Του Δημήτρη Δραχτίδη
Για να διατηρήσει ένας σκύλος τη φόρμα του θα πρέπει να μη χάνει την επαφή του με το θήραμα. Η προπονητική του κατάσταση και η βελτίωσή της, είναι οι στόχοι οι οποίοι γεμίζουν με αισιοδοξία τον κυνηγό για την έναρξη κάθε νέας σεζόν.
Πιστεύει ακράδαντα ότι καλύτερα αποτελέσματα προϋποθέτουν και καλύτερη, δηλαδή περισσότερη, εκπαίδευση. Έτσι, ο σκύλος δεν αδρανοποιείται με την παύση τού κυνηγίου, αλλά αντίθετα συνεχίζει να είναι σε εγρήγορση και ετοιμότητα, έστω και μειωμένου κάπως βαθμού. Παράλληλα, σταμπάρονται, για παράδειγμα, και οι λαγοί της κάθε περιοχής. Μια και ο καθένας (λαγός) έχει περιοχή δική του, ξεσηκώνονται σχετικά εύκολα, αφού και ο σκύλος έχει μάθει, από τη συχνότητα των εξόδων, την περιοχή και γνωρίζει περίπου πού βρίσκονται.
Έτσι ο κάθε λαγοκυνηγός οδηγείται συστημένος πλέον, τόσο στην εκπαίδευση όσο και στο κυνήγι, χωρίς να χάνει χρόνο αναζήτησης. “Ξέρω τρεις λαγούς, λέει, τους έχω σηκώσει πολλές φορές και δεν φεύγουν μακριά (από το αρχικό ξεπέταγμα), εκεί γύρω βρίσκονται”. Επιτυγχάνει έτσι δύο πράγματα, τόσο την εκπαίδευση των σκύλων του ώστε να είναι έτοιμοι με την έναρξη, όσο και τον εντοπισμό του λαγού χωρίς χρονοτριβές. Αν αυτά συμβαίνουν από πλευράς κυνηγού και σκύλου, ας προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε τι γίνεται και από πλευράς θηράματος, συγκεκριμένα του λαγού, μια και αναφερθήκαμε σ’ αυτόν ως παράδειγμα. Οι απώλειές του από το κυνήγι παύουν να υφίστανται με τη λήξη του. Έτσι υπάρχει αρκετός χρόνος ζευγαρώματος και πολλαπλασιασμού. Λιγοστεύει αυτό το διάστημα ένας από τους εχθρούς του: ο άνθρωπος με το όπλο του. Όμως, και χωρίς το κυνηγετικό όπλο, ο άνθρωπος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί φίλος του. Το υπό εκμάθηση ή προπόνηση λαγωνικό του, έχει το πάθος της αναζήτησης, ανεύρεσης και γιατί όχι, δοθείσης ευκαιρίας, να πιάσει το λαγό ή τα μικρά του αν τα αντιληφθεί.
Το συχνό ξεφώλιασμα του λαγού, αν είναι θηλυκός, εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους για τα μικρά. Εάν λείπει από τη φωλιά για πολλές ώρες, τότε τα μικρά, ωθούμενα ή από την πείνα ή από την έλλειψη της μητρικής ασφάλειας ή και από τα δύο, διασκορπίζονται προς πάσα κατεύθυνση, εκτεθειμένα στην πολλαπλότητα των κινδύνων. Και μάλλον εδώ βρίσκεται η ρίζα του παροιμιώδους αποφθέγματος “διασκορπίστηκαν ως του λαγού τα τέκνα”. Όμως, κινδύνους δεν έχουν μόνο τα μικρά ή οι νεαροί λαγοί να πιαστούν από το λαγόσκυλο μα και οι μεγάλοι. Αν, για παράδειγμα, κάποιος κυνηγιέται για ώρες, δεν μένει ακούραστος, κάποτε κουράζεται και γίνεται έτσι περισσότερο ευάλωτος στους άλλους εχθρούς του, αλεπούδες, κουνάβια, αγριόγατους κ.τ.λ.
