτίσματος από την αύξηση της εσωτερικής διαμέτρου της κάννης, ήταν αρκετά για να αρχίσει ένας ολόκληρος κόσμος να περιφέρεται από οπλοπωλείο σε οπλοπωλείο ψάχνοντας το αυτογεμές που «εκ λάθους» κατασκευάστηκε με εσωτερική διάμετρο 18,4 αντί 18,3. Και, βέβαια, αν βρισκόταν αντίστοιχο όπλο με εσωτερική διάμετρο κάννης 18,5, αποτελούσε τουλάχιστον αντικείμενο δημοπρασίας.
Μύθος η μία και μοναδική αλήθεια
Η καταγραφή όλων αυτών των προκαταλήψεων και η επισήμανση του βαθμού αλήθειας που μπορεί να περιέχουν, θα χρειαζόταν έναν τόμο ολόκληρο και όχι την έκταση ενός άρθρου περιοδικού. Γι’ αυτό φιλοδοξία αυτού του άρθρου είναι απλώς να καταγράψει τις βασικότερες από αυτές τις προκαταλήψεις και βέβαια να εξηγήσει τη σχέση προδιαγραφών όπλου και βλητικής απόδοσης, που είναι και το ζητούμενο. Η απλή ακαδημαϊκή γνώση κάποιων βλητικών παραμέτρων δεν αρκεί, αλλά χρειάζεται η δημιουργική και συνθετική δυνατότητα από τη μεριά του κυνηγού, ώστε να συνδυάσει σωστά τις γνώσεις του γύρω από τις προδιαγραφές ενός όπλου με τα βλητικά δεδομένα που εκείνες προσφέρουν.
Τα τσοκ των καννών
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των όσων αναφέρω αποτελεί η περίπτωση των συσφίγξεων (τσοκ) των καννών του κυνηγετικού όπλου. Όλοι γνωρίζουν ότι οι υψηλές συσφίγξεις ευνοούν μακρινές βολές, ελαχιστοποιώντας τη διόρθωση σκοπευτικού σφάλματος, λόγω μικρότερης διασποράς. Αντίθετα οι ανοιχτές κάννες προσφέρουν διόρθωση σκοπευτικού σφάλματος, αλλά μειώνουν το δραστικό βεληνεκές του κυνηγετικού λειόκαννου. Παρ’ όλα αυτά χρειάζεται εμπειρική γνώση για να συνειδητοποιήσει κανείς το βαθμό των διαφορών ανάμεσα σε ένα τσοκαρισμένο και σε ένα ανοιχτό όπλο. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που κυνηγοί θεοποιούν τις δυνατότητες ενός πολύ τσοκαρισμένου όπλου και, αδιαφορώντας για τη σκοπευτική τους δεινότητα και τη συνακόλουθη ανάγκη διόρθωσης σκοπευτικού σφάλματος, καταφεύγουν σε κάννες με πλήρη σύσφιγξη (φουλ τσοκ) ή ακόμα και extra φουλ τσοκ. Τις αποτυχίες που ακολουθεί μια τέτοια επιλογή τις χρεώνουν συχνά στον κατασκευαστή των φυσιγγίων ή στην ποιότητα κατασκευής της κάννης του όπλου τους, σπανιότατα όμως στις προδιαγραφές της (σύσφιγξη).
