Πάνω από τα δύο τρίτα του πληθυσμού δεν κατάφεραν να διατηρήσουν τα επίπεδα της δραστηριότητάς τους, με την μέτρια άσκηση να μειώνεται κατά 41%, συμπεριλαμβανομένης και κάθε δραστηριότητας που αυξάνει τον ρυθμό της καρδιάς και της αναπνοής, όπως το γρήγορο περπάτημα, το τρέξιμο, η ποδηλασία, ακόμη και η κηπουρική!
Αντίστοιχη ήταν και η μείωση της εντατικής άσκησης, που μειώθηκε κατά 42%, με τις επιπτώσεις να είναι σημαντικότερες στους επαγγελματίες αθλητές και τους έντονα δραστήριους ανθρώπους και αναλογικά στους νεότερους και πιο ηλικιωμένους.
Η μείωση της δραστηριότητας ήταν πιο εμφανής στα άτομα 70 ετών και πάνω, που ήταν 56-67% λιγότερο δραστήριοι σε σχέση με την εποχή πριν την πανδημία.
Η διαπίστωση αυτή προέρχεται από ευρεία διεθνή μελέτη του Πανεπιστημίου Γκαίτε στην Φρανκφούρτη, με τη συμμετοχή 20 επιστημόνων από 14 χώρες, καθώς και 15.000 πολιτών που απάντησαν σε ερωτηματολόγιο σχετικό με τους περιορισμούς που έφερε η πανδημία.
Οι συγγραφείς της μελέτης υπογράμμισαν ότι η αδράνεια ακόμη και για δυο εβδομάδες μόνο – ιδίως στους ηλικιωμένους- μπορούν να οδηγήσουν σε αλλαγές της φυσικής κατάστασης που είναι δύσκολο να αναστραφούν όπως το ποσοστό λίπους στο σώμα ή η ευαισθησία στην ινσουλίνη.
Ο Π.Ο.Υ. συνιστά τουλάχιστον 150 λεπτά μέτριας ή 75 λεπτά έντονης άσκησης την εβδομάδα, κάτι που το 81% των συμμετεχόντων στην μελέτη το πετύχαιναν πριν την πανδημία. Με τα lockdown, το ποσοστό αυτό, έπεσε στο 63%.
Η επαρκής άσκηση, μπορεί να μειώσει τη θνησιμότητα ως και 39%, γνωρίζουμε ήδη από σχετική μελέτη του 2015. Και τα δεδομένα δείχνουν ότι έστω και πολύ λίγη άσκηση έχει τη σημασία της σε έναν στους δέκα πρόωρους θανάτους, επειδή η φυσική δραστηριότητα μειώνει την πίεση, τις μεταβολικές διαταραχές όπως ο διαβήτης, αλλά και τους καρκίνους.
Η άσκηση ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό, βελτιώνει την κυκλοφορία του αίματος, ενεργοποιεί τα λεμφοκύτταρα και ουσίες που μεταφέρουν μηνύματα στον οργανισμό, όπως οι κυτοκίνες, και οι οποίες μετέχουν στην άμυνα του οργανισμού.
Οι δραστήριοι άνθρωποι είναι λιγότερο επιρρεπείς στη γρίπη, τους ρινοϊούς και τους άλλους αναπνευστικούς ιούς, όπως επίσης και στον έρπητα. Αντίστοιχα μειώνει τους παράγοντες κινδύνου, όπως η παχυσαρκία. Συνδυαστικά, η φυσική υγεία και η άσκηση μειώνουν και τον κίνδυνο για ψυχικά νοσήματα όπως η κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές.
Ψυχικές επιπτώσεις
Σε ότι αφορά τις ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας, η μελέτη διαπίστωσε πως οι περιορισμοί που τέθηκαν, διατάραξαν το «ευ ζην» στο 73% των πολιτών που συμμετείχαν. Η ποιότητα ζωής κατά τον ΠΟΥ, αποτυπώνεται στους δείκτες που μετρούν την διάθεση, την ανάπαυση, δραστηριότητα, χαλάρωση και ενδιαφέρον. Και με την πανδημία, το ποσοστό ποιότητας ζωής έπεσε από 68% στο 52%, με το πρώτο lockdown.
Οι δε πιθανότητες για κατάθλιψη, τριπλασιάστηκαν, από 15% σε 45%. Και μόνο 14-20% των συμμετεχόντων, ανέφερε ότι παρατήρησε βελτίωση στην υγεία του.
Τα αποτελέσματα της μελέτης, αποτελούν προειδοποίηση για αύξηση των δαπανών υγείας τα επόμενα χρόνια, καθώς η ετήσια δαπάνη για τα άτομα που δεν ασκούνται ή ασκούνται ελάχιστα, αυξάνεται κάθε χρόνο κατά 1200 και 600 ευρώ, αντίστοιχα. Δηλαδή μόνο για τα 3000 άτομα που μετείχαν στη μελέτη και δεν αθλούνταν αρκετά μέσα στην καραντίνα, η αύξηση της δαπάνης περίθαλψης αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 2-4 εκατ. ευρώ, μόνο για την επόμενη χρονιά.