Επίσης, κάποιοι λαγοί, λόγω συχνής εκπαιδευτικής όχλησης, αναγκάζονται να αλλάξουν περιοχές κι έτσι επέρχεται μια σύγχυση μέχρι να εναρμονιστούν στο νέο τους περιβάλλον, γινόμενοι πιο εύκολη λεία στην αρπακτικότητα των φυσικών τους εχθρών. Δεν νομίζω να υπάρχει λαγοκυνηγός ο οποίος θα ήθελε να βλέπει το λαγό που γνωρίζει, να γίνεται βορά μιας αλεπούς από δική του υπαιτιότητα, ή να βλέπει το λαγωνικό του να επιστρέφει με ένα ετοιμόγεννο θηλυκό του οποίου τα μικρά βρίσκονται ακόμη στην κοιλιά του! Σύμφωνα λοιπόν με τα ως τώρα λεγόμενα, την πολλά υποσχόμενη (κάθε) νέα χρονιά δεν τη χαρακτηρίζει η αρτιότητα της εκπαιδευτικής δραστηριοποίησης των σκύλων τόσο, όσο “η επιτυχία της αναπαραγωγής είναι αυτή που θα καθορίσει αν θα υπάρχει αρκετό θήραμα για την επόμενη κυνηγετική περίοδο” (τευχ. 149, σελ. 81).
Θυμάμαι κάποτε τον πατέρα μου, όταν τη νεκρή περίοδο σπάνια έβγαζε τα μεγάλα σκυλιά, τα δε κουτάβια έβγαζε συνέχεια με… κουνέλια! Διάλεγε σκουρόχρωμα και επειδή μεγάλωναν σε αρκετά μεγάλο χώρο, ήταν σε ημιάγρια κατάσταση. Έβαζε δύο στο σακίδιο και χωρίς να έχει αυτοκίνητο, έκανε χιλιομετρικές αποστάσεις μόνο και μόνο για να μάθει στα κουτάβια. Εγώ μάλιστα τον κορόιδευα όταν του έλεγα “μα καλά, γιατί δεν παίρνεις τα μεγάλα και αφού σηκώσουν το λαγό θα μάθουν και αυτά…”. “Πάψε εσύ”, μου απαντούσε, “δεν ξέρεις. Οι λαγοί γεννάνε τώρα”. “Και τι έγινε;”, του ανταπαντούσα. “Γιατί να υπάρχει ένας λαγός στην περιοχή και όχι τρεις και τέσσερεις. Αν η σκύλα, η Καλή, πιάσει έναν θηλυκό -και είχε αδυναμία να πιάνει στο γιατάκι- καταλαβαίνεις πόση ζημιά κάνει!”. Μια φορά, δε, επέστρεψε γρηγορότερα από ότι περιμέναμε και πολύ νευριασμένος. “Τι έπαθες τον ρωτάω και είσαι έτσι;”. “Είναι άχρηστα, είναι άχρηστα”, έλεγε και ξανάλεγε. “Ακούς να μη μπορούν να βρουν ούτε τα κουνέλια!”. “Θα τα ξεφορτωθώ αυτά, θα κρατήσω άλλα… όμως δεν θα αφήσω τα κουνέλια να τα φάνε οι αλεπούδες” και πήγε δεύτερη φορά με τα μεγάλα σκυλιά, επιστρέφοντας με τα κουνέλια στο σακίδιο.
Ίσως να φαντάζει αστείο η εκπαίδευση των κουταβιών με κουνέλια ημιάγριας κατάστασης, όμως έτσι ξύπναγε το κυνηγετικό τους ένστικτο. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται άλλωστε και στα σκυλιά φέρμας με το εκτρεφόμενο ορτύκι και την πέρδικα.
Η εκπαιδευτική όχληση προκαλεί ζημιά στην αύξηση του θηραματικού πληθυσμού την οποία κανείς κυνηγός δεν νομίζω να ήθελε να ενστερνισθεί. “Η δημιουργία ζωνών εκπαίδευσης” και συγχρόνως με την “εισαγωγή θηραμάτων” φαίνεται να αποτελεί τη λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα, μένοντας έτσι οι υπόλοιπες περιοχές “ελεύθερες” από την εκπαιδευτική όχληση, αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο τον πληθυσμό τους και πάλι προς όφελός μας!