Η διάμετρος αυλού
Ένα κλασικό ζήτημα που ταλανίζει εδώ και καιρό πολλούς υποψήφιους αγοραστές όπλων είναι η περίφημη διάμετρος του ιδίως κοίλου της κάννης, αυτού που συνήθως αναφέρεται ως «διάμετρος αυλού». Αν τα παλιότερα χρόνια οι κυνηγοί επέλεγαν πολύ τσοκαρισμένα όπλα για να έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες βολής σε στατικά θηράματα, η διάμετρος αυλού δεν ήταν τυχαία πολύ περιορισμένη (18,2 ως 18,3 στο διαμέτρημα 12) στα όπλα της εποχής εκείνης. Σχετιζόταν με την ποιότητα των υλικών βυσμάτωσης που κάλυπταν μια τεράστια γκάμα. Η γκάμα αυτή περιλάμβανε από άθλιας ποιότητας τάπες φελλού, πεπιεσμένου φελιζόλ, πεπιεσμένου αφρολέξ, τάπες από ίνες φυτικής προέλευσης κ.λπ., ως άριστης ποιότητας λιπασμένες μάλλινες τάπες που ακόμα αναπολούν και ψάχνουν οι θιασώτες των παραδοσιακών υλικών γόμωσης. Αν λοιπόν υπήρχε μια τόσο μεγάλη γκάμα υλικών, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το πρόβλημα της διαφυγής αερίων ήταν ιδιαίτερα μεγάλο στα φυσίγγια της εποχής. Και βέβαια, η αντιμετώπιση ενός τέτοιου προβλήματος συνίσταται αφενός μεν στη διαμόρφωση του κώνου συναρμογής (κώνου που συνδέει τη θαλάμη με το ιδίως κοίλο της κάννης) και αφετέρου στη διατήρηση στενής εσωτερικής διαμέτρου ώστε να μειωθεί η διαφυγή αερίων. Επιπλέον η μικρή εσωτερική διάμετρος του ιδίως κοίλου της κάννης συνέβαλλε στη διατήρηση ικανοποιητικών πιέσεων με χρήση μικρότερης ποσότητας πυρίτιδας.
Μεγάλη γκάμα
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την έστω και ελάχιστη εξοικονόμηση πυρίτιδας σε μια περίοδο που η οικονομική ανέχεια ήταν το κύριο χαρακτηριστικό για τις περισσότερες οικογένειες και το κυνήγι ακροβατούσε ανάμεσα στο πάθος και την ανάγκη αποκομιδής τροφής. Αργότερα, όταν τα υλικά από πολυπροπυλένιο και πολυαιθυλένιο μπήκαν στην κατασκευή των φυσιγγίων, συνηθέστερα με τη μορφή του συγκεντρωτήρα και σπανιότερα με τη μορφή διασπορέα ή μεσόταπας, πολλοί πίστεψαν ότι η διαφυγή αερίων είναι μια τελειωμένη, ξεπερασμένη υπόθεση. Δυστυχώς, γελάστηκαν. Μπορεί τα σύγχρονα υλικά γόμωσης να διαφημίστηκαν επαρκώς, γιατί ήταν φτηνότερα και προσφέρονταν για μαζική παραγωγή, ταιριάζοντας απόλυτα με την περίοδο της εκβιομηχάνισης κάθε προϊόντος, όμως ποιοτικά παρουσίασαν (και δυστυχώς παρουσιάζουν μέχρι τις μέρες μας) μια εξίσου μεγάλη γκάμα ποιοτήτων.
Διαχρονική αξία
Ο πλαστικός συγκεντρωτήρας έχει δύο στοιχεία που υπαγορεύουν την καλύτερη ή χειρότερη έμφραξη που θα προσφέρει στα αέρια της καύσης της πυρίτιδας. Το πρώτο σχετίζεται με την καταλληλότητα σχήματος. Και ‘κει πρέπει να πούμε ότι όντως η «φούστα» ενός συγκεντρωτήρα προσφέρει σε επίπεδο προδιαγραφών πολύ καλύτερη έμφραξη από την κλασική μάλλινη τάπα. Το δεύτερο στοιχείο, όμως, έχει να κάνει με τη συμπεριφορά του υλικού του συγκεντρωτήρα κατά την απότομη και μεγάλη αύξηση της θερμοκρασίας. Και ‘κει είναι που πραγματικά πολλά σύγχρονα υλικά βυσμάτωσης αποδεικνύονται υποδεέστερα της παραδοσιακής τάπας. Παρ’ όλα αυτά, η οικονομική ευμάρεια (συγκριτικά με το απώτερο παρελθόν) και η φήμη του περιορισμού λακτίσματος, από την αύξηση της εσωτερικής διαμέτρου του αυλού (λέω φήμη γιατί οι διαφορές είναι υπαρκτές, αλλά απειροελάχιστες), έκαναν μια μεγάλη μερίδα των κυνηγών να αποζητά όπλα με μεγάλη εσωτερική διάμετρο κάννης.
