Το βουνό του Ολύμπου βρίσκεται στο μέσο περίπου της ηπειρωτικής Ελλάδας και η προσπέλασή του είναι εύκολη από το εθνικό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο Αθηνών-Θεσσαλονίκης και από επαρχιακούς δρόμους που συνδέουν τις πόλεις και χωριά γύρω από το βουνό, με κυριότερη βάση για τις εξορμήσεις τη γραφική κωμόπολη του Λιτόχωρου, όπου λειτουργούν αρκετά ξενοδοχεία και ταβέρνες. Επίσης, στην παραλιακή ζώνη της Πιερίας υπάρχουν πολλά κάμπινγκ και ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Πρόκειται για μια ιδανική επιλογή για όσους αγαπούν τις μεγάλες βόλτες στην φύση και την ανακάλυψη της άγριας ομορφιάς της.
Οι δρόμοι και τα μονοπάτια που διασχίζουν τον ορεινό όγκο, δίκτυο άριστα διατηρημένο στην πλειοψηφία του, δίνει την ευκαιρία στον πεζοπόρο και στον επισκέπτη που δεν έχει ειδικά ορειβατικά ενδιαφέροντα ή γνώσεις να γνωρίσει από κοντά τον Όλυμπο, τις ποικιλίες της χλωρίδας και της πανίδας και το φυσικό κάλλος του. Κυριότερο είναι το Ευρωπαϊκό Μονοπάτι Ε4 που κινείται δυτικά από Λιτόχωρο προς τις κορυφές, μέσα από το φαράγγι του Ενιπέα. Επίσης υπάρχει το Εθνικό Μονοπάτι Ο2, που συνδέει τις κορυφές προς τα νότια με το Πήλιο.
Σε πολλά σημεία υπάρχουν καθιστικά κοντά σε πηγές και βρύσες που προσφέρουν στιγμές ξεκούρασης και περισυλλογής στους επισκέπτες. Η Δασική Υπηρεσία (Διεύθυνση Δασών Πιερίας) έχει τοποθετήσει σε διάφορα σημεία ενημερωτικές πινακίδες με τον χάρτη του Εθνικού Δρυμού και χρήσιμες οδηγίες. Οι επισκέπτες που έχουν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους, ιδανικά μπορούν να ανεβούν στην κορυφή από τη δεύτερη διαδρομή και να κατεβούν από την πρώτη, διανυκτερεύοντας στα καταφύγια.
Οι θερινοί μήνες είναι οι καταλληλότεροι για ορειβασία αφού η κορυφή του Ολύμπου δεν είναι χιονισμένοι και οι θερμοκρασίες είναι ενδεδειγμένες ενώ παράλληλα είναι ανοιχτά και τα καταφύγια. Σε αυτήν την εποχή οι ορειβάτες δεν χρειάζονται εξειδικευμένο εξοπλισμό. Οι καλοκαιρινές αναβάσεις στο Όλυμπο αρχίζουν συνήθως από τις αρχές Ιουνίου και τελειώνουν στο τέλος του Σεπτέμβρη.
Οι δύο κύριες διαδρομές για την εξερεύνηση του Ολύμπου ξεκινούν από το Λιτόχωρο και φθάνουν μέχρι τις κορυφές του βουνού. Η πρώτη ακολουθεί τη χαράδρα του Ενιπέα και ο επισκέπτης μετά από περίπου πέντε ώρες επίπονης πεζοπορίας, αφού περάσει τη Μονή Αγίου Διονυσίου, φθάνει στη Θέση «Πριόνια», (υψόμετρο 1.100 μ.), όπου υπάρχει εστιατόριο για φαγητό, πηγή και θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων. Από τα «Πριόνια», ακολουθώντας το Ευρωπαϊκό Μονοπάτι «Ε4» σε δύο και μισή περίπου ώρες ο ορειβάτης φθάνει στις κορυφές του Ολύμπου.
Στην οδική διαδρομή για Πριόνια στο 10o χιλιόμετρο από το Λιτόχωρο, στη θέση «Σταυρός» υπάρχει το καταφύγιο «Δημ. Μπουντόλας» (υψόμετρο 944 μ.) που λειτουργεί, μετά την κατασκευή του δρόμου, κυρίως ως εστιατόριο-καφετέρια. Κατά μήκος του δρόμου υπάρχουν θέσεις όπου μπορεί κανείς να σταματήσει και να απολαύσει το τοπίο. Στην ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου λειτουργούν 9 οργανωμένα καταφύγια που παρέχουν διάφορες υπηρεσίες σε τουρίστες, ορειβάτες, αναρριχητές κλπ κάποιες περιόδους ή και κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους, καθώς και 6 καταφύγια ανάγκης, τα οποία δεν διαθέτουν προσωπικό.
Ανάβαση στον Μύτικα
Ο Μύτικας είναι η υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου και της Ελλάδος και η δεύτερη υψηλότερη των Βαλκανίων με το ύψος του να ανέρχεται στα 2.917 μ. Η κορφή, ως ορειβατική πρόκληση, είναι ανάμεσα στις δυσκολότερες κορυφές της Ελλάδας, ενώ το σημείο της Κακόσκαλας αποτελεί ένα από τα επικινδυνότερα σημεία ορειβασίας, λόγω της μεγάλης κλίσης, του δύσβατου της πλαγιάς, αλλά και του δέους που σε κατακλύζει αντικρίζοντας την υψομετρική απόσταση έως το τέλος της πλαγιάς. Τα δύο μονοπάτια που οδηγούν στον Μύτικα, της Σκάλας-Κακόσκαλας και των Ζωναριών-Λουκιού, τα οποία ανήκουν στο Ευρωπαϊκό Μονοπάτι Ε4, και έτσι είναι σε γενικά καλή κατάσταση. Στην αρχή σχεδόν του καθενός βρίσκονται τα τρία από τα τέσσερα καταφύγια του Ολύμπου, δύο στα 2.650μ. (“Γ. Αποστολίδης”, “Χ. Κάκκαλος”) και το καταφύγιο “Σπήλιος Αγαπητός” στα 2.100μ.
Πηγή: ipop.gr