Ο κάμπος της Χίου, ένα μοναδικό για την Ελλάδα αγροοικοσύστημα, που συνδυάζει πλούσια περιβόλια με βυζαντινούς πύργους, γενοβέζικα αρχοντικά, εκκλησίες και σπουδαία δείγματα τοπικής αρχιτεκτονικής επιλέχθηκε ως ένα από τα 7 πιο απειλούμενα με εξαφάνιση Μνημεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς στην Ευρώπη για το 2016.
Ο Κάμπος της Χίου περιλαμβάνει ιστορικά πέτρινα αρχοντικά από τον 14ο έως τον 18ο αι. περιβαλλόμενα από ψηλούς μαντρότοιχους, βοηθητικά κτίσματα, περίτεχνες βοτσαλωτές αυλές, δεξαμενές, μαγκανοπήγαδα, περίτεχνες γούρνες, στενά υπέροχα δρομάκια…
Όλα «ποτισμένα» με το άρωμα της λεμονιάς, της χιώτικης μανταρινιάς, της πορτοκαλιάς.
Ταξιδεύοντας στο χθες
Η Χίος, την εποχή του Βυζαντίου, ήταν τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μάλιστα πολύ σημαντικό, αφού ήταν η πρωτεύουσα του «Θέματος του Αιγαίου». Η προνομιακή αυτή θέση σε συνδυασμό με τα οικονομικά ενδιαφέροντα που παρουσίαζε συντελούν στο ότι η Χίος είχε μια επιβλητική παρουσία στο Βυζάντιο, τέτοια που δεν σημειώνεται σε κανένα άλλο μέρος εκτός από την Κωνσταντινούπολη.
Οι πρώτοι Γενουάτες ήρθαν στη Χίο χάρη στα αυτοκρατορικά προνόμια το 1155, διεξάγοντας συναλλαγές «επί της μαστίχας». Από τον 13ο αιώνα, οι Γενοβέζοι αξιοποίησαν τον Κάμπο δημιουργώντας τους εκτεταμένους πορτοκαλεώνες, αφού διαπίστωσαν την ύπαρξη νερού. Και επειδή η καλλιέργεια ήταν αποδοτική, ο Κάμπος μεταβλήθηκε σε έναν απέραντο πορτοκαλεώνα. Με τον ερχομό τους, η αρχιτεκτονική του νησιού δέχεται επιρροές με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια νέα ντόπια αρχιτεκτονική παράδοση, που επικρατεί στο νησί για αιώνες. Το βυζαντινό πύργο διαδέχεται ο γενοβέζικος, κατασκευασμένος με μάρμαρο και τη δίχρωμη Θυμιανούσικη πέτρα, με τα μπαλκόνια και τα γλυπτά του, που προκαλεί το θαυμασμό ακόμα και σήμερα.
Η κατάκτηση της Χίου από τους Τούρκους, το 1566, ανέστειλε προσωρινά την οικονομική δραστηριότητα του νησιού. Από τα μέσα, όμως, του 16ου αιώνα και μετά οι Χιώτες αρχίζουν να παίρνουν στα χέρια τους ένα μεγάλο μέρος από το εμπόριο της Ανατολής. Τον καιρό που όλη η Ελλάδα ήταν βυθισμένη στην αθλιότητα της σκλαβιάς, η Χίος παρουσίαζε μια εικόνα ευδαιμονίας και αρχοντιάς. Η επικοινωνία της με την Ευρώπη και τον πολιτισμό ήταν συνεχής. Μεγάλα ιστιοφόρα μετέφεραν στα μακρινά λιμάνια της Πόλης, της Οδησσού και της Μασσαλίας τα προϊόντα της: τη φημισμένη μαστίχα και τα χρυσά εσπεριδοειδή της.
Αποτέλεσμα του πλούτου που έμπαινε στο νησί, ήταν να δημιουργηθεί μια τάξη μεγαλοαστών, που διακρινόταν για τη μόρφωση και την αρχοντιά. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν τα σπίτια τους, τους πύργους τους, όπως τους έλεγαν, στον Κάμπο. Ήταν σπίτια μεγαλόπρεπα, με μνημειακές εξωτερικές σκάλες, με μεγάλες ταράτσες, με αψίδες και κολόνες με μεγάλα περιβόλια περιφραγμένα με φρουριακούς τοίχους. Ο Κάμπος χρησίμευε στους εύπορους Χίους της πόλης ως τόπος ανάπαυσης, ως εξοχική κατοικία δηλαδή και συγχρόνως καλλιέργειας, γιατί παρότι η οικονομική ευρωστία αυτής της τάξης οφειλόταν στο εμπόριο, τα μέλη της δεν παραμελούσαν τη γη.
Η ζωή αυτή κράτησε ως τις 11 Μαρτίου του 1881. Την ημέρα εκείνη μια σεισμική δόνηση τράνταξε το νησί και τα περισσότερα κτίρια γκρεμίστηκαν. Οι περισσότερες αρχοντικές οικογένειες άφησαν οριστικά τη Χίο. Το μεγαλύτερο μέρος των πύργων δεν ανοικοδομήθηκε ποτέ. Τα ερειπωμένα αρχοντικά, οι κήποι και τα περιβόλια έπεσαν στα χέρια μικροαστών ή χωρικών, που, μη όντας σε θέση να τα ξαναχτίσουν, περιορίσθηκαν να κατοικήσουν τα ισόγεια δωμάτια που σώθηκαν. Χάρη σε αυτούς ο Κάμπος δεν είναι ένα απέραντο νεκροταφείο.
Σήμερα τα περισσότερα κτήματα του Κάμπου έχουν αφεθεί στη μοίρα τους. Τα πηγάδια στέρεψαν ή μολύνθηκαν. Οι περιβολάρηδες δεν ασχολούνται πια με τα κτήματά τους, μιας και η καλλιέργειά τους είναι πλέον οικονομικά ασύμφορη, και στρέφουν την προσοχή τους σε εντατικές καλλιέργειες θερμοκηπίου. Παράλληλα, παρατηρείται μια συρρίκνωση της καλλιεργούμενης γης, η οποία οικοπεδοποιείται. Ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί κάτι τέτοιο είναι ο τόπο σαν μπορέσει να αποδώσει οικονομικά, όχι ως οικοπεδική γη, αλλά με άλλους τρόπους. Η δόμηση καταστρέφει το πράσινο, και χωρίς πράσινο Κάμπος δεν υπάρχει.
Έχουμε ένα υψηλής ποιότητας μνημείο και ένα τεράστιο βιολογικό εργαστήριο μέσα σ’ ένα εξαιρετικό μικροκλίμα που έχει τη δυνατότητα να παράγει καθαρή τροφή για το σώμα και εκλεπτυσμένη τροφή για το πνεύμα. Ολόκληρος ο τόπος μπορεί να γίνει ένας χώρος πολιτισμού.