Διευρυμένος αυλός
Οι κατασκευαστές επέμειναν για καιρό σε κάννες εσωτερικής διαμέτρου 18,3, έχοντας υπόψη τους πάνω απ’ όλα την ποιότητα των υλικών βυσμάτωσης. Ωστόσο, σύντομα ακολούθησαν την απαίτηση των καταναλωτών και την τελευταία 15ετία έχουν αυξηθεί σημαντικά οι κάννες με εσωτερική διάμετρο 18,4, 18,5 κ.λπ. Παράλληλα, η αγκύλωση των ουσιαστικών ευρεσιτεχνιών (πατεντών) γύρω από τη βελτίωση του λειόκαννου, στη δεκαετία του ’20, εξανάγκασε τις εταιρείες να δημιουργήσουν καινοτομίες, καθεμία από τις οποίες βρήκε μικρότερο ή μεγαλύτερο αριθμό οπαδών. Κλασικό παράδειγμα τέτοιας καινοτομίας είναι οι κάννες διευρυμένου αυλού που με διαφορετικές ονομασίες κυκλοφορούν στην αγορά. Σε κάποιες περιπτώσεις οι κάννες αυτές προσφέρουν αναβαθμισμένα βλητικά αποτελέσματα. Σε ελάχιστες περιπτώσεις, όμως, οι χρήστες τους γνωρίζουν την πραγματική επίδραση του διευρυμένου αυλού στη διατήρηση των πιέσεων, στη βελτίωση της κατανομής και κυρίως στην αλλαγή του μήκους της ατράκτου των σκαγιών, μιας παραμέτρου πολύ σημαντικής στη βλητική του λειόκαννου.
Στο μεσοδιάστημα αυτών των αλλαγών θεοποιήθηκαν χώρες οπλοκατασκευών που είχαν ως κανόνα την παραγωγή καννών με αυλό μεγάλης διαμέτρου, όπως για παράδειγμα η Ισπανία.
Ο κώνος συναρμογής (ή προσαρμογής)
Ένα άλλο στοιχείο που συζητήθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια, είναι το μήκος του κώνου προσαρμογής ή «συναρμογής». Ο μακρύς κώνος συναρμογής θεωρήθηκε από πολλούς πανάκεια στην ποιότητα της τουφεκιάς. Στην πραγματικότητα, ο μακρύς κώνος συναρμογής έχει ελάχιστη επίδραση στη μείωση του λακτίσματος και μια κάποια ευεργετική επίδραση στην ποιότητα της κατανομής, μόνο όμως αν συμβάλλουν και πολλοί άλλοι παράγοντες όπως η σωστή διαμόρφωση των συσφίγξεων (τσοκ) στην κάννη του όπλου. Όμως και αυτή η επιμήκυνση δεν μπορεί να υπερβαίνει κάποια συγκεκριμένα όρια γιατί τότε και η ποιότητα της κατανομής παύει να βελτιώνεται και η ενέργεια των σκαγιών, διατηρώντας σταθερή τη γόμωση σε πυρίτιδα, θα υποστεί σημαντική μείωση. Ο ιδιόρρυθμος κώνος συναρμογής των παραδοσιακών γαλλικών δικάννων είναι υπαίτιος, κατά τη γνώμη μου, για τη φήμη που απέκτησαν τα όπλα αυτά τις περασμένες δεκαετίες. Μια φήμη σύμφωνα με την οποία τα όπλα αυτά έδιναν εξαιρετικές ποιότητες κατανομής αλλά μόνο με πολύ συγκεκριμένα φυσίγγια. Το μήκος του κώνου συναρμογής σχετίζεται άμεσα με το υλικό βυσμάτωσης και με το βάρος της γόμωσης σε σκάγια. Οι παραδοσιακές μάλλινες τάπες, όπως και η σύγχρονη υποβαθμισμένη εκδοχή τους από χαρτοπολτό, δίνανε καλύτερα βλητικά αποτελέσματα με κοντούς κώνους συναρμογής. Οι ελαφριές γομώσεις φυσιγγίων, επίσης. Αντίθετα, τα σύγχρονα υλικά γόμωσης και κυρίως οι γομώσεις μεγάλου βάρους (πάνω από 35 γραμμάρια σε σκάγια για το διαμέτρημα 12) απαιτούν μακρείς κώνους συναρμογής, ώστε να αποφεύγεται η μεγάλη τριβή μεταξύ των σκαγιών, η παραμόρφωσή τους και συνακόλουθα η μείωση της ισοκατανομής των σκαγιών στον πίνακα.
Το σχήμα του κοντακιού
Άλλο ένα στοιχείο που σχετίστηκε για πολλά χρόνια με προκαταλήψεις ήταν το σχήμα των κοντακιών. Το σκεπτικό που επικράτησε σε πολλούς ήταν το εξής: «Τα αγγλικά όπλα είναι τα καλύτερα του κόσμου. Τόσο αυτά όσο και τα περισσότερα ακριβά δίκαννα άλλων προελεύσεων έχουν αγγλέ κοντάκι, άρα το αγγλέ κοντάκι είναι πολύ καλύτερο από το πιστολέ». Χρειάστηκε πολλά χρόνια, χιλιάδες κυνηγοί να πειραματιστούν με αγγλέ κοντάκια έως ότου κάποιοι από αυτούς συνειδητοποιήσουν ότι σε καμία περίπτωση δεν βελτίωναν τις επιδόσεις τους και δεν τους βόλευαν. Σε θεωρητικό επίπεδο είναι γεγονός ότι στον ιδανικό τύπο σουίνγκ (ακολούθησης του κινούμενου στόχου) της αγγλικής σχολής, το αγγλέ κοντάκι τοποθετεί τον αγκώνα του δεξιού χεριού του δεξιόχειρα σκοπευτή κάπως ψηλότερα, υποβοηθώντας την αρμονικότητα της κίνησης. Είναι εξίσου σωστό ότι το αγγλέ κοντάκι υποβοηθά την ανεπαίσθητη μετατόπιση του χεριού προς τα πίσω κατά το πέρασμα από την πρώτη στη δεύτερη σκανδάλη. Είναι όμως μέγα σφάλμα να θεωρούμε ότι η στάση αυτή (με τον δεξιό αγκώνα ψηλότερα) βοηθάει και βολεύει τον οποιονδήποτε. Όπως είναι εξίσου σφάλμα να θεωρούμε ότι το αγγλέ κοντάκι υπερέχει σε ένα μονοσκάνδαλο όπλο όπου αυτό που απαιτείται είναι η ακινησία του χεριού στην ίδια θέση, ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη βολή. Άνθρακες ο θησαυρός, λοιπόν, και σ’ αυτή την περίπτωση, για πολλούς «νεωτεριστές»! Απέμεινε η αισθητική υπεροχή του αγγλέ κοντακιού που, λόγω της υποκειμενικότητας κάθε αισθητικής επιλογής, παραμένει στο απυρόβλητο της κριτικής.
Βαριές και ελαφριές γομώσεις
Ας έρθουμε όμως στις γομώσεις των φυσιγγίων. Για πολλά χρόνια οι βαριές γομώσεις ήταν το ζητούμενο, με μοναδικό γνωστό μειονέκτημά τους την υψηλότερη τιμή πώλησης των φυσιγγίων τους. Σταδιακά, η κυνηγετική μόρφωση προχώρησε, ξεκαθαρίζοντας στο μυαλό του καθένα το βάρος γόμωσης που προορίζεται για κάθε θήραμα, ακριβέστερα το βάρος γόμωσης που είναι ιδανικό για κάθε θήραμα. Σταδιακά άρχισαν να αποζητάνε όλοι ελαφρύτερες γομώσεις. Μια σύντομη στατιστική θα αποδείκνυε εύκολα ότι το μέσο βάρος σε σκάγια ενός τσιχλοφύσιγγου πέρασε μέσα σε 15 χρόνια από τα 33 ως 34 γραμμάρια (που ήταν η συντριπτική πλειονότητα των φυσιγγίων) στα 32 γραμμάρια! Κάποιοι, όμως, «βασιλικότεροι του βασιλέως» ξεκίνησαν μία κούρσα μειώσεων που απέδιδε στις ακραίες εκδοχές της, μοναδικά προτερήματα στις γομώσεις 28 γραμμαρίων για το διαμέτρημα 12, σε όλα ανεξαιρέτως τα θηράματα.
Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους
Γνωστή γερμανική εταιρεία φυσιγγίων κατασκεύασε φυσίγγια εξειδικευμένα για το κυνήγι του λαγού, με βάρος γόμωσης 29 γραμμάρια σκάγια! Επώνυμοι Έλληνες κυνηγοί που επισκέπτονται το Σουδάν για κυνήγι υδροβίων, διαπίστωσαν στην πράξη (σε αριθμούς θηραμάτων που δεν άφηναν πολλά περιθώρια στατιστικού σφάλματος) ότι τα 28 γραμμάρια πήγαιναν υπέροχα στο κυνήγι των υδροβίων κ.λπ. Εδώ τη σωστή κρίση και επιλογή μπορεί να τη διαθέσει μόνο όποιος δεν λειτουργεί με αφορισμούς. Η επιλογή βάρους γόμωσης δεν σχετίζεται μόνο με το είδος του θηράματος που πρόκειται να κυνηγήσουμε αλλά και με τις υπόλοιπες συνθήκες και παραμέτρους, όπως για παράδειγμα τις θερμοκρασίες, την αναμενόμενη απόσταση βολής κ.λπ. Από την άλλη μεριά, η πρόοδος των πυρίτιδων, η δημιουργία υπερπροοδευτικών σύγχρονων πυρίτιδων και η δυνατότητα κατασκευής φυσιγγίων με σχετικά βαριές γομώσεις, χωρίς υπέρμετρη αύξηση πιέσεων και σημαντική απώλεια αρχικών ταχυτήτων, δεν δικαιολογούν σε καμία περίπτωση την υστερία περαιτέρω μείωσης του βάρους γόμωσης στις επιλογές μας. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι σε κυνήγια μικρών θηραμάτων, όπως αυτό της τσίχλας, του ορτυκιού κ.λπ., δεν είναι σωστό να χρησιμοποιεί κανείς γομώσεις 28 ως 30 γραμμαρίων σε σκάγια.
Το νούμερο των σκαγιών
Άφησα τελευταίο, αν και το θεωρώ από τα πλέον σημαντικά, την επιλογή διαμέτρου σκαγιών για κάθε θήραμα. Τα τελευταία χρόνια η αθρόα εισαγωγή φυσιγγίων και οι διαφορετικές αριθμήσεις του κάθε μεγέθους σκαγίου που επικράτησαν, δημιούργησαν μια σύγχυση ούτως ή άλλως από τα σκάγια που επιλέγει κάθε κυνηγός. Όμως παλιές δοξασίες και ακραίες συμπεριφορές εξακολουθούμε να παρατηρούμε στην επιλογή μεγέθους των σκαγιών, ανεξάρτητα από αυτό. Είναι γεγονός ότι όσο αυξάνουμε τη διάμετρο ενός σκαγιού και συνακόλουθα τη μάζα του, επιτυγχάνουμε μεγαλύτερη κινητική ενέργεια στο σκάγι και συνακόλουθα μεγαλύτερη διατρητικότητα. Αυτό μεταφράζεται σε διατήρηση της διατρητικής ικανότητας του σκαγιού σε μεγαλύτερη απόσταση, συγκριτικά με κάποιο σκάγι μικρότερης διαμέτρου. Όμως σε καμία περίπτωση δεν μεταφράζεται σε αύξηση του δραστικού βεληνεκούς του όπλου χωρίς παρενέργειες! Αν οι τσίχλες περνάνε από το καρτέρι σε μια δεδομένη στιγμή κάπως ψηλωμένες, αυτό δεν σημαίνει ότι θα έχουμε μεγαλύτερες επιτυχίες με σκάγια Νο7. Μπορεί να διατηρούν τα σκάγια αυτά μεγαλύτερη διατρητική ικανότητα στα 40 μέτρα, αλλά η πυκνότητα κατανομής της τουφεκιάς είναι πολύ αραιότερη από ότι σε μια ίδιου βάρους γόμωση με σκάγια Νο9 ή 10.
Βολή σε καίριο σημείο
Συνακόλουθα μπορεί να τραυματίσουμε θανάσιμα ένα θήραμα, αλλά δυσχεραίνουμε και μειώνουμε τις πιθανότητες για την άμεση καταβολή του που είναι και το ζητούμενο. Μία εξαιρετική, σπάνιας αξίας μελέτη του Ιταλού βλητικού Antonio Granelli, προ 15ετίας, απέδειξε ότι όχι μόνο το Νο8 αλλά και το σκάγι Νο9 και το σκάγι Νο10, διατηρούν τη διατρητική τους ικανότητα απέναντι στην τσίχλα αμείωτη, μέχρι του σημείου εκείνου που η πυκνότητα της κατανομής, στα σκάγια Νο8, αραιώνει τόσο που δεν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έχουμε 3 ως 4 σκάγια στο σώμα του θηράματος. Όσο για τους κυνηγούς εκείνους που επιμένουν ότι και ένα μόνο σκάγι μεγάλης διαμέτρου (αναφέρουν συνήθως το Νο7) είναι ικανό για να καταβάλει μία τσίχλα, πρέπει να παραδεχτώ ότι αυτό ισχύει μόνο αν το σκάγι έχουμε την τύχη να βρει το θήραμα σε καίριο σημείο. Κατά τ’ άλλα, σε μια κρίση παράλογων και ακραίων πειραματισμών μου για άλλο ζήτημα, κυνήγησα επί δύο μέρες συστηματικά τσίχλες με σκάγια Νο3. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι πήρα στα χέρια μου ακόμη και θηράματα με δύο τέτοια σκάγια που παρέμεναν απολύτως ζωντανά και η απόκτησή τους οφειλόταν στο ότι ένα από τα δύο σκάγια βρισκόταν στο φτερό. Η μόνη συνεπής, λοιπόν, επιλογή πολύ χοντρών σκαγιών για το τσιχλοκυνήγι, είναι εκείνη που ο κυνηγός διατίθεται να χάσει πολλά (υπό άλλες συνθήκες) σίγουρα θηράματα, στο βωμό της απόλαυσης μιας ή ελάχιστων πολύ θεαματικών και μακρινών βολών. Αυτές είναι οι βολές που κάποιο μεγάλης διαμέτρου σκάγι θα μπορέσει να του χαρίσει το θήραμα, χτυπώντας το σε καίριο σημείο ή στο φτερό.